Διαχειρίσιμοι, χωρίς πολλές μεταβολές σε σχέση με ένα χρόνο νωρίτερα, είναι οι κίνδυνοι που έχουν να αντιμετωπίσουν οι ασφαλιστικές εταιρείες της ελληνικής αγοράς.
Οι κυριότεροι κίνδυνοι εντοπίζονται κατά βάση στις ασφαλιστικές τους εργασίες είτε, ανώ άλλοι αφορούν τα επενδυτικά τους χαρτοφυλάκια.
του Βάιου Κρόκου
Παράλληλα, σύμφωνα με την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ιούνιος 2021) που δημοσίευσε η Τράπεζα της Ελλάδος, παρά τις επιπτώσεις της πανδημίας στο σύνολο της οικονομίας, η ελληνική ασφαλιστική αγορά εμφανίζει επάρκεια κεφαλαίων καλής ποιότητας.
Ειδικότερα, η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας (Solvency Capital Requirement – SCR) για το σύνολο της ασφαλιστικής αγοράς στις 31.12.2020 διαμορφώθηκε σε 1,931 δισεκ. ευρώ (από 1,899 δισεκ. ευρώ το προηγούμενο έτος), με τα συνολικά επιλέξιμα ίδια κεφάλαια να ανέρχονται σε 3,591 δισεκ. ευρώ (από 3,403 δισεκ. ευρώ το προηγούμενο έτος).
Επιπροσθέτως, η συνολική Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση (MCR) διαμορφώθηκε σε 698,82 εκατ. ευρώ (από 691,46 εκατ. ευρώ το προηγούμενο έτος), με τα αντίστοιχα συνολικά επιλέξιμα ίδια κεφάλαια να ανέρχονται σε 3,430 δισεκ. ευρώ (από 3,257 δισεκ. ευρώ το προηγούμενο έτος) και να αφορούν εξ ολοκλήρου κεφάλαια Κατηγορίας 1.
Κατά τα άλλα, με ότι συνεπάγεται αυτό για τις εργασίες στον ασφαλιστικό κλάδο, υπενθυμίζεται πως εν εξελίξει βρίσκονται οι διαβουλεύσεις για τη διαδικασία αναθεώρησης της οδηγίας «Φερεγγυότητα ΙΙ».
Σε αυτό αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, και η κα Χριστίνα Παπακωνσταντίνου, Υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος στην ομιλία στο προχθεσινό Insurance Conference 2021
“Είναι γνωστό ότι έχει ξεκινήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση η διαδικασία αναθεώρησης της οδηγίας «Φερεγγυότητα ΙΙ», με σκοπό την προσαρμογή της στο υφιστάμενο οικονομικό περιβάλλον.
Οι αλλαγές δεν διαφαίνονται επαναστατικές, εν τούτοις η σημασία τους για την προστασία των καταναλωτών και τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Μεταξύ των σημαντικότερων αναθεωρήσεων εντάσσονται οι προτάσεις για την εισαγωγή πλαισίου μακροπροληπτικής εποπτείας, και εναρμονισμένου πλαισίου ανάκαμψης και εξυγίανσης ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Επίσης, προτείνεται η εναρμόνιση, σε έναν πρώτο βαθμό, των εθνικών θεσμικών πλαισίων λειτουργίας των Εγγυητικών Συστημάτων, με στόχο την ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών σε περίπτωση πτώχευσης ασφαλιστικών επιχειρήσεων με διασυνοριακές επιπτώσεις”, σημείωσε.
Ήδη, κοινό κείμενο θέσεων με το οποίο καλούν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να κάνει τις απαραίτητες βελτιώσεις στη Solvency II ώστε να αρθούν τα μη απαραίτητα εμπόδια που υπονομεύουν την ικανότητα των ασφαλιστικών να επενδύουν μακροπρόθεσμα στις μετοχές εξέδωσαν η Insurance Europe, ο Σύνδεσμος των (αντ)ασφαλιστικών εταιρειών της ΕΕ και η Invest Europe.
