Σε συνέχεια της εκτενούς μελέτης της διαΝΕΟσις για την ανασυγκρότηση του ΕΣΥ, που δημοσιεύθηκε στις αρχές του 2020, η διαΝΕΟσις δημοσιεύει σήμερα ένα νέο κείμενο πολιτικής του Ομότιμου Καθηγητή του Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής Γιάννη Τούντα για το νέο ΕΣΥ.
Μετά την μεγάλη δοκιμασία της πανδημίας, το κείμενο αναλύει τις βασικές αλλαγές και τομές που χρειάζονται για την οργάνωση μιας αποτελεσματικής Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και για την γενικότερη αναμόρφωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο εδώ, και την μεγαλύτερης έκτασης έρευνα της ομάδας για το θέμα αυτό, εδώ (PDF).
Όπως επισημαίνεται και στο κείμενο πολιτικής, ένας από τους βασικούς λόγους που οδήγησαν στην έγκαιρη λήψη των μέτρων για τον έλεγχο της πανδημίας COVID-19 στη χώρα μας υπήρξε η διάχυτη ανησυχία για τη δυνατότητα του ΕΣΥ να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στην περίθαλψη μεγάλου αριθμού νοσούντων. Τη μεγαλύτερη ανησυχία δημιουργούσε η κατάσταση στις ΜΕΘ, λόγω του περιορισμένου αριθμού τους εξαιτίας της χρόνιας υποστελέχωσης και υποχρηματοδότησης.
Όπως αναφέρεται στο κείμενο, “το ΕΣΥ μπόρεσε να ανταποκριθεί σε μεγάλο βαθμό στην περίθαλψη των νοσούντων, παρά την οριακή επάρκεια των ΜΕΘ, χάρις στην αυταπάρνηση του προσωπικού του, αλλά και γιατί η Πολιτεία μπόρεσε με έκτακτα μέτρα και με την οικονομική υποστήριξη χορηγών να καλύψει σημαντικό μέρος των σημαντικών ελλείψεων σε προσωπικό και κλίνες ΜΕΘ. Το γεγονός αυτό, όμως, δεν αρκεί για να συσκοτίσει τις χρόνιες παθογένειες του Εθνικού Συστήματος Υγείας και κυρίως την αδυναμία του να δώσει αποτελεσματικά τη μάχη κατά της επιδημίας στην κοινότητα, προκειμένου να εμβολιαστεί εγκαίρως το αναγκαίο ποσοστό του γενικού πληθυσμού και να θεραπευτεί εξωνοσοκομειακά σημαντικό μέρος των ασθενών”.
“Η αδυναμία αυτή”, επισημαίνεται στο κείμενο, “οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ανοργάνωτη και ανίσχυρη Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) και στον σχεδόν ανύπαρκτο τομέα της Δημόσιας Υγείας, ο οποίος είναι κατεξοχήν αρμόδιος για την αντιμετώπιση των επιδημιών με κεντρικές και αποκεντρωμένες υπηρεσίες Πρόληψης, Προστασίας της υγείας και Προαγωγής-Αγωγής Υγείας”.
“Εκτός, όμως, από τα κενά στην ΠΦΥ και στη Δημόσια Υγεία”, συνεχίζει το κείμενο, “τo ΕΣΥ αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις αυξημένες ανάγκες και τις σύγχρονες προκλήσεις, λόγω των διαχρονικών προβλημάτων υποχρηματοδότησης, υποστελέχωσης και κακοδιοίκησης, καθώς και λόγω της ανορθολογικής κατανομής των υφιστάμενων υλικών και ανθρώπινων νοσοκομειακών πόρων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία και διεύρυνση των ανισοτήτων και των ανικανοποίητων υγειονομικών αναγκών. Επιπλέον, το ΕΣΥ χαρακτηρίζεται από (α) παρωχημένες αρχές και αντιλήψεις, (β) έλλειψη σύγχρονων μονάδων περίθαλψης (νοσηλεία στο σπίτι, μονάδες ημερήσιας νοσηλείας, κέντρα αποκατάστασης, μονάδες χρονίως πασχόντων, (γ) περιορισμένη χρήση νέων τεχνολογιών, (δ) απουσία μηχανισμών αξιολόγησης, ελέγχου και ποιότητας, (ε) ύπαρξη σημαντικής παραοικονομίας και (στ) ηλικιακή γήρανση και εργασιακή κόπωση του υγειονομικού δυναμικού”.
