της Λαλέλας Χρυσανθοπούλου
Έτος υψηλών προκλήσεων για την αντασφαλιστική βιομηχανία προμηνύεται και το 2017, παρότι υψηλόβαθμοι παράγοντες του κλάδου ευελπιστούν ότι την επόμενη χρονιά θα «σπάσει» ο τετραετής πτωτικός κύκλος των τιμών των αντασφαλίστρων, όπως προέκυψε από τις συναντήσεις του Μόντε Κάρλο και του Μπάντεν-Μπάντεν, οι οποίες είναι κρίσιμες για τη διαμόρφωση των τάσεων κατά τη νέα περίοδο ανανέωσης των αντασφαλιστικών συμβάσεων (renewals), που θα ξεκινήσει στις αρχές του Ιανουαρίου.
Ήδη από το β’ εξάμηνο του 2016, καταγράφηκε επιβράδυνση του ρυθμού πτώσης των αντασφαλίστρων, και στελέχη της Swiss Re και της Hannover Re (δύο εκ των κορυφαίων αντασφαλιστικών εταιρειών διεθνώς) προσβλέπουν σε σταθεροποίηση των τιμών των 2017. «Πιστεύουμε ότι είμαστε κοντά στον “πάτο” του τρέχοντος κύκλου, αν δεν τον έχουμε ήδη προσεγγίσει» δήλωσε πρόσφατα ο Matthias Weber, υπεύθυνος του κλάδου underwriting της Swiss Re. H δε Hannover Re σημείωσε ότι κατά την περίοδο ανανεώσεων του Ιανουαρίου αναμένει μεγαλύτερη σταθερότητα τόσο στις τιμές όσο και στους όρους και τις προϋποθέσεις των συμβολαίων.
Ακόμη κι αν οι προβλέψεις αυτές επιβεβαιωθούν –πράγμα διόλου βέβαιο– αυτό δεν σημαίνει ότι οι πιέσεις στην κερδοφορία του κλάδου θα εκτονωθούν ως εκ θαύματος, γιατί οι παράγοντες που τις τροφοδοτούσαν τα προηγούμενα έτη υφίστανται ακόμη, αρχής γενομένης από την ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης για αντασφαλιστικά κεφάλαια: ενώ η ζήτηση παραμένει συγκρατημένη τα τελευταία χρόνια, λόγω των χαμηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης σε πολλές περιοχές του κόσμου, της τάσης «συγκέντρωσης» των αντασφαλιστικών υπηρεσιών (με τη σύμπτυξη π.χ. σε ένα πρόγραμμα βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων καλύψεων) και της απουσίας πολύ μεγάλων φυσικών καταστροφών,η προσφορά κεφαλαίων αυξάνεται, συμπιέζοντας το αντασφαλιστικό κόστος.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Aon Benfield (Σεπτέμβριος 2016), τα κεφάλαια στην παγκόσμια αντασφαλιστική αγορά αυξήθηκαν το α’ εξάμηνο του έτους κατά 4% σε ετήσια βάση, φθάνοντας τα 585 δισ. δολ., ποσό που αποτελεί νέο ιστορικό υψηλό, με τη σωρευτική αύξηση από το 2008 να υπερβαίνει το 70%. Ο ολοένα αυξανόμενος ρόλος δε που διαδραματίζουν τα εναλλακτικά κεφάλαια (κυρίως τα λεγόμενα Insurance-Linked Securities ή ILS), τα οποία αυξήθηκαν κατά 5%, φτάνοντας τα 75 δισ. δολ., δεν εντείνει μόνο την υπερεπάρκεια κεφαλαίων, αλλά δημιουργεί και πρόσθετο ανταγωνισμό.
Στην προαναφερθείσα ανισορροπία θα πρέπει να προστεθεί η συνεχιζόμενη καθίζηση των αποδόσεων των επενδύσεων τα τελευταία χρόνια (εκτιμάται στο 40% περίπου), ελέω των χαμηλών επιτοκίων.
Ορισμένοι εκτιμούν ότι το τοπίο στο «μέτωπο» αυτό (των επιτοκίων και των αποδόσεων των ομολόγων) ίσως μεταβληθεί το 2017, εξαιτίας της αυξητικής τάσης των τιμών του πετρελαίου και κυρίως του φαινομένου του “Trumpflation”, δηλαδή των προσδοκιών για υψηλότερο πληθωρισμό, που τροφοδοτεί η οικονομική ατζέντα του νέου προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ. Από την άλλη, οι όποιες επιπτώσεις του “Trumpflation” ίσως αντισταθμιστούν από την αυξημένη πολιτική αβεβαιότητα στην Ευρώπη, ελέω Brexit και των κρίσιμων εκλογικών αναμετρήσεων στην Ολλανδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και πιθανότατα την Ιταλία…
Αν στην ήδη πολύπλοκη αυτή εξίσωση προστεθούν η σύσφιξη του κλοιού της εποπτείας, μετά από έναν χρόνο εφαρμογής της Solvency II, και τα νέα δεδομένα που δημιουργεί η ψηφιακή επανάσταση –με τις insurtech, δηλαδή τις νεοφυείς ασφαλιστικές εταιρείες υψηλής τεχνολογίας, να διεκδικούν ολοένα και μεγαλύτερη παρουσία στην ασφαλιστική και αντασφαλιστική αγορά, διαταράσσοντας τα εδραιωμένα επιχειρηματικά μοντέλα των παραδοσιακών «παικτών»– προκύπτει ένα τοπίο που μοιάζει με κινούμενη άμμο. Στο τοπίο αυτό, οι όμιλοι επιχειρούν να χαράξουν πορεία με βασικό τους «όπλο» την υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια, που οφείλεται εν πολλοίς στην απουσία σημαντικών αποζημιώσεων, λόγω μεγάλων φυσικών καταστροφών.