διαβάστε: Insurance Europe προς Κομισιόν: Βελτιώστε την Solvency II – Διευκολύνετε τις επενδύσεις
ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Οι κίνδυνοι που ανέλαβαν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις το 2020, όπως προκύπτουν από την ανάλυση της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, 33 δεν παρουσιάζουν σημαντικές μεταβολές σε σύγκριση με το 2019. Οι κίνδυνοι αυτοί είτε συνδέονται αμιγώς με τις ασφαλιστικές εργασίες των ασφαλιστικών επιχειρήσεων είτε είναι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθενται μέσω του επενδυτικού τους χαρτοφυλακίου.
Για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν εργασίες ασφαλίσεων ζωής, οι κίνδυνοι, εκ της φύσεως των προϊόντων που διαθέτουν, είναι περισσότερο μακροχρόνιοι και επιφέρουν συνήθως μεγαλύτερο επιτοκιακό κίνδυνο και εν γένει κίνδυνο αγοράς. Στις ασφαλίσεις κατά ζημιών, οι ασφαλιστικοί κίνδυνοι είναι κυρίως βραχυχρόνιοι, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις απαιτείται χρόνος μέχρι τον πλήρη διακανονισμό των απαιτήσεων ασφάλισης, και σε μεγάλη κλίμακα αφορούν καταστροφικούς κινδύνους, όπως σεισμού ή πυρκαγιάς.
Επιπλέον, τόσο για τις εργασίες ασφαλίσεων ζωής όσο και τις ασφαλίσεις κατά ζημιών, σημαντικοί θεωρούνται ο κίνδυνος αθέτησης αντισυμβαλλομένου, καθώς και ο λειτουργικός κίνδυνος, ο οποίος συνδέεται συνολικά με την, επιτυχή ή μη, επιχειρησιακή λειτουργία της ασφαλιστικής επιχείρησης.
Πιο συγκεκριμένα ο κίνδυνος αγοράς, ο οποίος αφορά κυρίως τους κινδύνους μετοχών και πιστωτικών περιθωρίων, παρουσίασε μικρή αύξηση συγκριτικά με το 2019, ενώ ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο οποίος αφορά κυρίως τον κίνδυνο των ασφαλίσεων κατά ζημιών, παρουσίασε μικρή μείωση. Σημειώνεται ότι η ανάλυση των κινδύνων που παρουσιάζεται στα παρακάτω διαγράμματα αφορά την καθαρή Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, ήτοι μετά την επίπτωση της αντασφάλισης, 34 η οποία είναι σημαντική κυρίως για τους καταστροφικούς κινδύνους (κλάδοιπυρός-σεισμού).
ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Συγκεντρωτικά, η ανάλυση των κινδύνων για το σύνολο της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς, κατά την 31.12.2020, φαίνεται στο Διάγραμμα IV.1. Η αντίστοιχη ανάλυση των κινδύνων για το σύνολο της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς ένα έτος πριν (31.12.2019) φαίνεται στο Διάγραμμα IV.2.
Από τη σύγκριση των δύο ανωτέρω διαγραμμάτων παρατηρείται αύξηση μίας ποσοστιαίας μονάδας για τους κινδύνους αγοράς, ασφαλίσεων ζωής και ασθένειας, ενώ ο κίνδυνος ασφαλίσεων κατά ζημιών παρουσίασε πτώση κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες. Στο Διάγραμμα IV.3 αποτυπώνεται η εξέλιξη των κινδύνων της ασφαλιστικής αγοράς την τελευταία τριετία.
Την τριετία 2018-2020 παρατηρείται σταδιακή αύξηση του κινδύνου αγοράς και του κινδύνου ασφαλίσεων ζωής, ενώ μικρή μείωση υπάρχει στους κινδύνους ασφαλίσεων κατά ζημιών και αθέτησης αντισυμβαλλομένου. Ο λειτουργικός κίνδυνος και ο κίνδυνος ασθένειας παρουσιάζουν μικρότερες αποκλίσεις την εν λόγω τριετία.
Ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά ζημιών
Στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά ζημιών, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ο ασφαλιστικός, ο οποίος συνεισφέρει κατά 61,06% (από 64,19% το 2019 και 67,31% το 2018) στη διαμόρφωση του προφίλ κινδύνου τους, ενώ ο αμέσως επόμενος – αλλά σημαντικά μικρότερος – κίνδυνος είναι ο κίνδυνος αγοράς, ο οποίος συνεισφέρει στη διαμόρφωση του προφίλ κινδύνου τους κατά 46,24% (από 43,59% το 2019 και 37,83% το 2018).
Ο επόμενος κατά σειρά σημαντικότητας κίνδυνος είναι ο κίνδυνος αθέτησης αντισυμβαλλομένου, με συνεισφορά 12,05%, παρουσιάζοντας αύξηση σε σχέση με το προηγούμενο έτος κατά 1,91%, ενώ ο λειτουργικός κίνδυνος παραμένει αρκετά μικρός, περίπου στο 6,16% (από 6,39% το προηγούμενο έτος). Τέλος, τα οφέλη από τη διαφοροποίηση των κινδύνων συνεισφέρουν στη διαμόρφωση του προφίλ κινδύνου τους αφαιρετικά, καθώς μειώνουν τον κίνδυνο κατά 27,23% (Διάγραμμα IV.4).
Τα ανωτέρω συμπεράσματα αφορούν το σύνολο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων κατά ζημιών, ενώ η εικόνα των κινδύνων διαφοροποιείται σημαντικά μεταξύ των επί μέρους ασφαλιστικών επιχειρήσεων κατά ζημιών (Διάγραμμα IV.5).
Από το Διάγραμμα IV.5 φαίνεται η μεγάλη ανομοιογένεια στο προφίλ κινδύνου μεταξύ των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα στον κίνδυνο αγοράς και στον κίνδυνο αθέτησης αντισυμβαλλομένου, όπου τα ποσοστά συνεισφοράς των συγκεκριμένων κινδύνων στο προφίλ κινδύνου τους κυμαίνονται από 11,98% μέχρι και 71,01% και από 2,78% μέχρι και 43,40%, αντίστοιχα.
Ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής
Στις δύο (2) ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν αποκλειστικά ασφαλίσεις ζωής, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ο ασφαλιστικός, με ποσοστό περίπου 62,81%, παρουσιάζοντας μείωση περίπου τεσσάρων ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με το προηγούμενο έτος (66,62%), ενώ ο αμέσως μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος αγοράς με 50,49% (από 43,84% κατά το προηγούμενο έτος) (Διάγραμμα IV.6).
Ο κίνδυνος αθέτησης αντισυμβαλλομένου αυξήθηκε σε 3,94% από 2,21% το προηγούμενο έτος, ενώ ο λειτουργικός κίνδυνος μειώθηκε σε 6,06% από 7,66% το προηγούμενο έτος. Τέλος, ο κίνδυνος ασθενείας κινήθηκε σε αντίστοιχα επίπεδα με το προηγούμενο έτος (4,23% για το 2020 και 4,31% για το 2019). Τα οφέλη από τη διαφοροποίηση των κινδύνων κινούνται σε παρόμοιο επίπεδο με των ασφαλιστικών κατά ζημιών (27,53%).
Τα ανωτέρω συμπεράσματα αφορούν το σύνολο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ζωής, ενώ η εικόνα των κινδύνων μεταξύ των επιμέρους ασφαλιστικών επιχειρήσεων ζωής παρατίθεται στο Διάγραμμα IV.7.
