Το ξέσπασμα της πανδημίας, παρότι επηρέασε όλες τις περιοχές του κόσμου, βρήκε την κάθε χώρα σε διαφορετική κατάσταση. Οι αντιδράσεις των εκάστοτε αρχών, όσο αποτελεσματικές κι αν ήταν, δεν ήταν ποτέ πανομοιότυπες με εκείνες άλλων χωρών. Κάθε χώρα βρήκε τα δικά της πρόσωπα που συνδέθηκαν με την αντιμετώπιση της πανδημίας, πήρε διαφορετικά μέτρα για την υποστήριξη των επιχειρήσεων και της εργασίας, έλαβε άλλα μέτρα για την εκπαίδευση. Μάλιστα πολλές χώρες είχαν διαφορετικές προσεγγίσεις σε τοπικό επίπεδο στο εσωτερικό τους. Η πρόοδος της κρίσης φαίνεται επίσης να επηρέασε τα πολιτικά συστήματα, άλλοτε προς την κατεύθυνσης της πόλωσης και άλλοτε προς εκείνη της συναίνεσης.
Η διαΝΕΟσις σε διάφορες φάσεις αυτού του πρώτου κύματος της πανδημίας βρισκόταν σε επικοινωνία με ακαδημαϊκούς, δημοσιογράφους και πολιτικά στελέχη από πέντε χώρες προκειμένου να καταγράψει αυτές τις αντιδράσεις και τους προβληματισμούς που απασχολούσαν την κοινή γνώμη. Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε ενδιαφέρουσες “ανταποκρίσεις” από το Ισραήλ, τη Ρουμανία, τη Σουηδία, την Τσεχία και τη Φινλανδία για το πώς άνθρωποι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους ανταποκρίθηκαν σε τόσο ξαφνικές και επείγουσες συνθήκες.
Η περίοδος του lockdown
Οι αρχές στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, ιδιαίτερα αφότου παρακολούθησαν την δραματική κατάσταση στη Γουχάν και στην Ιταλία τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο, εξαναγκάστηκαν να επιβάλουν μέτρα περιορισμού της κίνησης των πολιτών -από το κλείσιμο των σχολείων και των καταστημάτων μέχρι τη συμπλήρωση δηλώσεων για τον σκοπό της κάθε εξόδου.
“Oι Ισραηλινοί είναι πολύ συνηθισμένοι να λειτουργούν υπό πίεση”, λέει η Ταλ Σνάιντερ, πολιτική/διπλωματική συντάκτρια στην οικονομική εφημερίδα Globes. “Η χώρα εμπλέκεται σε ένοπλες συγκρούσεις, υπάρχει η απειλή της τρομοκρατίας, οπότε πολλές φορές στη ζωή μας έχει χρειαστεί να είμαστε υπάκουοι και υπεύθυνοι. Τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, τους πρώτους μήνες του lockdown, όλοι πράγματι το πήραν σοβαρά. Δεν κυκλοφορούσαν στους δρόμους, ήταν πολύ προσεκτικοί όταν συναντούσαν την οικογένειά τους ή όταν έβγαιναν έξω. Η κυβέρνηση προσπάθησε για να υπάρχει συμμόρφωση αλλά στην πραγματικότητα δεν χρειάστηκε να κάνουν και πολλά”.
Το Ισραήλ με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να συγκρατήσει αποτελεσματικά το πρώτο κύμα της πανδημίας και να φτάσει να έχει λιγοστά διαγνωσμένα κρούσματα ανά ημέρα. Όμως πλέον “αφότου χαλάρωσαν τα μέτρα και όλοι ξεχάστηκαν” βρίσκεται ήδη αντιμέτωπο με ένα σοβαρό δεύτερο κύμα, με περίπου 700-800 νέα διαγνωσμένα κρούσματα κάθε ημέρα της προηγούμενης εβδομάδας. “Πλέον δεν είναι εφικτό να κλείσουν όλα ξανά”, λέει η Σνάιντερ. Ωστόσο, έκλεισαν πάλι τα μπαρ και τα γυμναστήρια, ενώ επιβλήθηκαν περιορισμοί στις συγκεντρώσεις και στη χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς.
Αν για μια χώρα όπως το Ισραήλ, μια τέτοια έκτακτη κατάσταση, παρότι πρωτόγνωρη, δεν απέχει σημαντικά από τα βιώματα ακόμη και των νεότερων πολιτών, δεν ισχύει παντού το ίδιο. Στη Ρουμανία, τους μήνες του lockdown, οι πολίτες είδαν τον στρατό στους δρόμους.
