Άρθρο της Μαργαρίτας Αντωνάκη, Γενικής Διευθύντριας της ΕΑΕΕ
Για δεκαετίες, οι εξελίξεις στην Ελλάδα ακολουθούσαν τις διεθνείς και ευρωπαϊκές με κάποια υστέρηση. Όμως η παγκοσμιοποίηση, η τεχνολογία, οι επικοινωνίες, η ηλεκτρονική εποχή μάς φέρνουν τα πάντα με εκθετική ταχύτητα.
Ο κόσμος μας είναι ευμετάβλητος: οι εξωτερικές προκλήσεις, η οικονομική και πολιτική αστάθεια, οι ραγδαίες τεχνολογικές μεταβολές είναι η νέα «κανονικότητα».
Έτσι, απέναντι σε ένα σκηνικό πολιτικών, οικονομικών και ρυθμιστικών αλλαγών, οι ασφαλιστές επανεξετάζουν τις στρατηγικές, τα προϊόντα και τα επιχειρησιακά τους πρότυπα, για να αντεπεξέλθουν σε μια ταχύτατα εξελισσόμενη πραγματικότητα.
Καθημερινά, οι κίνδυνοι αυξάνονται σε αριθμό και ένταση, ενώ προστίθενται νέοι, και εμείς πρέπει να βλέπουμε μακριά και να προετοιμαζόμαστε για μια διαφορετική αγορά.
Η τεχνολογία αναδεικνύεται σε καθοριστικό παράγοντα. Δημιουργεί νέους κινδύνους (π.χ. cyber risk), αλλά και μεγάλες ευκαιρίες. Οι ασφαλιστές έχουν μια ευκαιρία να κεφαλαιοποιήσουν τις τεχνολογικές καινοτομίες και τις μεταβαλλόμενες καταναλωτικές προτιμήσεις, για να εξασφαλίσουν ένα επιτυχημένο μέλλον.
Η πρόοδος στην τεχνολογία θα επιτρέψει στους ασφαλιστές να σχεδιάσουν καλύτερες και πιο φιλικές προς τον χρήστη διαδικασίες και να αναπτύξουν νέα προϊόντα, επιχειρησιακά πρότυπα και δίκτυα διανομής.
Παράλληλα, το γεγονός ότι οι άνθρωποι ζουν περισσότερο ενισχύει την πίεση στα ήδη πιεσμένα δημόσια ταμεία κοινωνικής ασφάλισης σε ολόκληρη την Ευρώπη. Δεδομένου του ότι αυτή η τάση συνεχίζεται, η πρόκληση, που αφορά όλους, είναι να βρεθούν τρόποι να εξασφαλιστεί ότι οι συνταξιούχοι θα μπορούν να αποσυρθούν από τον ενεργό βίο με αξιοπρεπή δεδομένα.
Εδώ έρχεται να συμβάλει συμπληρωματικά η ιδιωτική ασφάλιση. Στις συντάξεις και την υγεία, η ανάγκη των πολιτών για συμπλήρωση των παροχών του κράτους είναι πολύ μεγάλη, όπως φαίνεται ξεκάθαρα και από την πρόσφατη έρευνα γνώμης που έκανε για λογαριασμό της ΕΑΕΕ η MRB Hellas.
Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν βαθιά εμπειρία και τεχνογνωσία στους τομείς αυτούς, και υπάρχουν οι προϋποθέσεις να αναλάβουν ενεργότερο ρόλο στη συμπλήρωση του συνταξιοδοτικού εισοδήματος και στην υγεία.
Όμως κανένας οικονομικός κλάδος δεν μπορεί να ευτυχεί σε μια χώρα που δυστυχεί. Η ελληνική ασφαλιστική αγορά, πέρα από τις προκλήσεις, που αφορούν όλους τους Ευρωπαίους, έχει να αντιμετωπίσει και τις εγχώριες δυσκολίες. Λειτουργεί σε περιβάλλον με κύρια χαρακτηριστικά αφενός την πιεσμένη οικονομία, αφετέρου τις αυξημένες απαιτήσεις, λόγω νομοθεσίας.
Είναι όμως σήμερα πιο αξιόπιστη από ποτέ, παρά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και τις δυσκολίες του κανονιστικού πλαισίου. Οι εταιρείες έχουν προσαρμόσει τον τρόπο διακυβέρνησης στις σύγχρονες απαιτήσεις, αλλά και στο ρυθμιστικό πλαίσιο, διασφαλίζοντας το μέλλον τους προς όφελος των καταναλωτών. Το επίπεδο τεχνογνωσίας και η καταλληλότητα των διοικήσεων δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τα αντίστοιχα των Ευρωπαίων ομολόγων.
Από την άλλη πλευρά, οι μέτοχοι των ασφαλιστικών επιχειρήσεων προχώρησαν σε επανειλημμένες κεφαλαιακές αυξήσεις, ώστε να ανταποκρίνονται οι εταιρείες στις αυστηρές απαιτήσεις του Solvency II, και, επομένως, το αποτέλεσμα του πρώτου χρόνου εφαρμογής του είναι η κεφαλαιακή και οργανωτική ενίσχυση και, άρα, η ενίσχυση της αξιοπιστίας των εταιρειών.
Οι εταιρείες συνεχίζουν καθημερινά να ενισχύουν και να βελτιώνουν τον τρόπο λειτουργίας τους, την επάρκεια και εκπαίδευση των στελεχών τους, την αποτελεσματικότητα των συστημάτων τους, τη χρήση και ενσωμάτωση της τεχνολογίας, την ανάπτυξη και διάθεση των κατάλληλων προϊόντων.
Το βέβαιο είναι ότι η ασφαλιστική αγορά στην Ελλάδα κρατήθηκε καλύτερα από άλλους κλάδους της οικονομίας, συνεχίζοντας να επιτελεί το έργο της, αποζημιώνοντας τους ασφαλισμένους με 2,5 δισ. ετησίως. Το μέλλον της προδιαγράφεται θετικό, καθώς οι υπηρεσίες της είναι πιο απαραίτητες από ποτέ.