Ασφαλιστικές επιχειρήσεις μικτής δραστηριότητας
Στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν ταυτόχρονα ασφαλίσεις ζωής και κατά ζημιών (ασφαλιστικές επιχειρήσεις μικτής δραστηριότητας), η συνεισφορά των διαφόρων κινδύνων στο προφίλ των κινδύνων τους διαφοροποιείται σημαντικά. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι αυτός της αγοράς, καθώς συνεισφέρει κατά 42,44% (από 43,29% το προηγούμενο έτος), ενώ οι ασφαλιστικοί κίνδυνοι κατά ζημιών, ζωής και ασθενείας συνεισφέρουν με ποσοστό 34,33%, 31,01% και 18,68%, αντίστοιχα, με τα αντίστοιχα ποσοστά για το προηγούμενο έτος να είναι 35,52%, 28,42% και 16,84% (Διάγραμμα IV.8). Επιπλέον, ο κίνδυνος αθέτησης αντισυμβαλλομένου κινείται σε υψηλά επίπεδα αν και είναι μειωμένος σε σχέση με τα προηγούμενα έτη (περίπου 9,57%, από 10,16% το
2019 και 11,56% το 2018).
Τα οφέλη από τη διαφοροποίηση είναι αρκετά σημαντικά (μειώνουν τον κίνδυνο κατά 43,62% περίπου), καθώς οι επιχειρήσεις αυτές έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες ανάληψης ασυσχέτιστων ή και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αρνητικά συσχετισμένων κινδύνων.
Στο Διάγραμμα IV.9 διαφαίνεται η κατανομή των κινδύνων μεταξύ των ασφαλιστικών επιχειρήσεων μικτής δραστηριότητας.
Από το Διάγραμμα IV.9 φαίνεται η μεγάλη ανομοιογένεια των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, που προέρχεται κυρίως από το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις μικτής δραστηριότητας διαχωρίζονται σε αυτές που αναλαμβάνουν κατά κύριο λόγο κινδύνους ασφαλίσεων ζωής, καθώς δεν μπορούν να ασκήσουν ασφαλίσεις κατά ζημιών πέραν από αυτές που περιλαμβάνουν κινδύνους ασθενείας, και σε αυτές που αναλαμβάνουν κατά κύριο λόγο κινδύνους ασφαλίσεων κατά ζημιών. Ομοίως, η μεγάλη ανομοιογένεια που εμφανίζει ο κίνδυνος ασφαλίσεων ζωής οφείλεται στο μικρό αριθμό ασφαλιστικών επιχειρήσεων που αναλαμβάνουν σημαντικό ασφαλιστικό κίνδυνο ζωής, αν και ο εν λόγω κίνδυνος παρουσιάζει αύξηση από το προηγούμενο έτος (31,01% για το 2020, έναντι 28,42% για το 2019 και 25,61% το 2018). Στο Διάγραμμα IV.10 φαίνονται συγκριτικά οι κίνδυνοι ανά είδος ασφαλιστικής επιχείρησης.
Ο κίνδυνος αγοράς των ασφαλιστικών επιχειρήσεων
Αναφορικά με τον κίνδυνο αγοράς, ο οποίος αποτελεί το 44,17% του συνολικού κινδύνου των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, αυτό που φαίνεται είναι ότι υπάρχουν μεγάλες διαφοροποιήσεις μεταξύ των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (Διάγραμμα IV.11).
Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά ζημιών παρουσιάζουν μεγάλη έκθεση στον κίνδυνο συγκέντρωσης (35,76% του συνολικού κινδύνου τους, από 37,59% για το προηγούμενο έτος) και στους κινδύνους πιστωτικών περιθωρίων (35,13%), μετοχών (31,80%) και ακινήτων (24.61%). Η κατανομή των κινδύνων της αγοράς στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά ζημιών παρατίθεται στο Διάγραμμα IV.12.
