Του Γιάννη Ξηρογιαννόπουλου
Τα σύγχρονα ασφαλιστικά προγράμματα υγείας έχουν σχεδιαστεί ώστε να παρέχουν στον ασφαλιζόμενο αποτελεσματική κάλυψη εξόδων περίθαλψης, προσφέροντας παράλληλα ευελιξία, ώστε να μπορούν αυτά να προσαρμόζονται στις ατομικές ασφαλιστικές ανάγκες και τις οικονομικές δυνατότητες κάθε ασφαλιζομένου.
Επιπροσθέτως, λόγω και της παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης στη χώρα μας, η παράμετρος του ετήσιου κόστους ασφάλισης είναι πολύ σημαντική και θα πρέπει να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την έναρξη ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου υγείας.
Η συνεχής εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης, σε συνδυασμό με τον καλπάζοντα ιατρικό πληθωρισμό, έχει οδηγήσει σε συνεχείς αυξήσεις των ασφαλίστρων τα τελευταία χρόνια. Το αρχικό κόστος ένταξης λοιπόν σε ένα τέτοιο πρόγραμμα θα πρέπει να είναι σχετικά προσιτό, με την έννοια ότι οι συνεχόμενες αυξήσεις του ασφαλίστρου σε βάθος χρόνου μπορούν να οδηγήσουν μελλοντικά σε αδυναμία πληρωμής του από τον ασφαλιζόμενο και, ουσιαστικά, στην αναγκαστική ακύρωσή του.
Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του μεσίτη ασφαλίσεων στη σύναψη μιας τέτοιας σύμβασης, καθώς, ως καταρτισμένος επαγγελματίας του κλάδου, θα πρέπει αρχικά να διερευνά τις ανάγκες του υποψήφιου προς ασφάλιση, να τον συμβουλεύει κατάλληλα και, τελικά, κατόπιν διενέργειας έρευνας της ασφαλιστικής αγοράς, να του προτείνει αμερόληπτα την πλέον ενδεδειγμένη για αυτόν ασφαλιστική πρόταση.
Η ανεξαρτησία και η δυνατότητα ελεύθερης επιλογής ανάμεσα στις πολλές εναλλακτικές λύσεις που προσφέρονται από τις ασφαλιστικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο ζωής και υγείας αποτελεί το κύριο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του μεσίτη ασφαλίσεων σε σχέση με τους υπόλοιπους διαμεσολαβούντες, οι οποίοι λειτουργούν για λογαριασμό μιας ασφαλιστικής εταιρείας και έχουν τη δυνατότητα να προτείνουν (ως καταλληλότερο;) μόνο το συγκεκριμένο πρόγραμμα της εταιρείας που εκπροσωπούν. Το ίδιο ισχύει και με το bancassurance, αλλά και τις απευθείας πωλήσεις (direct sales) που έχουν επιχειρήσει στον κλάδο υγείας κάποιες εταιρείες.
Ο μεσίτης ασφαλίσεων, με την επαγγελματική του κατάρτιση, τον συμβουλευτικό του χαρακτήρα, την εμπεριστατωμένη γνώση του επί του ασφαλιστικού αντικειμένου και την αμεροληψία του, όχι μόνο μπορεί να εξασφαλίσει τη σωστή ενημέρωση του πελάτη του/ασφαλιζομένου, αλλά εγγυάται παράλληλα την εξυπηρέτηση των συμβολαίων υγείας καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος τους, για ό,τι μπορεί να χρειαστεί. Αυτό αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς την πολυπλοκότητα των προγραμμάτων αυτών, σε συνδυασμό με τη μακροπρόθεσμη διάρκειά τους.
Εν κατακλείδι, η πώληση ενός συμβολαίου υγείας προϋποθέτει την προσωπική επαφή και τη δημιουργία σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ ασφαλιζομένου και ασφαλιστή. Ποιο «κανάλι διανομής» –για να χρησιμοποιήσουμε και τη νέα ορολογία της πρόσφατης Ευρωπαϊκής Οδηγίας (IDD)– μπορεί αλήθεια να το επιτύχει αυτό αποτελεσματικότερα;
Το άρθρο του κ. Γιάννη Ξηρογιαννόπουλου δημοσιεύτηκε στο Broker’s Time 45