Το κείμενο πολιτικής συνεχίζει:
“Είναι σαφές ότι τα προβλήματα αυτά προσδίδουν τα χαρακτηριστικά μιας «επείγουσας αναγκαιότητας» για τη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας στη χώρα. Αν σε αυτά τα προβλήματα προστεθούν και οι προβληματισμοί και επιφυλάξεις που απορρέουν από την προσπάθεια ταχείας εξόδου από την οικονομική κρίση, τις αρνητικές δημογραφικές τάσεις, την αύξηση των χρονίως πασχόντων, τη δυσκολία εφαρμογής πολιτικών Πρόληψης και Προαγωγής της Υγείας, αλλά και τη δυσπιστία της κοινωνίας και ακόμη των «ομάδων πίεσης» και των συμφερόντων απέναντι σε κάθε επιχειρούμενη μεταρρύθμιση, γίνεται αντιληπτή η πολυπλοκότητα και η δυσχέρεια των απαιτήσεων του εγχειρήματος”.
“Ως εκ τούτου, στο σύστημα υγείας της χώρας συνυπάρχουν η υποχρησιμοποίηση των πόρων σε κάποιες δομές με την υπεραπασχόλησή τους σε πολλές άλλες, μία συνθήκη που διαμορφώνει ένα μη παραγωγικό και μη αποδοτικό περιβάλλον κατανομής των σπάνιων πόρων, στο πλαίσιο ενός μη ολοκληρωμένου και μη συντονισμένου, και κυρίως κοινωνικά άδικου συστήματος υγείας”.
“Η πανδημία δημιούργησε νέα δεδομένα στον τομέα της υγείας και έθεσε νέες προτεραιότητες στη χάραξη της πολιτικής για την υγεία. Πάνω από όλα ανέδειξε, με τον πλέον εμφατικό τρόπο, την ανάγκη ύπαρξης ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού συστήματος υγείας. Πολιτεία και πολίτες συνειδητοποίησαν σε μεγαλύτερο βαθμό τις διαχρονικές παθογένειες του ΕΣΥ, αλλά και την απουσία ενός οργανωμένου τομέα δημόσιας υγείας με αποτελεσματικές υπηρεσίες πρόληψης της αρρώστιας, προστασίας της υγείας και προαγωγής Υγείας. Το γεγονός αυτό δημιουργεί ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον για να πραγματοποιηθούν οι αναγκαίες αλλαγές. Αρκεί να υπάρξει η απαραίτητη πολιτική βούληση για να αντιμετωπιστούν τα εμπόδια και οι αντιστάσεις, οι οποίες κατά το παρελθόν κυρίως προέρχονταν από το υγειονομικό συνδικαλιστικό κίνημα”.
“Θα χρειαστεί, επίσης, ένα συνολικό σχέδιο προκειμένου οι επιμέρους παρεμβάσεις να μην είναι αποσπασματικές, αλλά να συναρθρώνονται σε ένα νέο βιώσιμο μοντέλο οργάνωσης και λειτουργίας του συστήματος υγείας στη χώρα μας. Τέλος, τόσο το συνολικό σχέδιο όσο και οι επιμέρους διαθρωτικές αλλαγές θα πρέπει να αντιστοιχούν στις σημερινές ανάγκες υγείας του πληθυσμού κάθε Περιφέρειας, λαμβάνοντας όμως υπόψη τις επερχόμενες δημογραφικές αλλαγές και το μεταβαλλόμενο νοσολογικό πρότυπο”.
Το κείμενο καταλήγει σε συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής ως προς α) την οργάνωση και τη διοίκηση, β) τη χρηματοδότηση, γ) τον νοσοκομειακό τομέα, δ) την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και τη Δημόσια Υγεία ε) το ανθρώπινο δυναμικό αλλά και στ) τις προτεραιότητες που πρέπει να δοθούν για την αντιμετώπιση της πανδημίας.