Από τον Γρηγόρη Βασιλειάδη, M.Sc. Ph.D., Διδάκτορα Ψυχολογίας Α.Π.Θ., Ψυχολόγο – Ψυχοθεραπευτή, Μέλος του Σ.Ε.Ψ. (Σύλλογος Ελλήνων Ψυχολόγων) και της E.F.T.A. (European Family Therapy Association)
Ανέκαθεν οι γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς χαρακτηρίζονταν από έντονη συναισθηματική φόρτιση. Οι περισσότεροι τις ταυτίζουν με συναισθήματα χαράς, ελπίδας, αγάπης, ζεστασιάς, αισιοδοξίας, γιατί θα έρθουν κοντά με αγαπημένα πρόσωπα, θα προσφέρουν και θα πάρουν φροντίδα και αναγνώριση, θα διασκεδάσουν, θα απολαύσουν αγαπημένα φαγητά και γλυκά. Τα Χριστούγεννα ασφαλώς είναι μια σπουδαία οικογενειακή γιορτή, αφιερωμένη περισσότερο στα παιδιά. Οι μέρες των σχολικών διακοπών, η μαγεία του στολισμού και όλες αυτές οι προετοιμασίες, τα ήθη και τα έθιμα, σημαδεύουν ανεξίτηλα την παιδική ζωή με υπέροχες, νοσταλγικές αναμνήσεις. Παραδόσεις, λοιπόν, χριστουγεννιάτικες, αν και εκφράζονται με διαφορετικούς τρόπους και συνήθειες, έχουν μια παγκόσμια κυρίαρχη τελετουργική έκφραση: τη συνάντηση των περισσότερων μελών της ευρείας οικογένειας γύρω από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Υπάρχει, όμως, και μία μεγάλη αριθμητικά μερίδα ανθρώπων, που οι συγκεκριμένες γιορτές τους δυσκολεύουν πολύ και τους φορτίζουν με άγχος, νεύρα, θλίψη και μελαγχολία. Γιατί; Η απάντηση είναι πολυδιάστατη. Βρίσκεται στον συμβολισμό της γιορτής των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, και στους τρόπους με τους οποίους υποδεχόμαστε ψυχικά αυτές τις γιορτές. Στις προσδοκίες που έχουμε από τον εαυτό μας και τους άλλους. Στα πρακτικά, ψυχικά και υπαρξιακά κωλύματα που μας συνδέουν με τα Χριστούγεννα, αλλά κυρίως στις γνωστές και στις λιγότερο γνωστές και σε μας τους ίδιους, στάσεις που έχουμε απέναντι στα παραπάνω.
Οι προσδοκίες των άλλων από μας, η κυριαρχία των «πρέπει» και τα ανεπίγνωστα «θέλω»
Οι γιορτές συνοδεύονται από αρκετές τελετουργικές εκδηλώσεις και συνήθειες. Από εσωτερικευμένες «φωνές» και επιταγές. («Τι πρέπει να κάνω για να περάσω καλά; Τι πρέπει να κάνω για να περάσουν καλά οι άλλοι; Τι περιμένουν τα μέλη της οικογένειάς μου από μένα; Τι οφείλω να αγοράσω στα παιδιά, στους γονείς, στα αδέρφια; Τι πρέπει να φορέσω για ξεχωρίσω;/ να περάσω απαρατήρητη;/ πως πρεπει να φερθώ στο πάρτι; Πως θα τα καταφέρω να μείνουν όλοι ευχαριστημένοι; Θέλω να είμαι σωστή απέναντι σε όλους, κ.λ.π.)
Όταν τις γιορτές τις συνδέουμε με αμέτρητα «πρέπει» και καταναγκασμούς, όταν υπερφορτώνουμε το πρόγραμμα μας με πάρα πολλές υποχρεώσεις και δεν φροντίζουμε καθόλου τον εαυτό μας, όταν δεν ακούμε τα προσωπικά μας «θέλω» και τις πραγματικές μας ανάγκες, είναι αναμενόμενο να θέλουμε να περάσουν σαν νερό αυτές οι δύο εορταστικές εβδομάδες, για να «γλυτώσουμε από τα βασανιστήρια». Ακόμα κι αν κάποιος είναι αποφασισμένος ότι δεν τον αφορά το κυνήγι του υπερκαταναλωτισμού των γιορτών, και δεν επιθυμεί να ενδώσει σ αυτόν, είναι πολύ δύσκολο να μην επηρεαστεί από την μαζική προσδοκία των γιορτινών ημερών.
ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΓΙΟΡΤΕΣ ΑΥΤΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝ: ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ.
