(Μέρος Α’ – «Παραγωγός Ασφ. Προϊόντων»)
Άρθρο της κας. Μυρτώς Χαμπάκη, Senior Manager Risk Management CROWE SOL Consulting
Ο Φεβρουάριος του 2018, αποτελεί ημερομηνία ορόσημο για την υιοθέτηση των απαιτήσεων της Οδηγίας IDD (ΕU 2017/97), αφού προηγηθεί η προσαρμογή της στο Ελληνικό Δίκαιο. Η Οδηγία IDD , όπως είναι γνωστό, αφορά σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι εγκατεστημένο σε κράτος μέλος ή επιθυμεί να εγκατασταθεί σε κράτος μέλος της Ε.Ε προκειμένου να αναλάβει και να ασκήσει τη διανομή ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων.
Το ενισχυμένο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας περιλαμβάνει την ρύθμιση και των απευθείας πωλήσεων (direct sales), των ιστοσελίδων σύγκρισης τιμών (PCW’s) καθώς και των υπηρεσιών διαχείρισης ασφαλιστικών προϊόντων ( π.χ. υπηρεσίες διαχείρισης αποζημιώσεων). Συνεπώς, όσοι ασκούν διανομή ασφαλιστικών προϊόντων όπως αυτή ορίζεται από το πεδίο εφαρμογής της IDD, θα πρέπει να προβλέψουν άμεσα και να προετοιμαστούν έγκαιρα για να υιοθετήσουν τις νέες απαιτήσεις του αναδυόμενου νομικού πλαισίου.
Μετά την οριστικοποίηση του τελικού κειμένου της οδηγίας, η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΙΟΡΑ) εξέδωσε την 1η Φεβρουαρίου 2017, τις τελικές Τεχνικές Συμβουλές (Τechnical Advice) , οι οποίες ενίσχυσαν την κατανόηση και κατευθύνουν την υιοθέτηση στην πράξη σημαντικών απαιτήσεων που περιλαμβάνονται στην Οδηγία για την Διανομή Ασφαλιστικών Προϊόντων.
Οι Τεχνικές Συμβουλές από τους Ευρωπαίους επόπτες , επικεντρώθηκαν στα ακόλουθα άρθρα της Οδηγίας:
α) Άρθρο 25 για την Εποπτεία και διακυβέρνηση προϊόντων
β) Άρθρα 27 & 28 για την Πρόληψη Συγκρούσεως Συμφερόντων και τις Συγκρούσεις Συμφερόντων
γ) Άρθρο 29 (2) για την Ενημέρωση Πελατών
δ) Άρθρο 30 για την Αξιολόγηση της καταλληλότητας και της σκοπιμότητας και των γνωστοποιήσεων προς τους πελάτες.
Ειδικά για την Εποπτεία και την Διακυβέρνηση Προϊόντων , η EIOPA εξέδωσε σχετικές Προπαρασκευαστικές Κατευθυντήριες Γραμμές στις οποίες πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα αφού και στην περίπτωση της εφαρμογής της Οδηγίας Solvency II , οι Κατευθυντήριες Γραμμές της EIOPA απετέλεσαν την βάση για την έγκυρη προσαρμογή των ασφαλιστικών εταιριών στην διετία που προηγήθηκε της έλευσης του νέου πλαισίου.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, δυνάμει του άρθρου 46 παρ. 4, του ν. 4364/2016, υιοθέτησε τις Προπαρασκευαστικές Κατευθυντήριες Γραμμές (EIOPA-BoS-16-071) , οι οποίες αποτελούν ένα χρήσιμο εργαλείο για εποπτικούς σκοπούς αλλά και για σκοπούς πρακτικής εφαρμογής των απαιτήσεων.
Οι Κατευθυντήριες Γραμμές, εξειδικεύουν τα κριτήρια τα οποία καθορίζουν το ποιος θεωρείται «παραγωγός» ασφαλιστικών προϊόντων και ποιος «διανομέας». Στο πρώτο μέρος του παρόντος άρθρου θα αναλυθούν οι Κατευθυντήριες Γραμμές που αφορούν στους παραγωγούς ασφαλιστικών προϊόντων ενώ οι κατευθυντήριες γραμμές που αφορούν στους διανομείς ασφαλιστικών προϊόντων θα αναλυθούν στο δεύτερο μέρος του άρθρου.
Το κείμενο των Κατευθυντήριων Γραμμών αναφέρει τους ακόλουθους ορισμούς:
Ως «παραγωγός», νοείται κάθε ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί οποιονδήποτε από τους κλάδους των άρθρων 4 και 5 του ν. 4364/2016 και στην οποία αφορούν οι προπαρασκευαστικές δραστηριότητες. Ως «διανομέας», νοείται κάθε φυσικό και νομικό πρόσωπο που πωλεί ασφαλιστικά προϊόντα.
Ως «στρατηγική διανομής» νοείται η στρατηγική του παραγωγού ή του διανομέα, η οποία καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο τα ασφαλιστικά προϊόντα διανέμονται στους πελάτες σε συμμόρφωση με την κείμενη ασφαλιστική νομοθεσία.
