Την ώρα που το βρετανικό ΕΣΥ συνεχίζει να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα και η δυσαρέσκεια των πολιτών αυξάνεται, η πρωθυπουργός Theresa May αποκάλυψε σχέδια για την πρόληψη χιλιάδων θανάτων από καρκίνο με την εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης.
Κατά την κα May, «η ανάπτυξη έξυπνων τεχνολογιών για την ανάλυση μεγάλων ποσοτήτων δεδομένων γρήγορα και με υψηλότερο βαθμό ακρίβειας από ό,τι είναι δυνατό από τους ανθρώπους ανοίγει έναν εντελώς νέο τομέα ιατρικής έρευνας και μας δίνει ένα νέο όπλο στο οπλοστάσιό μας για την καταπολέμηση των ασθενειών».
Σύμφωνα με τα σχέδια, τουλάχιστον 50.000 άνθρωποι θα διαγνωσθούν κάθε χρόνο σε πρώιμο στάδιο καρκίνου του προστάτη, των ωοθηκών, του πνεύμονα ή του εντέρου. Έτσι, εκτιμάται ότι θα σημειωθούν περίπου 22.000 λιγότεροι θάνατοι από τη νόσο έως το 2033.
Όπως ανέφερε η Βρετανίδα πρωθυπουργός, «το πρόγραμμα δεν θα σώσει μόνο χιλιάδες ζωές. Θα δημιουργήσει μια ολόκληρη νέα βιομηχανία γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη στην υγεία, δημιουργώντας θέσεις εργασίας υψηλής ειδίκευσης σε ολόκληρη τη χώρα, αντλώντας από τα υπάρχοντα κέντρα αριστείας σε μέρη όπως το Εδιμβούργο, την Οξφόρδη και το Λιντς – και βοηθώντας να αναπτυχθούν νέα».
Ο Harpal Kumar, διευθύνων σύμβουλος της Cancer Research UK, χαιρέτισε την κίνηση: «Οι πρόοδοι στις τεχνολογίες ανίχνευσης εξαρτώνται από την έξυπνη χρήση των δεδομένων και έχουν τη δυνατότητα να σώζουν εκατοντάδες χιλιάδες ζωές κάθε χρόνο. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι έχουμε τη σωστή υποδομή, ενσωματωμένη στο σύστημα υγείας μας, για να το καταστήσουμε δυνατό».
«Η τεχνητή νοημοσύνη έχει τη δυνατότητα να φέρει επανάσταση σε όλες τις πτυχές της υγειονομικής περίθαλψης – όχι μόνο στην έγκαιρη διάγνωση των ασθενειών, αλλά και στην ικανότητα να ανακαλυφθούν νέα φάρμακα και να διασφαλίσουν ότι θα δοθούν στους σωστούς ασθενείς», σημείωσε η Jackie Hunter, γενικός διευθυντής του BenevolentBio.
Ωστόσο, οι αναλυτές επισημαίνουν ότι για να προχωρήσουν τα σχέδια θα πρέπει οι εμπορικοί φορείς να είναι σε θέση να αξιοποιήσουν τα δεδομένα του NHS για οικονομικό όφελος, γεγονός που πιθανώς θα προκαλέσει περαιτέρω συζήτηση σχετικά με τη δεοντολογία και την εμπιστευτικότητα.