Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και Επίτιμου Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά (αναδημοσίευση από το real.gr)
Η ελληνική οικονομία εμφανίζει μια από τις υψηλότερες εξαρτήσεις από τον τουρισμό, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εμπορίου και Τουρισμού – που εκτιμά το συνολικό αντίκτυπο του τουρισμού στην οικονομία – στην Ελλάδα ο κλάδος συνεισφέρει άμεσα και έμμεσα πάνω από το 20% του ΑΕΠ. Στην Ισπανία, το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται σε 14%, στην Ιταλία το 13% και στη Γαλλία το 8,5%. Επίσης, ο τουρισμός αντιπροσωπεύει το 21,7 της απασχόλησης στη χώρα μας, ενώ στην Ισπανία και την Ιταλία το ποσοστό είναι κάτω από 15% και στη Γαλλία δεν ξεπερνά το 10%.
Το γεγονός αυτό σαφώς έχει θετική διάσταση. Ο τουρισμός στήριξε την ελληνική οικονομία τα δύσκολα χρόνια της οικονομικής κρίσης, ενώ φέτος φαίνεται να αποτελεί το βασικό «ανάχωμα» απέναντι στις επιπτώσεις της ενεργειακής και πληθωριστικής κρίσης. Υπάρχει, ωστόσο, και η άλλη πλευρά του νομίσματος, δηλαδή το ότι σε κάθε δυσμενή συγκυρία που μπορεί να επηρεάσει τον τουρισμό, ο κίνδυνος για την Ελλάδα είναι αυξημένος, σε σχέση με άλλες χώρες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πανδημία, η οποία επηρέασε εντονότερα τις οικονομίες με συγκριτικά υψηλή τουριστική συνεισφορά στο ΑΕΠ.
Σήμερα, παρά την αποκλιμάκωση της υγειονομικής κρίσης, παραμένουν μια σειρά από παράγοντες – γεωπολιτική αστάθεια, κλίμα αβεβαιότητας για την οικονομία, μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, αλλά και η υπέρογκη αύξηση του κόστους λειτουργίας των τουριστικών επιχειρήσεων, εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης – που μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά την αγορά και τις επιδόσεις του κλάδου.
Είναι προφανές ότι ο τουρισμός δεν μπορεί να αφεθεί στην τύχη του, αλλά ούτε και να αποτελεί για πάντα τον αποκλειστικό «στυλοβάτη» της ελληνικής οικονομίας.
Χρειάζεται ολοκληρωμένος σχεδιασμός για την τουριστική ανάπτυξη στα επόμενα χρόνια, με στόχο να αυξηθεί η ανθεκτικότητα και η προστιθέμενη αξία του ελληνικού τουριστικού προϊόντος. Απαιτούνται σοβαρές πολιτικές και νέες επενδύσεις για την αναβάθμιση ώριμων τουριστικών δραστηριοτήτων, αλλά και την προώθηση νέων ειδικών μορφών τουρισμού, για την αναβάθμιση της τουριστικής εκπαίδευσης και των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, για την ενίσχυση των δημοσίων υποδομών σε μεταφορές, δίκτυα, ενέργεια κ.λπ., αλλά και για την προστασία του περιβάλλοντος και των φυσικών μας πόρων.
Χρειάζεται, παράλληλα, ουσιαστική υποστήριξη των μικρομεσαίων τουριστικών επιχειρήσεων, ώστε αφενός να αντέξουν στις πιέσεις της ενεργειακής κρίσης, χωρίς να χρειαστεί να υποβαθμίσουν την ποιότητα και την ανταγωνιστικότητα των υπηρεσιών τους και αφετέρου να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις και τις ευκαιρίες της επόμενης μέρας: να επενδύσουν στην ψηφιοποίηση, στην υιοθέτηση νέων πράσινων λύσεων και σύγχρονων μοντέλων λειτουργίας.
Υπάρχει, τέλος, η ανάγκη για διαφοροποίηση του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας, ώστε να μειωθεί η εξάρτησή της από την πορεία και τις διακυμάνσεις του τουρισμού. Είναι ανάγκη, παράλληλα με τη στήριξη του τουρισμού, να επενδύσουμε σοβαρά στη στρατηγική ανάδειξη νέων δυναμικών, εξωστρεφών κλάδων, όπως είναι η μεταποίηση, η πράσινη ενέργεια, η εφοδιαστική αλυσίδα, ο αγροδιατροφικός τομέας, κ.ά.
Ο τουρισμός κράτησε όρθια την ελληνική οικονομία, σε δύσκολες περιόδους. Έχουμε κάθε λόγο να επιδιώξουμε την ορθολογική, ισόρροπη και αειφόρο ανάπτυξή του, με πρωταγωνιστές τις δυναμικές επιχειρήσεις και τους δημιουργικούς ανθρώπους του κλάδου.