Και ακόμα και η άρνηση του εορτασμού ή και η θλίψη και η μελαγχολία που προκύπτει συχνά από αυτές, δεν παύουν να είναι μια αντίδραση στην ασφυκτική πίεση που μας ασκούν οι εσωτερικευμένες φωνές. Οι προσδοκίες που έχουμε «καταπιεί» από τότε που ήμασταν μικρά παιδιά, ορίζουν τι χρειάζεται να γίνει μέσα στις γιορτές για να πάνε τα πράγματα «όπως πρέπει», αλλά όχι κατ’ ανάγκη όπως χρειάζεται για είμαστε χαρούμενοι.
Οικογενειακές παρεξηγήσεις
Συχνά στις οικογενειακές συγκεντρώσεις μέσα στις γιορτές (ειδικά αυτές που γίνονται «κατ’ ανάγκην», και όταν οι άνθρωποι έχουν να βρεθούν καιρό) αναδύονται δυσάρεστα συναισθήματα για άλλα πρόσωπα της οικογένειας και πολλές φορές μέσα από κουβέντες προκύπτουν παρεξηγήσεις που καταλήγουν και σε τσακωμούς.
Οι άνθρωποι που έχοντας οι ίδιοι «χαθεί» μέσα στην καθημερινότητα του χρόνου που τελειώνει, κι έχοντας χαθεί -σχεσιακά μιλώντας- και με τους δικούς τους, περιμένουν τις γιορτές για να συσφίξουν τις σχέσεις τους. Ελπίζουν ότι θα αποκαταστήσουν μέσα σε λίγες μέρες ό,τι έχασαν, παρασυρμένοι στην λήθη της καθημερινότητας, όλες τις προηγούμενες μέρες του χρόνου. Ελπίζουν πως η μονότονη και άδεια τους ζωή θα γεμίσει, θα αλλάξει, θα μεταμορφωθεί, όπως μεταμορφώνονται οι δρόμοι και οι πλατείες που στολίζονται με φώτα και λαμπιόνια. Η ελπίδα όμως δημιουργεί άγχος. Ο φόβος για αποτυχία και για -ακόμα μεγαλύτερη- μοναξιά μεγαλώνει, μαζί με τις προσδοκίες που έχουμε «να είναι φέτος όλα διαφορετικά…». Γι’ αυτό μεγαλώνει και η ένταση στις διαπροσωπικές σχέσεις, και κυρίως στις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, αφού σε αυτές τις σχέσεις μας εναπόκεινται οι μεγαλύτερες προσδοκίες μας για ψυχική αποκατάσταση κι ευτυχία.
Απ’ την μια, συχνά, άτομα, μέλη μιας οικογένειας, περιμένοντας υποσυνείδητα ότι θα απογοητευτούν και δεν θα βρουν την θαλπωρή και την φροντίδα που επιθυμούν στο οικείο τους περιβάλλον και στις κοντινές φιλικές τους σχέσεις, δημιουργούν εντάσεις και τσακωμούς, ώστε να επαληθευτεί η προϋπάρχουσα αίσθηση απογοήτευσης και ματαίωσης. Από την άλλη, όσο κανείς, επιθυμώντας την διαπροσωπική συνεύρεση, κι έχοντας την ανάγκη της αγκαλιάς -συμβολικής και φυσικής- του άλλου, προσπαθεί να τον πλησιάσει, μέσα στο κλίμα της «ζεστασιάς» των γιορτινών ημερών, τόσο μπορεί να αισθάνεται αυτό το πλησίασμα σαν κάτι επικίνδυνο, αφού ενέχει την πιθανότητα της ματαίωσης και μπορεί να ανατρέψει την -ούτως ή άλλως- προβληματική του ψυχική ισορροπία. Το βασικό πρόβλημα σ’ αυτήν την περίπτωση είναι πως συνήθως δεν έχει επίγνωση των συναισθημάτων του ο άνθρωπος που φοβάται την εγγύτητα. Κι έτσι, βιώνει το κάλεσμα στην εγγύτητα -που ούτως ή άλλως εμπεριέχουν αυτές οι γιορτές- ως ασφυκτικό και απαιτητικό, ιδιαίτερα αν προϋπάρχει σύγχυση στην δομή της προσωπικότητας του και της οικογένειάς του.
Στο τέλος της ημέρας, ακόμα κι αν ο άνθρωπος βρει την ιδανική κατάσταση που ψάχνει στο εορταστικό περιβάλλον της οικογένειάς του, της συντροφικής ή της φιλικής του σχέσης υπάρχει πάντοτε ο υποσυνείδητος φόβος ότι θα την χάσει, και θα βρεθεί πάλι απογοητευμένος και μόνος. Έτσι, συχνά πολλά άτομα έχουν την τάση να δημιουργούν διαπροσωπικές εντάσεις αυτήν την περίοδο. Εντάσεις που λειτουργούν στην συνείδηση τους ως «ζώνη ασφαλείας», η οποία θέτει μια εσωτερική απόσταση ανάμεσα στον εαυτό τους και τον άλλον άνθρωπο. Ώστε να μην απογοητευτούν σε περίπτωση που το πλησίασμα δεν πετύχει.