Απογοητευμένοι, προβληματισμένοι και εμφανώς απαισιόδοξοι εμφανίζονται οι πολίτες της χώρας, σύμφωνα με τη μελέτη Eurofound, που καταγράφει την Ποιότητα Ζωής στην Ευρώπη το 2016, με την Ελλάδα να βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις, αποτυπώνοντας αρνητικές συνθήκες σχεδόν στο σύνολο των δεικτών, με χαρακτηριστικότερο το δείκτη για τις Παροχές Υγείας.
Συνολικά, όπως τονίζουν οι συντάκτες της μελέτης, ανησυχία προκαλεί το επίπεδο ευζωίας στην Ελλάδα, λόγω των χαμηλών επιδόσεων σε όλα τα πεδία. Επιπροσθέτως, πολλοί απο αυτους τους δείκτες συνέχισαν να επιδεινώνονται τα τελευταία χρόνια. Όπως δείχνει η απεικόνιση των τάσεων στην ευτυχία και την ικανοποίηση ζωής ανά χώρα το διάστημα 2011-2016, η Ελλάδα βρίσκεται στον πάτο των 33 ευρωπαϊκών κρατών (28 κράτη-μέλη Ε.Ε. και 5 υποψήφιες χώρες). Η ερευνα καταγράφει μια σημαντική μείωση τόσο στην ικανοποίηση ζωής όσο και στην ευτυχία σε Ελλάδα, Κύπρο, Ιταλία, Ισπανία και Κροατία, ενώ η Τσεχία κατέγραψε μόνο πτώση στο δείκτη ευτυχίας. Στον αντίποδα, αύξηση και στους δύο δείκτες κατέγραψαν οι Αυστρία, Εσθονία, Μάλτα και Βρετανία, με μόνο το δείκτη ικανοποίησης της ζωής να διαπιστώνεται σε Ουγγαρία και Ιρλανδία και μόνο το δείκτη ευτυχίας σε Λετονία, Πολωνια, Πορτογαλία και Σλοβακία
Αξιολογώντας την υπό εξέταση περίοδο από το 2007 καταγράφεται μια αναμενόμενη, λόγω κρίσης, πτώση της ευζωίας, με την πρώτη περίοδο μετά την ύφεση να καταγράφεται και μια λογική σταδιακή ανάκαμψη σε χώρες όπως η Εσθονία, η Μάλτα, η Σλοβακία και η Βρετανία. Παρόλα αυτά, υπήρξαν και χώρες οι οποίες μετά την πτώση, σταθεροποίησαν τους δείκτες αυτούς την περίοδο 2011-2016 (Βέλγιο, Φινλανδία, Γαλλία, Λιθουανία, Ολλανδία, Σλοβενία και Σουηδία). Ωστόσο, ανησυχία εκφράζεται για τις χώρες στις οποίες διαπιστώνεται περαιτέρω επιδείνωση των δεικτών την περίοδο μεταξύ 2011-2016, με χαρακτηριστικότερη την περίπωση της Ελλάδας, αλλά και ως ένα βαθμό σε Ιταλία και Ισπανία. Σταθερός διαχρονικά παρέμεινε ο δείκτης σε Δανία, Γερμανία και Λουξεμβούργο.
Πτώση κατέγραψε και ο δείκτης βιοτικού επιπέδου σε Ελλάδα, Βέλγιο και Κύπρο, με την περίπτωση της Ελλάδας να καταγράφει επιπρόσθετη μείωση, μετά την πτώση της περιόδου 2007-2ο11, ενώ τελευταία θέση κατέχει η χώρα μας και στην αξιολόγηση βασικών δημόσιων τομέων, μεταξύ αυτών και οι Υπηρεσίες Υγείας .
Η απουσία αποτελεσματικής Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας στη χώρα μας, φαίνεται και από το ποσοστό εκείνων που δήλωσαν πως απευθύνθηκαν σε κάποιον από τους εκπροσώπους της ΠΦΥ.
Στο σύνολο, το 67% των ερωτηθέντων το 2016 δήλωσαν πως απευθύνθηκαν σε Γενικό Ιατρό, οικογενειακό ιατρό ή κέντρο υγείας τους προηγούμενους 12 μηνες, με τα ποσοστά να κυμαίνονται από 75% και πάνω στην Αυστρία, τη Δανία, τη Γερμανία, τη Λιθουανία και τη Βρετανία, σε μόλις 41% στην Ελλάδα. Το αντίστοιχο συνολικό ποσοστό εκείνων που πήγαν στο νοσοκομείο ή ειδικούς ιατρούς ανήλθε σε 31%, ενώ 11% των Ευρωπαίων δήλωσε πως χρειάστηκε επείγουσα ιατρική φροντίδα.
