Σε μια νέα έκθεση, αναλυτές της εταιρείας συμβούλων διαχείρισης McKinsey προειδοποίησαν ότι τα κέρδη του ασφαλιστικού κλάδου είναι «πρακτικά σε αδιέξοδο» εξαιτίας των μακροχρόνιων προκλήσεων που έχει δημιουργήσει το ευρύτερο οικονομικό κλίμα.
«Μετά από δεκαετίες σταθερών αποδόσεων, οι μισοί “παίκτες” στον κλάδο δεν κερδίζουν το κόστος των ιδίων κεφαλαίων τους», υποστηρίζει η έκθεση.
Ο αντίκτυπος της πανδημίας στις ασφαλιστικές εταιρείες ήταν σαφώς αισθητός το 2020, όταν ξέσπασε η πανδημία, όταν η αύξηση των ασφαλίστρων επιβραδύνθηκε από περισσότερο από 4% ετησίως σε μόλις 1,2% και τα κέρδη μειώθηκαν κατά 15%.
Τα μειούμενα κέρδη ήταν ιδιαίτερα έντονα στην περιφέρεια της Ασίας-Ειρηνικού, όπου οι ασφαλιστές υπέστησαν μείωση 36% λόγω των προκλήσεων κλάδο Ζωής.
Πέραν της πανδημίας, η McKinsey υποστηρίζει ότι οι ασφαλιστές υφίστανται επίσης πίεση από πολλές άλλες μακροπρόθεσμες τάσεις.
Η κυριότερη μεταξύ αυτών είναι η αναστάτωση που προκαλείται από τις insurtechs, περισσότερο από το 40% των οποίων στοχεύουν στα τμήματα μάρκετινγκ και distribution segments της αλυσίδας αξίας των ασφαλίσεων.
Διαθέτοντας ανώτερες ψηφιακές δυνατότητες, αυτές οι ασφαλιστικές εταιρείες αποτελούν απειλή για τους παραδοσιακούς φορείς ασφάλισης, πράγμα που σημαίνει ότι οι ασφαλιστές πρέπει όλο και περισσότερο να συνάπτουν συνεργασίες ή να κάνουν μεγάλες επενδύσεις στην τεχνολογία για να μπορούν να συμβαδίσουν.
Η McKinsey βλέπει επίσης μια σαφή μετατόπιση της αξίας προς τους διαμεσολαβητές, πράγμα που σημαίνει ότι οι ασφαλιστές κινδυνεύουν να γίνουν πάροχοι ισολογισμού, ενώ οι διαμεσολαβητές διατηρούν ένα μοντέλο asset-light με τον πελάτη.
Και ενώ πολλοί ασφαλιστές έχουν αναλάβει προγράμματα εξοικονόμησης κόστους, η McKinsey πιστεύει ότι έχουν γίνει μόνο περιορισμένες βελτιώσεις στην παραγωγικότητα, με ορισμένες εταιρείες να βλέπουν ακόμη και αύξηση των αναλογιών εξόδων τα τελευταία χρόνια.
Σε απάντηση, οι αναλυτές συνιστούν στους ασφαλιστές να επικεντρωθούν σε διάφορους στρατηγικούς τομείς για τη βελτίωση των εργασιών τους στο μέλλον, μεταξύ άλλων
-τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος στ κριτήρια ESG ως βασικό χαρακτηριστικό των επιχειρηματικών μοντέλων,
-την ανάκτηση της συνάφειας μέσω της καινοτομίας των προϊόντων και την κάλυψη νέων κινδύνων,
-την ενίσχυση και εξατομίκευση της δέσμευσης και της εμπειρίας των πελατών.
Η McKinsey προτρέπει επίσης τους ασφαλιστές να συνεργαστούν καλύτερα με τα οικοσυστήματα και τις ασφαλιστικές εταιρείες, να προσαρμόσουν τα επιχειρηματικά τους μοντέλα στις νέες ψηφιακές απαιτήσεις, να αυξήσουν τις δυνατότητες δεδομένων και ανάλυσης, να εκσυγχρονίσουν τις βασικές τεχνολογικές πλατφόρμες και να αντιμετωπίσουν την επιτακτική ανάγκη για μεγαλύτερη παραγωγικότητα.
«Τα τελευταία δύο χρόνια, η COVID19 έχει επιταχύνει ορισμένες τάσεις που φαίνεται βέβαιο ότι θα αναδιαμορφώσουν τον τρόπο με τον οποίο γόνεται ανάληψη, διανομή και διαχείριση της ασφάλισης. Ταυτόχρονα, ορισμένα από τα προβλήματα που απείλησαν τη βιομηχανία την τελευταία δεκαετία δεν έχουν εξαφανιστεί και η πολυπλοκότητα του μακροοικονομικού περιβάλλοντος έχει αυξηθεί», δήλωσε η McKinsey στην έκθεσή της.
«Η αύξηση των εσόδων είναι περιορισμένη στις περισσότερες περιοχές. Οι διαμεσολαβητές αποκτούν μεγαλύτερη αξία. Η παραγωγικότητα είναι αρκετά στάσιμη. Ως αποτέλεσμα, το οικονομικό κέρδος —δηλαδή το κέρδος μετά το κόστος κεφαλαίου— στον ασφαλιστικό κλάδο βρίσκεται πρακτικά σε αδιέξοδο».
«Για να διαμορφωθεί μια στρατηγική που αντιμετωπίζει τις προκλήσεις αυτής της ρευστή περιόδου, οι φορείς ασφάλισης θα πρέπει επικεντρωθούν και στο local scale», κατέληξαν οι αναλυτές της McKinsey.