Αρθρο της Μυρτούς Χαμπάκη
Οδηγία για τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων (IDD) – Καινούργια κόστη προσαρμογής για την ασφαλιστική αγορά.
Την 24η Φεβρουαρίου του 2016, η EIOPA έλαβε εντολή (Mandate) από την Κομισιόν για παροχή συμβουλών (Request for Advice) για την πιθανή σύνταξη Κατ’ Εξουσιοδότηση Κανονιστικών Πράξεων (Delegated Acts) οι οποίες θα ενισχύσουν την κατανόηση και την υιοθέτηση στην πράξη, σημαντικών απαιτήσεων που περιλαμβάνονται στην Οδηγία για την Διανομή Ασφαλιστικών Προϊόντων (IDD , ΕU 2017/97).
Ειδικότερα , οι συμβουλές από τους Ευρωπαίους επόπτες , οι οποίες δημοσιεύτηκαν την 1η Φεβρουαρίου 2017, επικεντρώνονται στα ακόλουθα άρθρα της Οδηγίας IDD :
– Άρθρο 25 : Εποπτεία και διακυβέρνηση προϊόντων
– Άρθρα 27 & 28 :Πρόληψη Συγκρούσεως Συμφερόντων και Συγκρούσεις Συμφερόντων
– Άρθρο 29 (2) : Ενημέρωση Πελατών
– Άρθρο 30 : Αξιολόγηση της καταλληλότητας και της σκοπιμότητας και γνωστοποιήσεις προς πελάτες
Παράλληλα, η Κομισιόν αιτήθηκε από την EIOPA να υποστηρίξει τις τεχνικές συμβουλές της με σχετική μελέτη Εκτίμησης Επιπτώσεων (Impact assessment), προκειμένου να αξιολογηθούν και ποσοτικά τα προβλεπόμενα από την Οδηγία.
Ως μέρος της όλης διαδικασίας , σχέδιο των Τεχνικών Προδιαγραφών που προετοιμάστηκαν από την EIOPA δόθηκε προς δημόσια διαβούλευση η οποία ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2016. Κατά την διαβούλευση όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη εξέφρασαν τις απόψεις τους για τις προτάσεις τις EIOPA αλλά και για το ενδεχόμενο κόστος που αυτές θα επιφέρουν στην ασφαλιστική διαμεσολάβηση.
Ειδικότερα, τα συμπεράσματα που προέκυψαν από την επεξεργασία των σχολίων της δημόσιας διαβούλευσης αλλά και επί των σεναρίων που αφορούν στην Εκτίμηση των Επιπτώσεων στα κανάλια διανομής ασφαλιστικών προϊόντων σύμφωνα με τις απαιτήσεις της νέας νομοθεσίας, είχαν ως ακολούθως :
-Το κόστος για την εφαρμογή των νέων απαιτήσεων της IDD αναμένεται να είναι σημαντικά υψηλό
-Η ποσοτικοποίηση του κόστους υπήρξε ιδιαιτέρως δύσκολη λόγω των ποικίλων παραμέτρων που έπρεπε να συνυπολογιστούν.
-Τα βασικά κόστη που θα επιφέρει η νέα Οδηγία μεταξύ άλλων αφορούν κυρίως κόστη προσαρμογής στις κανονιστικές απαιτήσεις , κόστη εκπαίδευσης των διανομέων, κόστη αναδιοργάνωσης της εκπαιδευτικής διαδικασίας από πλευράς εταιρικής προσαρμογής, κόστη που αφορούν στην αναθεώρηση και προσαρμογή των μηχανογραφικών συστημάτων και τέλος κόστη που αφορούν στην παροχή των πληροφοριών προς τον πελάτη αλλά και στην καταγραφή των πληροφοριών που λαμβάνονται κατά την στιγμή της πώλησης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Οδηγία IDD αφορά σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι εγκατεστημένο σε κράτος μέλος ή επιθυμεί να εγκατασταθεί σε κράτος μέλος της Ε.Ε προκειμένου να αναλάβει και να ασκήσει τη διανομή ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων. Δεν εφαρμόζεται σε ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές που ασκούν τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων ως δευτερεύουσα δραστηριότητα μόνο όταν πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Το ενισχυμένο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας περιλαμβάνει απευθείας πωλήσεις (direct sales) ιστοσελίδες σύγκρισης τιμών (PCW’s) καθώς και υπηρεσίες διαχείρισης ασφαλιστικών προϊόντων ( π.χ. υπηρεσίες διαχείρισης αποζημιώσεων). Συνεπώς, όσοι ασκούν διανομή ασφαλιστικών προϊόντων θα πρέπει να προβλέψουν άμεσα και να προετοιμαστούν σύμφωνα με το αναδυόμενο νομικό πλαίσιο.
Από την Εκτίμηση Επιπτώσεων προκύπτει και η σημασία των επαγγελματικών και οργανωτικών απαιτήσεων που θεσπίζει η Οδηγία. Συγκεκριμένα , στο ομώνυμο άρθρο αναφέρεται η απαίτηση διασφάλισης από τα κράτη – μέλη ότι οι διανομείς ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων και οι υπάλληλοι των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που ασκούν δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων, θα πρέπει να :
• Κατέχουν επαρκείς γνώσεις και ικανότητες για την εκτέλεση των εργασιών τους και την άσκηση των καθηκόντων τους επαρκώς.
• Συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις για συνεχή επαγγελματική κατάρτιση και εξέλιξη, προκειμένου να διατηρήσουν ικανοποιητικό επίπεδο απόδοσης, που αντιστοιχεί στον ρόλο που διαδραματίζουν και στη σχετική αγορά.
Συνεπώς τα κράτη μέλη θα πρέπει διαθέτουν και δημοσιοποιούν μηχανισμούς για τον αποτελεσματικό έλεγχο και την αξιολόγηση των γνώσεων και της επάρκειας των εν λόγω προσώπων, με βάση τουλάχιστον 15 ώρες επαγγελματικής κατάρτισης ή εξέλιξης κατ’ έτος, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των προϊόντων που πωλούνται, τον τύπο του διανομέα, τον ρόλο που ασκούν και τη δραστηριότητα που επιτελείται εντός του διανομέα ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων. Επίσης, μπορούν να απαιτούν να αποδεικνύεται η επιτυχής εκπλήρωση των απαιτήσεων κατάρτισης και εξέλιξης με την απόκτηση πιστοποιητικού. Τέλος, μπορούν να προσαρμόζουν τις απαιτήσεις για τις απαιτούμενες γνώσεις και ικανότητες των διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων που ασκούν ασφαλιστική διαμεσολάβηση ως δευτερεύουσα δραστηριότητα. Παράλληλα , οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να παρέχουν στους διαμεσολαβητές τα μέσα κατάρτισης ή επαγγελματικής εξέλιξης τα οποία αντιστοιχούν στις απαιτήσεις τις σχετικές με τα προϊόντα που προτείνουν οι εν λόγω διαμεσολαβητές.
Επίσης τα σχετικά πρόσωπα στη διοικητική δομή αυτών των επιχειρήσεων τα οποία είναι υπεύθυνα για τη διανομή όσον των ασφαλιστικών προϊόντων, καθώς και όλα τα άλλα πρόσωπα που συμμετέχουν άμεσα στη διανομή θα πρέπει να έχουν αποδεδειγμένα τις γνώσεις και ικανότητες που απαιτούνται για την άσκηση της δραστηριότητάς τους.
Μέχρι τον Φεβρουάριο του 2018, όπου αναμένεται η προσαρμογή της Οδηγίας IDD στο Ελληνικό Δίκαιο, ο κάθε επαγγελματίας του κλάδου της διανομής ασφαλιστικών προϊόντων θα πρέπει να παρακολουθεί τις εξελίξεις και να προετοιμάζεται για τις απαιτήσεις, εκτιμώντας ρεαλιστικά τις αναδυόμενες συνθήκες. Η έγκαιρη προετοιμασία είναι το εισιτήριο για την ομαλή προσαρμογή και τον περιορισμό του κόστους στο νέο νομοθετικό πλαίσιο , ιδιαίτερα στις δύσκολες συνθήκες που διανύει η Ελληνική οικονομία σε συνδυασμό με πάντα με τις δυσμενείς μακροοικονομικές επιβαρύνσεις που έχουν επέλθει στον κλάδο.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα του άρθρου
Η Μυρτώ Χαμπάκη σπούδασε οικονομικά στο πανεπιστήμιο του Leicester από όπου πήρε και το μεταπτυχιακό της στις Ευρωπαϊκές και Ομοσπονδιακές Σπουδές. Είναι κάτοχος Διπλώματος στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, ενώ έχει παρακολουθήσει εξειδικευμένα προγράμματα εκπαίδευσης στελεχών των INSEAD Business School και Oxford University.
Τα τελευταία 20 χρόνια εργάστηκε σε διάφορες θέσεις ευθύνης στον ευρύτερο χρηματοοικονομικό τομέα : στην Deloitte Ελλάδος , στην Τράπεζα Κύπρου Ελλάδος, και στην Ένωση Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος . Σήμερα εργάζεται ως Senior Manager , στα Risk Management Services της Crowe ΣΟΛ Συμβουλευτικής Α.Ε.
Eπί σειρά ετών διδάσκει εξειδικευμένα σεμινάρια σε στελέχη ,αρθρογραφεί συστηματικά στον κλαδικό τύπο ενώ διετέλεσε μέλος της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής για την προσαρμογή της Οδηγίας Solvency II στο Ελληνικό δίκαιο.
Παράλληλα με την επαγγελματική της σταδιοδρομία, έχει ασχοληθεί με την πρακτική ψυχολογία, την προσωπική ανάπτυξη και το life coaching. Πλήθος άρθρων της έχουν δημοσιευτεί από γνωστά portals στο διαδίκτυο, ενώ υπήρξε co-founder ενός από τα μεγαλύτερα ελληνικά online communities. To 2004 δημοσιεύτηκε το πρώτο της βιβλίο με σχετική θεματολογία από τις εκδόσεις «Κλειδάριθμος».
Το 2015 κυκλοφόρησε το βιβλίο της με τίτλο «Solvency II – Η μεγάλη εικόνα» από τις εκδόσεις Insurance Innovation. (www.solvencybook.gr)