Παρότι φέτος ο «λογαριασμός» αυξήθηκε σε σχέση με το 2015 (οι ασφαλισμένες ζημίες από φυσικές καταστροφές κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου ανήλθαν στα 39 δισ. δολ. ξεπερνώντας το σύνολο του 2015, που ήταν 36 δισ. δολ.), εντούτοις παραμένουν κάτω από τον μέσο όρο της τελευταίας δεκαετίας (46 δισ. δολ.).
Βάσει των παραπάνω, οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης παραμένουν συγκρατημένοι για τις προοπτικές του κλάδου το 2017. Η S&P θεωρεί ότι οι αποδόσεις θα εξακολουθήσουν να μειώνονται, προβλέποντας ότι οι συνδυασμένοι δείκτες (combined ratios) θα περάσουν την «κόκκινη γραμμή» του 100% και θα διαμορφωθούν –κατά μέσο όρο– στο 104% (από 102% φέτος). Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η Fitch, που προβλέπει ότι «οι περισσότερες αντασφαλιστικές εταιρείες θα ανακοινώσουν χαμηλότερα κέρδη το 2017 σε σχέση με το τρέχον οικονομικό έτος, εκτιμώντας τους συνδυασμένους δείκτες του κλάδου στο 99,2% και την απόδοση ιδίων κεφαλαίων στο 8%. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι τα προηγούμενα χρόνια πολλές αντασφαλιστικές «ωραιοποιούσαν» την εικόνα της κερδοφορίας τους, αποδεσμεύοντας αποθεματοποιημένα κέρδη προηγούμενων ετών. Ωστόσο, τα περιθώρια χρήσης του εργαλείου αυτού στενεύουν, καθώς «στερεύει» η δεξαμενή των αποθεμάτων.Στο περιβάλλον αυτό, αναμένονται αυξημένες πιέσεις στις μικρότερες, λιγότερο διαφοροποιημένες, αντασφαλιστικές εταιρείες.
Στον αντίποδα, σε καλύτερη θέση βρίσκονται οι πολυεθνικοί, πολυσχιδείς όμιλοι, που συνδυάζουν υψηλή τεχνογνωσία και κεφαλαιακή ευρωστία με ισχυρή διαπραγματευτική θέση και μπορούν να προσφέρουν στους πελάτες τους εξατομικευμένα προϊόντα, με υψηλότερα περιθώρια.
Η μεγαλύτερη αντασφαλιστική στον κόσμο, Munich Re, υπολογίζει ότι οι εξατομικευμένες λύσεις αναλογούν στο 40% του κλάδου περιουσίας και ατυχημάτων, ενώ προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η Swiss Re, καθώς «έτσι μπορούμε να χρεώνουμε υψηλότερες τιμές και δεν χρειάζεται να ανταγωνιζόμαστε με 100 διαφορετικές εταιρείες», όπως σημείωσε ο διευθύνων σύμβουλός της, Christian Mumenthaler.
Όσον αφορά τις προοπτικές εξαγορών και συγχωνεύσεων στον παγκόσμιο αντασφαλιστικό κλάδο, φέτος παρατηρήθηκε στασιμότητα (μετά την έντονη κινητικότητα της περιόδου 2014-2015), για το 2017 όμως δεν αποκλείονται στοχευμένες εξαγορές μικρών, ευάλωτων αντασφαλιστικών. Πολλώ δε μάλλον επειδή η τάση της αγοράς «οδηγεί» προς διεθνούς εμβέλειας παίκτες, ικανούς να προσφέρουν υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας, να επενδύσουν στην καινοτομία και να προσφέρουν εξατομικευμένες λύσεις στους πελάτες τους, στο νέο, πολυπλοκότερο ρυθμιστικό και εποπτικό περιβάλλον.
Σε κάθε περίπτωση, εκτιμάται ότι οι αντασφαλιστικές εταιρείες θα αναζητήσουν τις βέλτιστες πρακτικές διαχείρισης ρίσκου και κεφαλαίων και τη «χρυσή τομή» μεταξύ της ανάγκης να διατηρήσουν τα μερίδια αγοράς τους και της ανάγκης να διασφαλίσουν την κερδοφορία τους, ενώ κρίσιμης σημασίας θα είναι και η επιλογή των κινδύνων που αναλαμβάνουν να καλύψουν. Εν είδει επιλόγου: Η αντασφάλιση παραμένει δοκιμασμένος μηχανισμός για τη διανομή του κινδύνου, τη διαχείριση των κεφαλαίων και του ελέγχου της μεταβλητότητας των κερδών στο τρέχον περιβάλλον.