της Νικολέττας Χριστίνας Κάσσου*
Η βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη με πρωταγωνιστικό ρόλο στην επαρκή διατήρηση της αρχιτεκτονικής των οστών και τη φυσιολογική ομοιοστασία του ασβεστίου. Ρυθμίζει την απορρόφηση του ασβεστίου και του φωσφόρου από το γαστρεντερικό σύστημα, τον μεταβολισμό του ασβεστίου των οστών και την καλή λειτουργία του μυοσκελετικού συστήματος.
Εκτός από αυτό τον γνωστό ρόλο, η Βιταμίνη D, παίζει σημαντικό ρόλο στο ανοσοποιητικό σύστημα και την πρόληψη ορισμένων παθήσεων όπως λοιμώξεις, αυτοάνοσα νοσημάτα, ορισμένες μορφές καρκίνου και διαβήτη τύπου 2. Η κύρια πηγή βιταμίνης D για τους ανθρώπους είναι η βιταμίνη D3 σε ποσοστό 90%, η οποία συντίθεται στο δέρμα με την δράση της υπεριώδους ακτινοβολίας.
Άλλη πηγή βιταμίνης D είναι οι τροφές. Λίγες τροφές όμως περιέχουν βιταμίνης D. Ορισμένα είδη ψαριών όπως ο σολομός, το σκουμπρί, και η σαρδέλα, ο κρόκος του αυγού, καθώς και κάποιες τροφές που έχουν εμπλουτιστεί με βιταμίνη D όπως η μαργαρίνη. Αυτές οι τροφές όμως δεν είναι τόσο ελκυστικές για τα παιδιά.
Η έκθεση στον ήλιο του προσώπου και των χεριών για 10 -15 λεπτά την ημέρα είναι επαρκής για την σύνθεση των ημερησίων αναγκών σε βιταμίνη D. Η σύνθεση της βιταμίνης D στο δέρμα έχει περιοριστεί λόγω σύγχρονων συνθηκών διαβίωσης (καθιστική ζωή, νέφος, χρήση αντιηλιακών και γυαλιών ηλίου). Η χρήση αντιηλιακού με αυξημένο δείκτη προστασίας (πάνω από 30) μειώνει κατά 95% την σύνθεση βιταμίνης D. Είναι σημαντικό όμως να αποφεύγουμε την έκθεση στον ήλιο μεταξύ 11 π.μ. και 4 μ.μ. τους καλοκαιρινούς μήνες, λόγω κινδύνου ηλιακού εγκαύματος και καρκίνου του δέρματος.
Αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης ανεπάρκειας ή έλλειψης βιταμίνης D έχουν:
- Τα θηλάζοντα βρέφη
- Τα πρόωρα νεογνά
- Τα υποσιτιζόμενα παιδιά
- Τα άτομα με σκουρόχρωμο δέρμα
- Τα παιδιά με χρόνια νοσήματα καθώς και
- Τα παιδιά που λαμβάνουν χρόνια αγωγή με αντιεπιληπτικά φάρμακα.
Τέλος, o σύγχρονος τρόπος ζωής (μη έκθεση στον ήλιο, χρήση γυαλιών ηλίου, αντιηλιακή προστασία), προδιαθέτει στην εμφάνιση ανεπάρκειας ή έλλειψης βιταμίνης D.
Συνήθως η ανεπάρκεια βιταμίνης D είναι ασυμπτωματική. Η έλλειψη βιταμίνης D μπορεί να εκδηλώνεται με σπασμούς (λόγω υπαβεστιαιμίας) στη βρεφική ηλικία, ραχίτιδα και καθυστέρηση στη σωματική ανάπτυξη των παιδιών, καθώς και με οστικά άλγη και μυαλγίες ανεξαρτήτως ηλικίας.
Η εκτίμηση της επάρκειας της βιταμίνης D γίνεται βάσει της συγκέντρωσης της 25-ΟΗ D στο αίμα. Σύμφωνα με την Αμερικάνικη Παιδιατρική Εταιρία ορίζεται ως έλλειψη τιμή της 25 (ΟΗ)D μικρότερη των 20ng/ml, ως ανεπάρκεια: 21-29 ng/ml ενώ τιμές άνω των 30 ng/ml εξασφαλίζουν σκελετική υγεία και μειώνουν τον κίνδυνο ραχίτιδας, οστεοπόρωσης και καταγμάτων.
Oι ημερήσιες ανάγκες σε Βιταμίνης D στα νεογνά και βρέφη είναι 400-1000 IU, ενώ στα μεγαλύτερα παιδιά και εφήβους είναι 600-1000 IU. Στα θηλάζοντα βρέφη, λόγω μειωμένης περιεκτικότητας του μητρικού γάλακτος σε βιταμίνη D και μειωμένης έκθεσης στον ήλιο τους πρώτους 6 μήνες ζωής, συνιστάται χορήγηση 400 IU/H, όπως επίσης στα βρέφη που σιτίζονται με λιγότερο από 1 λίτρο τροποποιημένο γάλα την ημέρα.
Δεν συνιστάται έλεγχος όλου του πληθυσμού. Επιλεκτικός έλεγχος συνιστάται σε παιδιά με πιθανή ανεπάρκεια, όπως αυτά που πάσχουν από χρόνια νοσήματα (νεφρική ανεπάρκεια, χρόνια λήψη φαρμάκων, ινοκυστική νόσος, άσθμα, δρεπανοκυτταρική αναιμία, ΣΔ), κακοήθειες, παχυσαρκία, καθώς και σε παιδιά με κινητικά προβλήματα, ή καθυστέρηση σωματικής ανάπτυξης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ανάγκη σε βιταμίνη D των παχύσαρκων παιδιών είναι αυξημένη (2-3 φορές περισσότερο) διότι η βιταμίνη D είναι λιποδιαλυτή και παγιδεύεται στο λιπώδη ιστό.
Η πρόληψη της ανεπάρκειας της βιταμίνης D και η ικανοποιητική πρόσληψη ασβεστίου και βιταμίνης D στην παιδική ηλικία μπορεί να ελαττώσει τον κίνδυνο για οστεοπόρωση καθώς και για άλλες παθήσεις στην ενήλικη ζωή (καρδιαγγειακά νοσήματα, σακχαρώδης διαβήτης, αυτοάνοσα νοσήματα, διάφορες μορφές καρκίνου). Από διάφορες μελέτες φαίνεται ότι η επάρκεια βιταμίνης D στην εγκυμοσύνη συσχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης λοιμώξεων του αναπνευστικού, άσθματος και ατοπίας σε βρεφική και παιδική ηλικία.
Για την θεραπεία της έλλειψης βιταμίνης D συνιστάται χορήγηση βιταμίνης D3: για νεογνά και παιδιά κάτω του έτους συνιστάται χορήγηση 2000 ΙU για 6 εβδομάδες και στην συνέχεια δόση συντήρησης 400-1000 ΙU/H, για παιδιά 1-18 ετών χορήγηση 2000 ΙU D3 για 6 εβδομάδες και στην συνέχεια δόση συντήρησης 600-1000 ΙU/H. Στα παχύσαρκα παιδιά και σε αυτά με αυξημένο κίνδυνο υποβιταμίνωσης D συνίσταται να χορηγούνται διπλάσιες ή τριπλάσιες δόσεις. Στα παιδιά με ανεπάρκεια βιταμίνης D που είναι ασυμπτωματικά συνιστάται η χορήγηση δόσης προφύλαξης. (Clinical Guidelines Subcommittee of The Endocrine Society-2011)
Η βιταμίνη D παίζει σημαντικό ρόλο στην υγεία των οστών και στην φυσιολογική ανάπτυξη τον παιδιών και η κύρια πηγή της είναι η σύνθεση στο δέρμα μετά από έκθεση στον ήλιο. Ο χρόνος έκθεσης στον ήλιο που χρειάζεται για την σύνθεση της βιταμίνης D εξαρτάται από την ηλικία, το χρώμα του δέρματος, τα υποκείμενα νοσήματα και συνήθως είναι μικρός. Η υποβιταμίνωση D είναι συχνή και σε χώρες με ηλιοφάνεια όπως η Ελλάδα λόγω αλλαγής τρόπου ζωής. Έτσι πρέπει να ενθαρρύνονται τα παιδιά να περάσουν χρόνο έξω από το σπίτι παίρνοντας παράλληλα μέτρα πρόληψης ηλιακού εγκαύματος και καρκίνου του δέρματος.
*Παιδίατρος, Αναπληρώτρια Διευθύντρια, Ευρωκλινική Παίδων
Πηγή: Medilife – Το περιοδικό της Ευρωκλινικής Αθηνών και Ευρωκλινικής Παίδων