Της Λαλέλας Χρυσανθοπούλου
Τα ποσοστά αυξήσεων στα αντασφάλιστρα στον κλάδο περιουσίας-ατυχημάτων κατά την περίοδο ανανεώσεων συμβολαίων (renewals) του Ιανουαρίου 2021 ήταν μικρότερα του αναμενόμενου, καθώς οι αντασφαλιστικές εταιρείες προχώρησαν σε αυξήσεις κεφαλαίου εντός του 2020, ενισχύοντας τη διαπραγματευτική ισχύ των πρωτασφαλιστών και αμβλύνοντας τα περιθώρια αυξήσεων, υποστηρίζεται σε έκθεση του οίκου αξιολόγησης Standard & Poor’s.
Oι αντασφαλιστικοί όμιλοι αυστηροποίησαν τους όρους και τις προϋποθέσεις κατά τη διάρκεια των renewals, με τις μεταδοτικές ασθένειες και τις εξαιρέσεις από την «σιωπηλή» έκθεση σε cyber κινδύνους.
Η τιμολόγηση των αντασφαλίστρων κινείται ανοδικά τα τελευταία χρόνια, αλλά οι αυξήσεις στο τέλος του 2020 «ήταν χαμηλότερες σε σχέση με τις προσδοκίες των αντασφαλιστικών», αναφέρεται στην έκθεση της S&P. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις παρατηρήθηκαν στις ΗΠΑ, με τους λογαριασμούς που επλήγησαν από φυσικές καταστροφές να ενσωματώνουν αυξήσεις 10-25%. Στους δε λογαριασμούς χωρίς έκθεση σε φυσικές καταστροφές και χωρίς ζημίες τα αντασφάλιστρα είτε έμειναν σταθερά, είτε σημείωσαν αύξηση έως 15%, σύμφωνα με τα στοιχεία του οίκου.
Στη Μ. Βρετανία, στους ζημιογόνους λογαριασμούς σημειώθηκαν αυξήσεις 5-15%, ενώ στην Ευρώπη τα αντίστοιχα ποσοστά αυξήσεων διαμορφώθηκαν σε 5-10%. Οι ασφαλιστικές εταιρίες «θωρακίστηκαν» εν μέρει από μεγαλύτερες αυξήσεις χάρη στα νέα κεφάλαια ύψους 15,4 δις. δολ. που άντλησαν οι αντασφαλιστικές, σε συνδυασμό με το νέο χρέος ύψους 8,2 δις. δολ. σε ομολογιακές εκδόσεις, είπε η S&P, επικαλούμενη στοιχεία της AON. “Aυτό αποδείχθηκε διαπραγματευτικό ατού για τους αγοραστές αντασφαλιστικών καλύψεων», σημειώνεται μεταξύ άλλων.
Η διατύπωση των όρων συγκέντρωσε εξίσου μεγάλη προσοχή με τα αντασφάλιστρα, αναφέρεται στην έκθεση. Οι ρήτρες εξαίρεσης για τις μεταδοτικές ασθένειες έγιναν γενικά αποδεκτές σε βραχυπρόθεσμη βάση, αλλά «λιγότερο αποδεκτές» σε μακροπρόθεσμες καλύψεις.
Η δυνατότητα για επανεκχώρηση του αντασφαλιστικού κινδύνου ενισχύθηκε και από το capacity από τα εναλλακτικά κεφάλαια. «Παρά τις σημαντικές αυξήσεις και τον περιορισμό του capacity γενικά, οι αγοραστές μπόρεσαν να αγοράσουν προστασία μέσω των εκδόσεων ομολόγων καταστροφών που έφτασαν σε ύψος ρεκόρ και από ορισμένους παραδοσιακούς αντασφαλιστές που ήταν διατεθειμένοι να παρέχουν καλύψεις εξαιτίας της βελτιωμένης τιμολόγησης», κατέληξε η έκθεση.