Αντίστοιχα, ο μεγαλύτερος κίνδυνος των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ζωής είναι ο κίνδυνος πιστωτικών περιθωρίων (43,18%), ο οποίος παρουσίασε σημαντική αύξηση σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος (25,47%), καθώς και ο κίνδυνος μετοχών και ο συναλλαγματικός κίνδυνος, οι οποίοι ανέρχονται αντίστοιχα στο 42,32% (από 57,42% το προηγούμενο έτος) και στο 31,08% (από 21,86% το προηγούμενο έτος). Αξιοσημείωτο είναι ότι ο κίνδυνος επιτοκίου μειώθηκε αισθητά σε 3,52%, από 14,30% το 2019 και 15,10% το 2018.
Ο κίνδυνος ακινήτων είναι σχεδόν μηδενικός, ενώ ο κίνδυνος συγκέντρωσης επανήλθε στα επίπεδα του 2018 (26,51% για το 2020, 19,59% για το 2019 και 24,60% το 2018). Η κατανομή των κινδύνων αγοράς στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής παρατίθεται στο Διάγραμμα IV.13.
Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις μικτής δραστηριότητας παρουσιάζουν μεγάλη ανομοιομορφία ως προς την έκθεσή τους στους κινδύνους της αγοράς. Σε κάθε κατηγορία κινδύνου της αγοράς υπάρχουν ασφαλιστικές επιχειρήσεις με σχεδόν μηδενική έκθεση, όπως και ασφαλιστικές επιχειρήσεις με αρκετά μεγάλη έκθεση.
Στις επιχειρήσεις αυτές, ο μεγαλύτερος εκ των κινδύνων αγοράς είναι ο κίνδυνος πιστωτικών περιθωρίων, με ποσοστό 43,49%, και ακολουθεί ο κίνδυνος μετοχών με ποσοστό 35,43%, έναντι 41,78% και 36,73% αντίστοιχα για το 2019. Η κατανομή των κινδύνων της αγοράς στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις μικτής δραστηριότητας παρατίθεται στο Διάγραμμα IV.14.
Η ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Παρά τις επιπτώσεις της πανδημίας στο σύνολο της οικονομίας, η ελληνική ασφαλιστική αγορά εμφανίζει επάρκεια κεφαλαίων καλής ποιότητας. Η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας (Solvency Capital Requirement) για το σύνολο της ασφαλιστικής αγοράς στις 31.12.2020 διαμορφώθηκε σε 1,931 δισεκ. ευρώ (από 1,899 δισεκ. ευρώ το προηγούμενο έτος), με τα συνολικά επιλέξιμα ίδια κεφάλαια να ανέρχονται σε 3,591 δισεκ. ευρώ (από 3,403 δισεκ. ευρώ το προηγούμενο έτος).
Επιπροσθέτως, η συνολική Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση (MCR) διαμορφώθηκε σε 698,82 εκατ. ευρώ (από 691,46 εκατ. ευρώ το προηγούμενο έτος), με τα αντίστοιχα συνολικά επιλέξιμα ίδια κεφάλαια να ανέρχονται σε 3,430 δισεκ. ευρώ (από 3,257 δισεκ. ευρώ το προηγούμενο έτος) και να αφορούν εξολοκλήρου κεφάλαια Κατηγορίας 1. Στο Διάγραμμα IV.15 παρατίθεται η σύγκριση του ποσοστού κάλυψης του SCR κατά το έτος 2020 με το αντίστοιχο του έτους 2019.
Οι επιχειρήσεις που βρίσκονται πάνω από την κόκκινη ευθεία εμφανίζουν βελτίωση του ποσοστού κάλυψης του SCR κατά το 2020 σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ενώ οι επιχειρήσεις που βρίσκονται κάτω εμφανίζουν χειροτέρευση, ωστόσο όλες παραμένουν φερέγγυες. Στο Διάγραμμα IV.16 παρατίθεται το ποσοστό κάλυψης του MCR σε σχέση με το ποσοστό κάλυψης του SCR, ανά ασφαλιστική επιχείρηση: