Συνέντευξη του κου Θέμου Χαραμή, Διευθύνοντα Συμβούλου του «Ερρίκος Ντυνάν» στον Νίκο Σακελλαρίου
Ο διευθύνων σύμβουλος του Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center, κ. Θέμος Χαραμής, απαντά στις ερωτήσεις του iw τόσο για τη ζήτηση ιατρικών υπηρεσιών από τους πολίτες όσο και για τις σχέσεις των ιδιωτικών κλινικών με τις ασφαλιστικές εταιρείες.
iw? Πώς επηρεάζεται η ζήτηση για ιατρικές υπηρεσίες ιδιωτών τα τελευταία χρόνια;
Θέμος Χαραμής: Η παρατεταμένη οικονομική κρίση έχει, αναμφίβολα, επηρεάσει αρνητικά και τον χώρο των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας. Αυτό ήταν μάλλον αναμενόμενο επακόλουθο, από τη στιγμή που οι προϋπολογισμοί κάθε κλίμακας –από τον οικογενειακό έως τον κρατικό– συρρικνώνονταν σε ετήσια βάση. Θεωρητικώς, λόγω της προβληματικής εικόνας του δημόσιου τομέα, θα μπορούσε να περιμένει κανείς μια σημαντική στροφή προς τον ιδιωτικό τομέα. Οι αριθμοί λένε πως αυτό δεν συνέβη, τουλάχιστον στη βαθύτερη φάση της ύφεσης, αφού οι ιδιωτικές δαπάνες μειώθηκαν σε όλα τα επίπεδα.
Σε ένα περιβάλλον σταθεροποίησης και μεγαλύτερης οικονομικής ασφάλειας, ωστόσο, μπορεί βάσιμα να προσδοκά κανείς ότι οι ιδιώτες ασθενείς θα αυξηθούν, είτε με προσωπική δαπάνη είτε μέσω των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών. Η δυναμική επιστροφή του «Ερρίκος Ντυνάν» οδηγεί αναγκαστικά σε μια νέα αναδιανομή της πίτας, καθώς η κρίση έχει κάνει σοφότερους τους γιατρούς και τους ασθενείς που ζητούν υψηλότερο επίπεδο υπηρεσιών σε ένα εύλογο κόστος.
iw? Πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις ασφαλιστικών εταιρειών-ιδιωτικών κλινικών-διαγνωστικών κέντρων τα τελευταία χρόνια;
Θ.Χ.: Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι, ανεξάρτητα από τους επιχειρηματικούς σχεδιασμούς που κάνει ο καθένας, όλοι θα έπρεπε να βρίσκονται στην ίδια πλευρά, προσφέροντας υπηρεσίες σε ένα κοινωνικό σύνολο. Η σχέση ασφαλιστικών εταιρειών και ιδιωτικών κλινικών θα έπρεπε από χρόνια να είναι αμφίδρομη, γιατί μόνο μέσα από ένα πλάνο στενής συνεργασίας μπορούν να επιτύχουν και οι δύο πλευρές θετικά αποτελέσματα. Η μη στενή και ειλικρινής συνεργασία καταλήγει τελικώς εις βάρος του ασφαλισμένου ασθενούς και πλήττει το κύρος και των δύο. Σε μία τέτοια κατάσταση, δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, παρά μόνον ηττημένοι. Τα τελευταία χρόνια, γίνονται εκατέρωθεν ουσιαστικές προσπάθειες για να ανατραπεί η εικόνα του παρελθόντος.
iw? Τι μπορεί να βελτιωθεί επ’ ωφελεία και των δύο πλευρών;
Θ.Χ.: Και οι δύο γνωρίζουν τον δρόμο. Καταρχάς, απαιτείται στενότερη συνεργασία στη διαμόρφωση των προϊόντων. Όπως χρειάζεται ευελιξία και νέα προσέγγιση στη δημιουργία μιας ποικιλίας προγραμμάτων που θα μειώνουν το κόστος και για τους δύο, αναβαθμίζοντας ταυτόχρονα τις παρεχόμενες υπηρεσίες προς τον ασφαλισμένο. Για το «Ερρίκος Ντυνάν» αυτή η προσέγγιση έχει αξιακό χαρακτήρα, γιατί δεν αντιμετωπίζει τον ασθενή ως πελάτη. Η υγεία είναι ένα αγαθό που πρέπει οι ιδιωτικές κλινικές και οι ασφαλιστικές εταιρείες να περιφρουρούν.
