Η κατανάλωση κρασιού και μπύρας με χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ μπορεί να μην είναι τόσο αθώα. Σύμφωνα με νέα έρευνα, μπορεί να αυξήσει τη συνολική ποσότητα αλκοολούχων ποτών που καταναλώνουμε, προκαλώντας και πάλι κίνδυνο για την υγεία μας.
Η μελέτη διεξήχθη από τη Μονάδα Έρευνας Συμπεριφοράς και Υγείας του Πανεπιστημίου του Cambridge σε συνεργασία με το Κέντρο Έρευνας Αποκλειστικών Συμπεριφορών του πανεπιστημίου South Bank στο Λονδίνο. Χρηματοδοτήθηκε από το υπουργείο Υγείας της Βρετανίας και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Health Psychology (https://goo.gl/3q2dAq).
Η κατανάλωση αλκοόλ είναι η πέμπτη κύρια αιτία νόσου και πρόωρου θανάτου παγκοσμίως. Έτσι, η μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ αποτελεί προτεραιότητα για τη δημόσια υγεία σε πολλές χώρες.
Στη Βρετανία, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μελετούν το ενδεχόμενο να επιτρέψουν στη βιομηχανία αλκοολούχων ποτών να προβάλει στην ετικέτα ότι κάποιο προϊόν περιέχει λιγότερο αλκοόλ, ως μέρος μιας σειράς μέτρων για τη μείωση της συνολικής κατανάλωσης αλκοόλ.
Οι προτεινόμενες νομοθετικές αλλαγές περιλαμβάνουν την επέκταση των όρων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να υποδηλώσουν χαμηλότερη περιεκτικότητα σε αλκοόλ και την επέκταση του ορίου, ώστε να συμπεριληφθούν προϊόντα χαμηλότερα από τον σημερινό μέσο όρο στην αγορά (12,9% περιεκτικότητα για το κρασί και 4,2% για τη μπίρα).
Στη μελέτη, συμμετείχαν 264 άτομα που επιλέχθηκαν τυχαία από μια αντιπροσωπευτική ομάδα του γενικού πληθυσμού της Αγγλίας – τυχαιοποιήθηκαν σε τρεις ομάδες για να δοκιμάσουν οινοπνευματώδη ποτά σε ένα εργαστήριο σχεδιασμένο να μιμείται το περιβάλλον ενός μπαρ. Τα ποτά διέφεραν μόνο στην ετικέτα που εμφανιζόταν.
Σε μια ομάδα, οι συμμετέχοντες νόμιζαν ότι έπιναν ποτά με ονομασία «Super Low» και μόνο 4% περιεκτικότητα για το κρασί ή 1% για τη μπύρα. Στη δεύτερη, τα ποτά χαρακτηρίζονταν ως «χαμηλά» με 8% για το κρασί και 3% για την μπύρα. Στην τρίτη ομάδα υπήρχαν ποτά που δεν είχαν ετικέτα, αλλά περιείχαν το μέσο όρο περιεκτικότητας στην αγορά (12,9% κρασί και 4,2% μπύρα).
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η συνολική κατανάλωση ποτού αυξάνονταν, όσο η ετικέτα στο ποτό έδειχνε χαμηλότερη περιεκτικότητα σε αλκοόλ. Οι μεμονωμένες διαφορές στα πρότυπα κατανάλωσης και οι κοινωνικοδημογραφικοί δείκτες δεν επηρέασαν τα αποτελέσματα αυτά.
«Η επισήμανση της χαμηλής περιεκτικότητας σε αλκοόλ μπορεί να ακούγεται σαν μια καλή ιδέα αν ενθαρρύνει τους ανθρώπους να αλλάξουν ποτά, αλλά η μελέτη μας δείχνει ότι μπορεί παραδόξως να ενθαρρύνει τους ανθρώπους να πίνουν περισσότερο», λέει η καθηγήτρια Theresa Marteau, διευθύντρια της Μονάδας Έρευνας Συμπεριφοράς και Υγείας.
Ενώ αυτή η μελέτη δείχνει ότι οι άνθρωποι μπορούν να πίνουν περισσότερο εάν τα ποτά έχουν επισημανθεί ως «ελαφριά», οι ερευνητές δεν γνωρίζουν ακόμη αν αυτό το αποτέλεσμα είναι αρκετό για να οδηγήσει στην κατανάλωση περισσότερων μονάδων αλκοόλης συνολικά από αλκοολούχα ποτά χαμηλότερης περιεκτικότητας. Επιπλέον, οι συμμετέχοντες σε αυτή τη μελέτη εξετάστηκαν σε εργαστηριακό περιβάλλον. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι απαιτείται έρευνα σε πραγματικές συνθήκες.