Ο παραγωγός ασφαλιστικών προϊόντων οφείλει να υιοθετεί και να εφαρμόζει «Πολιτική Διακυβέρνησης Προϊόντων» (ΠΔΠ) η οποία ορίζει τον σχεδιασμό, την παρακολούθηση, την διανομή και την επανεξέταση των ασφαλιστικών προϊόντων. Η ΠΔΠ κοινοποιείται στους διανομείς και σε αυτή περιλαμβάνονται οι επιδιώξεις και τα συμφέροντα που σχετίζονται με τα προϊόντα, τα χαρακτηριστικά των πελατών που λήφθηκαν υπόψη κατά τον σχεδιασμό τους , ο τρόπος διαχείρισης ενδεχόμενης σύγκρουσης συμφερόντων καθώς και τα διορθωτικά μέτρα που ενδέχεται να λάβει ο παραγωγός προκειμένου να αποτρέψει επιζήμιες συνέπειες για τους πελάτες από αυτά.
Όσον αφορά στη Σύγκρουση Συμφερόντων, οι Κατευθυντήριες Γραμμές προβλέπουν ώστε οι παραγωγοί και διανομείς ασφαλιστικών προϊόντων θα αξιολογούν τα οικονομικά τους κίνητρα εξ αρχής προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη πιθανής σύγκρουσης συμφερόντων. Σε περίπτωση που κρίνεται απαραίτητο, η ενδεχόμενη σύγκρουση συμφερόντων θα πρέπει να κοινοποιείται με διαφανείς διαδικασίες.
Ειδικότερα, το κείμενο των Κατευθυντήριων Γραμμών αναφέρει τα ακόλουθα για τον προσδιορισμό της «σύγκρουσης συμφερόντων»:
Ως «σύγκρουση συμφερόντων», νοείται ενδεικτικά μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες καταστάσεις:
α) ο παραγωγός ή/και ο διανομέας ενδέχεται να αποκομίσει οικονομικό όφελος ή να αποφύγει οικονομική ζημία, σε βάρος του πελάτη,
β) ο παραγωγός ή/και ο διανομέας έχει, ως προς τη σύναψη ή την έκβαση της ασφάλισης, συμφέρον αντικρουόμενο προς το συμφέρον του πελάτη,
γ) ο παραγωγός ή/και ο διανομέας έχει οικονομικό ή άλλο κίνητρο να ευνοήσει τα συμφέροντα ενός πελάτη σε βάρος των συμφερόντων άλλου πελάτη, και
δ) ο παραγωγός ή/και ο διανομέας λαμβάνει ή θα λάβει από πρόσωπο διαφορετικό από τον πελάτη αντιπαροχή σχετιζόμενη με ασφάλιση που παρέχεται στον πελάτη, υπό μορφή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών, πέραν της συνήθους προμήθειας ή αμοιβής.
Η ΠΔΠ περιλαμβάνει επίσης όλα τα στάδια για τον προσδιορισμό της αγοράς – στόχου κάθε προϊόντος. Ειδικότερα, το κείμενο των Κατευθυντήριων Γραμμών αναφέρει τα ακόλουθα:
Ως «αγορά-στόχος», νοείται η ομάδα πελατών για την οποία ο παραγωγός σχεδιάζει το προϊόν.
«Ο παραγωγός σχεδιάζει και διαθέτει στην αγορά μόνον προϊόντα τα οποία έχουν χαρακτηριστικά που είναι σύμφωνα με τα συμφέροντα, τις επιδιώξεις και τα χαρακτηριστικά της αγοράς-στόχου, ενώ χρησιμοποιεί το δίκτυο διανομής που προσδιορίζεται στο πλαίσιο της ΠΔΠ ως κατάλληλο για τη διανομή του εκάστοτε προϊόντος βάσει των χαρακτηριστικών της αγοράς- στόχου, των συμφερόντων και των επιδιώξεών της.»
Ο παραγωγός των ασφαλιστικών προϊόντων δεν διαθέτει προϊόντα στην αγορά εάν πρώτα δεν τα υποβάλει σε δοκιμή μέσω ανάλυσης σεναρίων. Η δοκιμή του προϊόντος γίνεται τόσο για ποιοτικά όσο και για ποσοτικά χαρακτηριστικά ενώ ο παραγωγός οφείλει να παρακολουθεί σε συστηματική βάση ότι το κάθε προϊόν είναι ευθυγραμμισμένο με τα συμφέροντα, τις επιδιώξεις και τα χαρακτηριστικά της αγοράς – στόχου.
Αξιολογώντας ένα μικρό μέρος του νέου πλαισίου , είναι εμφανές ότι οι αλλαγές που επιφέρει στις υφιστάμενες μεθόδους διανομής ασφαλιστικών προϊόντων δεν είναι ασήμαντες και προϋποθέτουν κατάλληλη προετοιμασία αλλά και αλλαγή φιλοσοφίας στις εργασίες διανομής και από την πλευρά των παραγωγών αλλά και από την πλευρά των διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων. Οι κατευθυντήριες γραμμές που αφορούν στον διανομέα ασφαλιστικών προϊόντων θα αναπτυχθούν στο δεύτερο μέρος του παρόντος άρθρου.
Για τις επιπτώσεις της IDD στην ασφαλιστική διαμεσολάβηση αλλά και στις πρακτικές αλλαγές που επιφέρει στην καθημερινότητα των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών θα μιλήσει η κα. Μυρτώ Χαμπάκη, Senior Manager Risk Management CROWE SOL CONSULTING, κατά την διάρκεια της ημερίδας του insuranceforum.gr στην Ρόδο στις 27 Σεπτεμβρίου, στην αίθουσα Γ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ στο Επιμελητήριο Δωδεκανήσου και ώρες 17.00- 21.00.
Αναδημοσίευση από το www.insuranceforum.gr