Δεδομένης της παγκόσμιας απειλής της μικροβιακής αντοχής, την επιστημονική κοινότητα δεν θα μπορούσαν να μην προβληματίζουν ζητήματα που σχετίζονται με τις επιπτώσεις των περιορισμένων οικονομικών πόρων των συστημάτων υγείας, στη διαχείριση και αντιμετώπιση των ασθενών που νοσηλεύονται στις ΜΕΘ. Τα προβλήματα και οι στρεβλώσεις στον τομέα αυτό αναδείχθηκαν, μεταξύ άλλων, στη διεθνή συνάντηση ATHENA 2017 που παρακολούθησαν πάνω από 600 σύνεδροι από την Ελλάδα και το εξωτερικό.
Με μελανά χρώματα περιέγραψε την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας η Αναστασία Κοτανίδου, αναπλ. Καθηγήτρια Πνευμονολογίας-Εντατικής Θεραπείας, Α’ Κλινική Εντατικής Θεραπείας ΠΓΝΑ “Ο Ευαγγελισμός”.
“Η ιδανική αναλογία νοσηλευτών προς ασθενή είναι 6 προς 1αν. Στην Ελλάδα, στην καλύτερη περίπτωση, να αντιστοιχεί μία κλίνη σε 2,2 νοσηλευτές” ανέφερε χαρακτηριστικά, λαμβάνοντας υπόψη και τον παράγοντα μακροχρόνιες άδειες για ένα μέρος του προσωπικού (λοχείας, αναρρωτικές).
Αξίζει να σημειωθεί ότι το καλοκαίρι με τις θερινές άδειες του προσωπικού, η αναλογία αυτή γίνεται 1:1,8 με αποτέλεσμα οι μισές μονάδες να κλείνουν.
Για την κ. Κοτανίδου, πιο σημαντικό κι από την υποστελέχωση των μονάδων είναι όμως η απουσία έμπειρου προσωπικού.
“Στη ΜΕΘ απαιτείται εμπειρία 6 μηνών. Πέρυσι με τη γρίπη μας έφεραν νοσηλευτές από το ΚΕΕΛΠΝΟ, αλλά μόλις έμαθαν τη δουλειά μας τους πήραν” σημείωσε, υπογραμμίζοντας με αυτό τον τρόπο το αδιέξοδο των συμβάσεων στο ΕΣΥ.
Οι νοσηλευτές που εργάζονται σήμερα στις ΜΕΘ του δημόσιου τομέα υγείας, με διάφορες συμβάσεις, κυμαίνονται από 1.000 έως 1.200.
Τον τελευταίο χρόνο, σύμφωνα με την κυρία Κοτανίδου, έχει προκύψει σοβαρό ζήτημα και με τους εξειδικευόμενους γιατρούς, που εκ των πραγμάτων καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες στις μονάδες.
Στα προβλήματα αυτά έρχεται να προστεθεί η παντελής έλλειψη ανανέωσης του ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού.
“Τα μηχανήματα είναι όλα γερασμένα. Πάνε 15 χρόνια από τότε που αγοράστηκαν καινούργια” τονίζει η κ. Κοτανίδου.
Όπως είναι κατανοητό, όταν ένα μηχάνημα (π.χ. αναπνευστήρας) παρουσιάσει βλάβη στη ΜΕΘ, τότε αυτόματα χάνεται μία διαθέσιμη κλίνη από το ΕΣΥ.
Μέρος αυτού του εξοπλισμού αναμένεται να αποσυρθεί, καθώς θα τοποθετηθεί νέο, από πρόγραμμα που έχει ανακοινώσει η Περιφέρεια Αττικής. Είναι σαφές, βεβαίως, ότι μιλάμε για αντικατάσταση του πεπαλαιωμένου εξοπλισμού και όχι για προσθήκη επιπλέον μηχανημάτων.
Στο μεταξύ, έχει υπολογιστεί ότι κάθε ημέρα νοσηλείας στη ΜΕΘ στοιχίζει τουλάχιστον 1.000 ευρώ. Κατά συνέπεια, η μείωση του χρόνου αυτού είναι προς όφελος όχι μόνο του ασθενή αλλά και του συστήματος υγείας. Με το σκεπτικό αυτό, ο Απόστολος Αρμαγανίδης, Καθηγητής Πνευμονολογίας – Εντατικής Θεραπείας και Δ/ντής Β΄Πανεπιστημιακής Κλινικής Εντατικής Θεραπείας ΠΝ “Αττικόν”, Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, εκτιμά πως οι φαρμακο-οικονομικές αναλύσεις αποτελούν πλέον ένα απαραίτητο εργαλείο αν όχι για τον περιορισμό, τουλάχιστον για τον εξορθολογισμό των δαπανών για την υγεία.
“Η πρόταση να μην χρησιμοποιούμε τα νέα και καινοτόμα φάρμακα επειδή θα είναι ακριβότερα από τα παλιά, δεν είναι μόνο ανεδαφική και ηθικά κατακριτέα, αλλά και λανθασμένη από φαρμακο-οικονομική άποψη. Η τιμή του φαρμάκου αποτελεί ένα μικρό ποσοστό του συνολικού κόστους περίθαλψης του ασθενούς (συνήθως <20%) και είναι πολύ πιθανό ένα νέο ακριβότερο αντιβιοτικό εάν έχει καλύτερη αποτελεσματικότητα να μειώσει τη διάρκεια και το κόστος νοσηλείας” ανέφερε. “Αν πάλι έχει λιγότερες παρενέργειες, πέρα από το όφελος για τον ασθενή, θα μειωθεί και πάλι το συνολικό κόστος περίθαλψης του” διευκρίνισε.
Η σύγχρονη σωστή φαρμακο-οικονομική προσέγγιση απαιτεί την αξιολόγηση νέων θεραπειών μέσα από μια ανάλυση συνολικού κόστους/ ωφελιμότητας, ώστε να εκτιμηθεί κατά πόσο αξίζει να γίνει επένδυση σε μια ακριβότερη νέα θεραπεία για να έχουμε το επιπλέον όφελος μου μας προσφέρει σε ποσότητα αλλά και ποιότητα ζωής.
“Η επιλογή του φθηνότερου φαρμάκου περιορίζει την πρόσβαση σε νέες καινοτόμες και αποτελεσματικότερες θεραπείες, ενώ συχνά όχι μόνο δεν μειώνει αλλά μπορεί και να αυξήσει το συνολικό κόστος περίθαλψης του ασθενούς” κατέληξε ο καθηγητής.