Το δικαίωμα που εισπράττει μια ασφαλιστική από τον λήπτη της ασφάλισης από το τμήμα των μικτών ασφαλίστρων αποτελεί μέρος των δαπανών που έχει κάνει. Για τέσσερις κυρίως λόγους το ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες δαπάνες μια ασφαλιστική:
- Για να διαχωρίσει τις δαπάνες που σχετίζονται μόνο με το κόστος έκδοσης και παράδοσης του ασφαλιστηρίου στον λήπτη της ασφάλισης, επαυξάνοντας τις δαπάνες των εμπορικών ασφαλίστρων.
- Για να διαχωρίσει τις δαπάνες που σχετίζονται με το κόστος πρόσκτησης και διατήρησης του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.
- Όταν αποφασίσει ότι δεν θέλει μέρος των αυξήσεων από τα καθαρά ασφάλιστρα να το διανέμει στα δίκτυα πωλήσεών της υπό μορφή προμηθειών και αμοιβών.
- Επίσης, μια ασφαλιστική μπορεί να ξεχωρίζει το δικαίωμα για να μην το μοιράζεται με τους αντασφαλιστές της, όταν πρόκειται για συμβάσεις παλαιών διατυπώσεων.
Στην Ελλάδα, τα όρια με τα δικαιώματα που επιβαρύνουν τα καθαρά ασφάλιστρα δεν είναι διακριτά. Το επιχείρημα δε ότι θα έπρεπε να αυξήσουμε το τελικό τιμολόγιο αν υπήρχαν προμήθειες και αμοιβές και στο δικαίωμα δεν πείθει άπαντες.
Πρόκειται για ένα χρόνιο ζήτημα, που ανακύπτει συχνά-πυκνά και αναζητά λύσεις διαφορετικές από αυτές που έχουν μέχρι σήμερα δοθεί.
Η νομοθεσία αποτελεί μέρος της λύσης.