Στην ετήσια έκθεση της Ιnsurance Europe που δημοσιεύθηκε (και που μπορείτε να δείτε εδώ ) ξεχωρίζει το άρθρο του διευθύνοντα συμβούλου της βελγικής ασφαλιστικής Ageas (πρωην Fortis) για τη ζωή με την Solvency II, καθώς πρόκειται για μια από τις πρώτες προσπάθειες καταγραφής -και μαλιστα σε υψηλόβαθμο επίπεδο- των νέων συνθηκών που διαμορφώνονται για τις ασφαλιστικές της ΕΕ, έξι μήνες μετά τη θέση σε ισχύ της κοινοτικής οδηγίας.
Οπως σημειώνει ο κ. Bert de Smet, “τα καλά νέα είναι ότι η μετάβαση στη Solvency II δεν ήταν τόσο προβληματική όσο φοβούνταν μερικοί. Ηταν όμως μια δαπανηρή άσκηση. Υπολογίζεται ότι κόστισε στον κλάδο αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ, αφού απαίτησε μεταξύ άλλων μεγάλες επενδύσεις στα συστήματα πληροφορικής των εταιρεικών, αλλά και σημαντική δέσμευση ανθρωπίνων πόρων. Εντός της Αgeas, περίπου 100 εμπειρογνώμονες σε θέματα ρίσκου ενεπλάκησαν στην προετοιμασία για τη μετάβαση στο νέο καθεστώς”.
“H Solvency II σχεδιάστηκε για να εισάγει ένα εναρμονισμένο και εύρωστο προληπτικό πλαίσιο εποπτείας για τις ασφαλιστικές εταιρείες της ΕΕ, το οποίο θα οδηγούσε σε καλύτερη κατανόηση και ευθυγράμμιση μεταξύ των ιδίων κεφαλαίων ενός ομίλου και του πραγματικού κινδύνου που είναι ενσωματωμένος στις δραστηριότητες του ομίλου αυτού. Η Solvency II σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίσει τις διαρθρωτικές αδυναμίες της Solvency I που δεν λάμβανε επαρκώς υπόψη τους πραγματικούς κινδύνους αγοράς, ούτε τον πιστωτικό και λειτουργικό κίνδυνο. Αποσκοπούσε επίσης στο να ενισχύσει τη διαφάνεια για τους καταναλωτές, παρέχοντας αίσθηση ασφάλειας στη βάση της γνώσης ότι οι ασφαλιστικές εταιρίες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες”.
Οπως σημειώνει ο κ. de Smet, η Solvency II ξεκίνησε ως πλαίσιο βασισμένο σε αρχές. Στην πορεία μετεξελίχθηκε σε πλαίσιο βασισμένο σε κανόνες. Εμείς (δηλαδή οι ασφαλιστικές) είμαστε εν πολλοίς υπεύθυνες για την εξέλιξη αυτή, διότι επιμείναμε στις λεπτομέρειες και αυτό αύξησε την πολυπλοκότητα. Η Solvency II δεν είναι τέλεια, αλλά είναι ένα ολιστικό, βασισμένο στο ρίσκο σύστημα που μεταφέρει την ευθύνη στην ασφαλιστική. Η επανεξέταση του πλαισίου έχει προγραμματιστεί για το 2018, αλλά ορισμένοι υποστηρίζουν να γίνει νωρίτερα, καθώς υπάρχουν ανησυχίες για τις επιπτώσεις στον ανταγωνισμό, την μεταχείριση των κρατικών ομολόγων στα χαρτοφυλάκια των ασφαλιστικών καθώς και το ultimate forward rate που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των μακροπρόθεσμων υποχρεώσεων των εταιρειών. Θεωρούμε ωστόσο ότι τόσο οι ασφαλιστικές όσο και οι εποπτικές αρχές θα επωφεληθούν από μια περίοδο σταθερότητας, ώστε να υπάρχει χρόνος να εδραιωθεί το νέο καθεστώς”.
Παροτι η Solvency II φέρνει πολύ μεγαλύτερη συγκρισιμότητα σε σχέση με την Solvency I, εντούτοις ορισμένες χώρες-μέλη της ΕΕ επέλεξαν να ερμηνεύσουν τους κανόνες προσθέτοντας εθνικές ιδιαιτερότητες. Και επειδή ο διάβολος κρύβεται πάντα στις λεπτομέρειες, αναγνωρίζουμε ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης σε μια σειρά κατηγοριών, όπως π.χ. τα κεφάλαια που πρεπει να δεσμεύονται έναντι ορισμένων αξιών με μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Η νέα οδηγία επηρεάζει φυσικά ορισμένες από τις επιλογές που κάνουμε όσον αφορά την στρατηγική, τα προϊόντα, την τιμολόγηση και τις επενδύσεις…Εμείς στην Ageas π.χ. δίνουμε αυξανόμενη έμφαση στις γενικές ασφάλειες, επειδή οι υψηλές κεφαλαιακές δεσμεύσεις στις ασφάλειες ζωής κάνουν πολύ δύσκολη την παροχή ελκυστικών προϊόντων. Κινούμασταν δε ούτως ή άλλως προς την κατεύθυνση της διαφοροποίησης τους χαρτοφυλακίου μας, τόσο από προϊόντικής οσο και από γεωγραφικής πλευράς.
Καθώς αξιολογούμε τα οφέλη που προκύπτουν από τη μετάβαση, είναι σαφές ότι βλέπουμε βελτίωση στην ποιότητα και την χρήση των δεδομένων και υπάρχει ενισχυμένη διαφάνεια. Ο επαγγελματισμός στον χώρο του ρίσκου έχει ανέλθει σε νέα επίπεδα και η συναίσθηση του ρίσκου εσωτερικά ποτέ δεν ήταν τόσο μεγάλη. Μπορεί η Solvency II να μην είναι ιδανική, όμως υπάρχουν διαδικασίες ενσωματωμένες μέσα στη νομοθεσία που μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την βελτίωσή της. Στο μεταξύ, έχουμε ένα πλαίσιο που αντανακλά πολύ καλύτερα τα ρίσκα που έχουν αναλάβει οι εταιρίες και αυτό είναι κάτι που υποστηρίζουμε πλήρως”, καταλήγει ο κ. de Smet.