Στους επιμέρους δείκτες της σχέσης των Ευρωπαίων με τις υπηρεσίες υγείας, υψηλό είναι το ποσοστό των Ελλήνων που απάντησαν πως αντιμετώπισαν αυξημένες δυσκολίες στο κλείσιμο ραντεβού με γιατρούς, φθάνοντας το 24%, ίδιο με εκείνο των Βρετανών, ενώ ακολουθούν οι Πορτογάλοι με 18% και οι Εσθονοί με 17%, με το ευρωπαϊκό μέσο όρο να βρίσκεται στο 10%.
Το κόστος αποτέλεσε εμπόδιο για το 16% των Ευρωπαίων το 2016, αλλά παρέμεινε ιδιαίτερα προβληματικό για το 10% και πάνω των χρηστών υπηρεσιών υγείας, σε Ελλάδα, Κύπρο, Ιρλανδία, Μάλτα και Ρουμανία.
Η ποιότητα των υπηρεσιών υγείας, όπως την αντιλαμβάνονταν οι πολίτες της Ε.Ε. των 28, αυξήθηκε την περίοδο 2011-2016, από μία μέση βαθμολογία 6.3 από 6.7. Δυστυχώς, η βαθμολογία των υπηρεσιών υγείας σε Ελλάδα και Κύπρο παρέμειναν σχετικά χαμηλά το 2016, με τη Λετονία να καταγράφει περαιτέρω πτώση.
Σε ό,τι αφορά την ικανοποίηση των πολιτών για τους Γενικούς Ιατρούς (ως εκπροσώπους της ΠΦΥ, βέβαια) και των νοσοκομειακών υπηρεσιών αυτή κινήθηκε χαμηλά τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους γείτονες Ιταλούς, χαμηλά ήταν και για τους Κύπριους και Πορτογάλους. Τα αποτελέσματα της έρευνας είναι ενδεικτικά και του αισθήματος κάλυψης τους από πιθανά ιατρικά έξοδα. Ειδικότερα, όταν ερωτήθηκαν κατά πόσο μπορούν να καλύψουν τα κόστη της πρωτοβάθμιας φροντίδας (μέσος όρος Ε.Ε. 58%), μόνο το 24% των Ελλήνων απάντησε θετικά, με το ίδιο ποσοστό να καταγράφεται για τους Κύπριους, ενώ χαμηλότερα είναι μόνο των Κροατών με 14%. Οι συντάκτες της μελέτης εκτιμούν πως αυτο το ποσοστό μπορεί να εκφράζει και τις “μαύρες” πληρωμές, εκτός από τα επίσημα κόστη και παρά την υποτιθέμενο “καθολικό σύστημα υγείας”.
Η έρευνα Eurofound καταγράφει και την παντελή απουσία παροχής εξ αποστέσεως υπηρεσιών υγείας στην Ελλάδα, αναφερόμενη στησυνταγογράφηση μέσω τηλεφώνου ή διαδικτυακά. Το συνολικό ευρωπαϊκό ποσοστό ανέρχεται στο 18%, ενώ 11% των ερωτηθέντων δήλωσε πως είχε ιατρική διαβούλευση μέσω του τηλεφώνου ή διαδικτυακά. Η πρακτική της συνταγογράφησης εξ αποστάσεως είναι συνηθισμένη στην Εσθονία (49%), τη Φινλανδία και τη Δανία (48%), τη Σουηδία (47%) και την Ολλανδία (46%), αλλά απουσιάζει σε Ελλάδα, Κύπρο, Λιθουανία και Μάλτα (1%-2%). “Σπάνιο φαινόμενο” αποτελούν για τη χώρα μας και οι μακροχρόνιες υπηρεσίες φροντίδας, καθώς στο σχετικό πίνακα τα ποσοστά όσων χρησιμοποίησαν τέτοιες υπηρεσίες οι ίδιοι ή με τη βοήθεια κάποιου δικού τους ήταν πολύ χαμηλά.
Οι βαθμολογίες της ποιότητας της μακροχρόνιας φροντίδα μεταξύ κρατών-μελών καταγράφουν σημαντικές διαφορές. Πάνω από 7 βαθμολόγησαν Αυστρία, Λουξεμβούργο και Μάλτα, ενώ στο 6.9 ήταν το Βέλγιο, η Γαλλία και η Γερμανία. Στον αντίποδα, κάτω από 5 βαθμολόγησαν οι πολίτες σε Βουλγαρία, Ελλάδα και Πορτογαλία, μαζί με την Κύπρι και τη Σλοβακία
Στη μελέτη συμμετείχαν σχεδόν 37 χιλιάδες άτομα των 33 αυτών χωρών, με συνεντεύξεις που έλαβαν χώρα στο τελευταίο 4ο του 2016. Σε γενικές γραμμές πάντως καταγράφεται μια βελτίωση της ποιότητας ζωής στην Ε.Ε. από το 2011 έως το 2016, με κάποιους από τους τομείς να έχουν επιστρέψει στα επίπεδα προ κρίσης του 2007, αν και χώρες, όπως η Ελλάδα, φαίνετια να δυσκολεύονται να ανακάμψουν.