iw? Πώς επηρεάζεται η σχέση ασφαλιστικών-ιδιωτικών κλινικών από το καθεστώς clawback και rebate, που έχει επιβάλει το ελληνικό Δημόσιο στις ιδιωτικές κλινικές και τα διαγνωστικά κέντρα;
Θ.Χ.: Τα αποτελέσματα του clawback και του rebate είναι κατεξοχήν αρνητικά για τους ασφαλισμένους πολίτες, οι οποίοι, μακροχρόνια, θα δουν να συμμετέχουν ολοένα και περισσότερο στη νοσηλεία τους σε οποιονδήποτε δημόσιο ή ιδιωτικό πάροχο υπηρεσιών υγείας, αλλά και στις ιδιωτικές κλινικές και τις ασφαλιστικές εταιρείες, αφού δημιουργούνται στρεβλώσεις που δεν βοηθούν τη μεταξύ τους συνεργασία. Οι μεγάλες καθυστερήσεις πληρωμών από την πλευρά του Δημοσίου είναι ο κανόνας και, μάλιστα, μέσα σε μη ξεκάθαρες συνθήκες συνεργασίας. Είναι προφανές ότι η σχέση συνεργασίας ιδιωτικών κλινικών και ασφαλιστικών εταιρειών δεν λειτουργεί, στη βάση του σημερινού μοντέλου του ΕΟΠΥΥ, υπέρ των ασθενών. Επιβάλλεται η ρεαλιστική επανακοστολόγηση όλων των πράξεων (όχι αλά «Γκρέκα») και η ορθή εφαρμογή των DRGs όπως συμβαίνει στο εξωτερικό, όπου η δημόσια υγεία καλύπτει πλήρως το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.
iw? Θα μπορούσαν οι ιδιωτικές κλινικές και τα διαγνωστικά κέντρα να συμπράξουν και να συμμετάσχουν σε σχήματα ΣΔΙΤ (Συνεργασία Δημόσιου-Ιδιωτικού Τομέα) πάνω σε ζητήματα υγείας;
Θ.Χ.: Αυτό είναι ένα ερώτημα που ακούω χρόνια –κάποιοι το συνδέουν πρωτίστως με την αυτονόητη ανάγκη να λειτουργήσουν τα δημόσια νοσοκομεία με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Το ζητούμενο, ωστόσο, είναι το θεσμικό πλαίσιο, η λειτουργικότητα και η κατεύθυνση αυτής της συνεργασίας. Στο εξωτερικό έχουν βοηθηθεί πάρα πολύ τα δημόσια νοσοκομεία μέσω ΣΔΙΤ, και είμαι βέβαιος ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί κι εδώ εάν το Δημόσιο υιοθετούσε τις ανάλογες βέλτιστες πρακτικές. Εάν η συνεργασία έχει να κάνει με κοινωνικές δράσεις, αναμφίβολα, μπορούν να γίνουν πολλά –και το «Ερρίκος Ντυνάν», στη νέα εποχή του, φιλοδοξεί να πρωταγωνιστήσει σε αυτό το πεδίο.
iw? Θα μπορούσαν τα νοσήλια και, κατά συνέπεια, τα ασφάλιστρα υγείας να γίνουν πιο χαμηλά για να ανταποκριθούν και τα χαμηλότερα εισοδήματα του πληθυσμού; Υπό ποιες προϋποθέσεις; Φοροαπαλλαγές πώς μπορούν να επιτευχθούν;
Θ.Χ.: Αυτός θα έπρεπε να είναι κοινός στόχος και των ιδιωτικών κλινικών και των ασφαλιστικών εταιρειών, και όχι να λειτουργεί εις βάρος μόνο της μιας πλευράς. Η επαναφορά των φοροαπαλλαγών ή άλλων οικονομικών κινήτρων για τους ασφαλισμένους θα μπορούσε να προσφέρει θετικά αποτελέσματα, γιατί προεξοφλείται ότι θα οδηγούσε σε αύξηση του αριθμού των ασφαλισμένων από τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες. Είναι ζωτικής σημασίας, ωστόσο, κάθε κίνηση για χαμηλότερα νοσήλια να μην υποβαθμίζει την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται.
iw? Η εξέλιξη της ιατρικής τεχνολογίας θα επηρεάσει τα ασφάλιστρα υγείας στο μέλλον;
Θ.Χ.: Η εμπειρία λέει ότι κάθε εξέλιξη, μέσα από την έρευνα, τις καινοτόμες ιατρικές μεθόδους και τη βελτίωση του τεχνολογικού εξοπλισμού, οδηγεί –τουλάχιστον στα πρώτα στάδιά της– σε αύξηση κόστους, το οποίο μετακυλίεται στις μονάδες υγείας, τον τομέα της ασφάλισης και, εν τέλει, τους ασθενείς. Η εξέλιξη της βιοϊατρικής τεχνολογίας, για παράδειγμα, είναι ραγδαία. Ένα νοσηλευτικό κέντρο δεν μπορεί να μείνει πίσω και να μην αναβαθμίζει τις υποδομές του, ιδίως σε ένα σκληρό ανταγωνιστικό περιβάλλον. Συνακόλουθα, οι ασφαλιστικές εταιρείες θα καλούνται συνεχώς να διευρύνουν την κάλυψη που προσφέρουν, λαμβάνοντας υπόψη τα νέα πεδία στη διάγνωση και αντιμετώπιση ασθενειών.