“Τα μέτρα περιορισμού της κίνησης που έλαβε το υπουργείο Εσωτερικών νομοθετήθηκαν ως ‘στρατιωτικές προβλέψεις’, ένα λιγότερο γνωστό νομοθετικό καθεστώς που σπανίως χρησιμοποιείται στη χάραξη δημόσιων πολιτικών στη Ρουμανία”, λέει ο Άντριαν Γκιόργκε, Ρουμάνος ερευνητής των οικονομικών της υγείας στο πανεπιστήμιο Imperial στο Λονδίνο. “Ο στρατός κινητοποιήθηκε πολύ σύντομα αφότου η χώρα κηρύχθηκε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. “Περιπολούσαν στους δρόμους με στόχο να εφαρμοστεί το lockdown”.
Όμως οι σκέψεις των ίδιων των Ρουμάνων για αυτή την ασυνήθιστη εικόνα φαίνεται να ήταν πολύ διαφορετικές από τις σκέψεις που πιθανόν να έκαναν κάτοικοι άλλων χωρών στη θέση τους. “Ο στρατός της χώρας είναι διαχρονικά από τους θεσμούς που συγκεντρώνουν τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη”, διευκρινίζει ο Γκιόργκε. “Είναι πλήρως επαγγελματικός (δεν υπάρχει υποχρεωτική θητεία) και διατηρεί ένα διακριτικό προφίλ στα δημόσια πράγματα. Η συμμετοχή του στα εσωτερικά ζητήματα, πέραν της άμυνας, είναι η ελάχιστη δυνατή. Το να βλέπει κάποιος τον στρατό στους δρόμους ήταν μια εντελώς ασυνήθιστη εμπειρία για τους Ρουμάνους. Οι περισσότεροι από αυτούς με τους οποίους το συζήτησα ερμήνευσαν την παρουσία του στρατού ως ένα μήνυμα ότι ‘τα πράγματα είναι σοβαρά’ και ως μια διαβεβαίωση ότι ‘γίνεται ό,τι είναι δυνατόν να γίνει”.
Μία από τις πιο πολυσυζητημένες αντιδράσεις στο ξέσπασμα της πανδημίας είναι αυτή της Σουηδίας. Οι αρχές της χώρας συνειδητά επέλεξαν να κρατήσουν μια πολύ πιο χαλαρή στάση, αποφεύγοντας τα μέτρα που παραπέμπουν σε ένα καθολικό lockdown. Παρότι πολλά μέσα ενημέρωσης ανακριβώς μετέδωσαν ότι δεν λήφθηκαν καθόλου μέτρα στη χώρα, τα περιορισμένα μέτρα που επιβλήθηκαν, δεν κατάφεραν να συγκρατήσουν την εξάπλωση του ιού, ή την αποφυγή της μόλυνσης των λεγόμενων “ευπαθών ομάδων” – ηλικιωμένων, ανθρώπων με σοβαρά νοσήματα, κλπ. Σήμερα, ακόμη υπάρχουν ημέρες που τα ημερήσια διαγνωσμένα κρούσματα ξεπερνούν τα 1.000 ενώ οι επιβεβαιωμένοι θάνατοι έχουν υπερβεί τις 5.000. Ταυτόχρονα, τα επίπεδα ανοσίας του πληθυσμού υπολογίζονται ακόμη σε πολύ χαμηλά επίπεδα για να μπορεί να μιλήσει κάποιος για “ανοσία της αγέλης”.
Πώς ήταν όμως εκείνες οι πρώτες κρίσιμες ημέρες; “Δεν απαγορεύτηκε η προσέλευση στην εργασία, όμως η κυβέρνηση ενθάρρυνε τους ανθρώπους να εργαστούν από το σπίτι εάν αυτό είναι εφικτό”, λέει η Σοφία Μπένγκτσον, επικεφαλής του γραφείου του σουηδικού Κεντρώου Κόμματος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. “Τα δημόσια μέσα μεταφοράς λειτουργούσαν κανονικά, ενώ το ίδιο συνέβαινε και με τα εστιατόρια και τα καφέ. Μόνο μερικές ημέρες αργότερα, η κυβέρνηση επέβαλε την καθόλου συνηθισμένη στη Σουηδία παραγγελία από το τραπέζι στα μπαρ. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γέμισαν με φωτογραφίες ανθρώπων που έτρωγαν έξω με τους φίλους τους προκειμένου να ενισχύσουν τις τοπικές επιχειρήσεις. Πολλοί συνέρρεαν στον βασιλικό κήπο της Στοκχόλμης να βγάλουν σέλφι με τις ανθισμένες κερασιές”.
Εκπαίδευση υπό περιορισμό
Μια ακόμη διαφοροποίηση της Σουηδίας με ό,τι συνέβη στο μεγαλύτερο μέρος του δυτικού κόσμου ήταν η αντίδραση στο κλείσιμο των σχολείων. “Κάποια σχολεία αποφάσισαν από μόνα τους να κλείσουν αλλά σε γενικές γραμμές η εκπαίδευση συνεχίστηκε κανονικά και μόνο η πανεπιστημιακή εκπαίδευση μεταφέρθηκε online”, λέει η Σοφία Μπένγκτσον.
Η γειτονική χώρα της Σουηδίας, η Φινλανδία ακολούθησε την πολύ πιο συνηθισμένη πολιτική του γρήγορου lockdown, αρχικά μόνο στην περιοχή του Ελσίνκι, ως αντίδραση στο ξέσπασμα της πανδημίας. Το lockdown είχε και εκεί ως αποτέλεσμα την άμεση συγκράτηση της εξάπλωσης του ιού σε αυτή την πρώτη φάση. Ωστόσο, και αυτή η χώρα, με το εκπαιδευτικό σύστημα που συχνά αναφέρεται ως πρότυπο, διαφοροποιήθηκε στο θέμα της εκπαίδευσης. “Τα σχολεία έμειναν ανοιχτά για τα παιδιά των πρώτων τριών τάξεων του δημοτικού ενώ επίσης έμειναν ανοιχτά τα νηπιαγωγεία. Oι περισσότερες οικογένειες κράτησαν τα παιδιά στο σπίτι, όμως όποιος ήθελε μπορούσε να τα στείλει στο σχολείο”, λέει η Άνι Λασίλα, δημοσιογράφος, οικονομική συντάκτρια στην φινλανδική εφημερίδα Helsingin Sanomat.
“Τα σχολεία και οι περισσότερες οικογένειες έχουν πρόσβαση στην τεχνολογία, οπότε η τηλεκπαίδευση φαίνεται ότι λειτούργησε ομαλά”, λέει η Λασίλα. “Τα παιδιά εκείνα που δεν είχαν υπολογιστή στο σπίτι δανείστηκαν από τα σχολεία τους. Όμως υπήρχε γενικότερη ανησυχία ότι σε μια τέτοια κατάσταση οι οικογένειες και τα παιδιά με τη μεγαλύτερη ανάγκη στήριξης θα είχαν το μεγαλύτερο πρόβλημα καθώς δεν θα μπορούσε να τους παρασχεθεί. Επίσης, στο εκπαιδευτικό μας σύστημα υπάρχει δωρεάν μεσημεριανό γεύμα για όλους τους μαθητές. Εκείνη την περίοδο πολλές πόλεις προσέφεραν το γεύμα αυτό σε πακέτο, ώστε να βοηθηθούν οι πιο φτωχές οικογένειες ώστε να έχουν τουλάχιστον κανονικό φαγητό για τα παιδιά τους”.
Περίπου οι ίδιοι προβληματισμοί για την πρόσβαση στην εκπαίδευση εν μέσω μιας τέτοιας μεγάλης αναταραχής υπήρχαν και σε άλλες χώρες. “Η αναταραχή του εκπαιδευτικού προγράμματος ενδέχεται να έχει μια διπλή επίδραση στην Τσεχία”, λέει ο Tσέχος σύμβουλος πολιτικής Βάτσλαβ Κοπέτσκι. “Από τη μια πλευρά μάς δείχνει ότι πολλά πράγματα μπορεί να γίνουν ηλεκτρονικά και ότι, έτσι ξαφνικά, όταν παρουσιαστεί η ανάγκη η διδασκαλία και η επικοινωνία μεταξύ δασκάλων, μαθητών και γονιών μπορεί να είναι συγχρονισμένη με τον 21ο αιώνα αντί με τον 18ο. Από την άλλη πλευρά, το lockdown διευρύνει ήδη υπάρχοντα χάσματα στην εκπαίδευση. Πιθανόν, π.χ. οι μαθητές σε κοινωνικά περιθωριοποιημένες περιοχές, οι οποίοι ήδη πριν από την κρίση είχαν χειρότερες επιδόσεις, να βρεθούν σε ακόμη χειρότερη θέση”.
Στήριξη της οικονομίας και της εργασίας
Συχνά οι προβλέψεις που δημοσιεύονται για τις περισσότερες οικονομίες ανά τον κόσμο μετά την αναταραχή που προκάλεσε το lockdown σε μια σειρά από κλάδους παραπέμπουν σε μια πρωτόγνωρη ύφεση. Όμως μένει ακόμα οι αριθμοί αυτής της κλίμακας να επιβεβαιωθούν. Ταυτόχρονα μένει να φανεί το πόσο αποτελεσματικά θα είναι τα μέτρα που έχουν ληφθεί σε πολλές χώρες, όπως τα πελώρια πακέτα κινήτρων και ποσοτικής χαλάρωσης που άρχισαν κατά τόπους να ανακοινώνονται από την πρώτη στιγμή.
Ωστόσο, τη δύσκολη ώρα του lockdown, οι περισσότερες χώρες ανακοίνωσαν μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων και των εργαζόμενων που συχνά είχαν προσωρινό και οριζόντιο χαρακτήρα, όπως συνέβη και στην Ελλάδα. Πώς έμοιαζαν τα αντίστοιχα μέτρα σε άλλες χώρες;
Στη Φινλανδία, όπου η πρόβλεψη για την ύφεση το 2020 είναι στο 6,8%, “είχαμε ήδη από πριν ένα σύστημα προσωρινών απολύσεων, όπου οι εργαζόμενοι λάμβαναν μεν επιδόματα ανεργίας όμως επέστρεφαν στην ίδια εργασία μετά το τέλος της προσωρινής απόλυσής τους”, λέει η Άνι Λασίλα. “Αυτό το σύστημα απλοποιήθηκε πλέον αρκετά για τη διάρκεια της κρίσης και έγινε ιδιαίτερα ‘δημοφιλές’. Οι επαγγελματίες μπορούσαν, επίσης κατ’ εξαίρεση, να λάβουν επίδομα ανεργίας. Επιπλέον, οι περισσότερες τράπεζες προσέφεραν προσωρινό πάγωμα στις δόσεις των δανείων για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Οι τράπεζες είναι αρκετά καλά κεφαλαιοποιημένες ενώ η κλίμακα του μη εξυπηρετούμενου χρέους είναι μικρή και γι’ αυτόν τον λόγο μπορούσαν να δείξουν ευελιξία στις πληρωμές. Τέλος, η κυβέρνηση εγγυήθηκε για τραπεζικά δάνεια σε ΜμΕ στον τομέα των υπηρεσιών”.
Στην Τσεχία, η ομοθυμία γύρω από τα μέτρα περιορισμού της υγειονομικής κρίσης δεν συνόδευσε και τα μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων. Πιο συγκεκριμένα, όπως λέει ο Βάτσλαβ Κοπέτσκι, “τα μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων για να επιβιώσουν στην κρίση αμφισβητήθηκαν αρκετά. Ανάμεσα στα μέτρα περιλαμβάνονται το λεγόμενο Κurzarbeit (σ.σ. εργασία με μειωμένο ωράριο και εν μέρει επιδότηση του μισθού), η άμεση οικονομική υποστήριξη κάποιων επιχειρήσεων και εγγυημένα δάνεια για άλλες, μία ή δύο φορές παροχή επιδόματος στους αυτοαπασχολούμενους καθώς και ειδική άδεια για όσους χρειάζεται να μείνουν σπίτι με τα παιδιά τους”.
Όπως σημειώνει ο κ. Κοπέτσκι δεν αμφισβητήθηκε τόσο η φύση των μέτρων όσο οι όροι τους. “Οι όροι για τους δικαιούχους του εκάστοτε μέτρου είτε προκαλούσαν συχνά σύγχυση επειδή περιλάμβαναν πολλές εξαιρέσεις, είτε δεν κάλυπταν κάποιες ομάδες του πληθυσμού. Για παράδειγμα η περιοχή της Πράγας, με τη δικαιολογία ότι είναι η πιο πλούσια περιοχή της χώρας, αποκλείστηκε από κάποια από τα μέτρα”.
“Η στήριξη της κυβέρνησης σε εργαζόμενους και επιχειρήσεις ήταν πολύ μικρή”, λέει η Ταλ Σνάιντερ αναφερόμενη στο Ισραήλ. “Αν ο εργοδότης σου σε έβαζε σε καθεστώς αναστολής σύμβασης εργασίας, δικαιούσουν επίδομα ανεργίας, αλλά αυτό ίσχυε μόνο για όσους είναι υπάλληλοι. Οι αυτοαπασχολούμενοι και οι μικροί επιχειρηματίες που απασχολούν έναν ή δύο εργαζόμενους έμειναν εκτός. Η στήριξη των μεγαλύτερων επιχειρήσεων άρχισε στα μέσα του Ιουνίου, με εγγυημένα από το κράτος δάνεια με πιο ευνοϊκούς όρους. Το όριο για τη χρηματοδότηση πιο μικρών επιχειρήσεων ήταν επίσης πολύ χαμηλό με αποτέλεσμα πολλές να παραμείνουν εκτός”. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι η πανδημία βρήκε το Ισραήλ μετά από μια δεκαετία σταθερής και ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης και μεγάλων επενδύσεων, οπότε προφανώς πολλές επιχειρήσεις στη χώρα βρίσκονταν σε αρκετά καλή κατάσταση.
Ο ρόλος των ειδικών
Στην Ελλάδα, το πρόσωπο της διαχείρισης της πανδημίας εκ μέρους του ελληνικού κράτους έγινε ο επικεφαλής της επιτροπής λοιμωξιολόγων που συστάθηκε ακριβώς για αυτό τον σκοπό, ο γνωστός πια σε κάθε Έλληνα, Σωτήρης Τσιόδρας. Φαίνεται όμως ότι και σε άλλες χώρες, όπως στις ΗΠΑ, υπήρξε η ανάγκη η υγειονομική διαχείριση της πανδημίας να συνδεθεί με το πρόσωπο ενός γιατρού που θα εξηγεί αναλυτικά στην κοινή γνωμή τις εξελίξεις και την αβεβαιότητα γύρω από μια τόσο σοβαρή κατάσταση. Ωστόσο, τόσο η αντίδραση της κοινής γνώμης όσο και η συμπεριφορά των ίδιων των ειδικών, δεν ήταν πάντοτε προβλέψιμη, ούτε προκαλούσε τη συναίνεση, όπως συνέβη με τον κ. Τσιόδρα.
Μια ενδιαφέρουσα ιστορία έρχεται από τη Ρουμανία. “Πιθανόν το βασικό πρόσωπο στον χώρο της υγείας ήταν ο επικεφαλής του Εθνικού Ινστιτούτου Λοιμωδών Νοσημάτων”, λέει ο Άντριαν Γκιόργκε, αναφερόμενος στον δρ. Άντριαν Στρίνου Σερσέλ. “Με εξαντλητική παρουσία στα μέσα ενημέρωσης, από μεταμεσονύχτια τηλεοπτικά τοκ σόου μέχρι συνεντεύξεις τύπου, αναδείχθηκε σε επιδραστικό ‘αρχιτέκτονα’ της αντίδρασης στην πανδημία”, εξηγεί.
Στη Ρουμανία, όπως και στην Ελλάδα, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είναι ορθόδοξοι χριστιανοί, επομένως ο εορτασμός του Πάσχα με τους περιορισμούς του lockdown ήταν ένα θέμα που απασχόλησε αρκετά την κοινή γνώμη. “Ενόψει του Σαββατοκύριακου του Πάσχα, [ο επικεφαλής λοιμωξιολόγος] έδωσε στη δημοσιότητα ένα ανεπίσημο σχέδιο 9 σελίδων για τη χαλάρωση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης. Μεταξύ άλλων το σχέδιο περιείχε μέτρα όπως η υποχρεωτική καραντίνα (σε ξενοδοχεία) για όλους τους ηλικιωμένους. Αυτό το μέτρο προκάλεσε εξαιρετικά πικρόχολες αντιδράσεις στη δημόσια σφαίρα, ανάμεσά τους παρομοιώσεις με ‘σοβιετικά γκούλαγκ’ και με ‘φασισμό’. Η κυβέρνηση και η προεδρία κράτησαν αποστάσεις από το σχέδιο αυτό το οποίο τελικά δεν εφαρμόστηκε ποτέ”.
Ωστόσο, σε γενικές γραμμές ο κ. Γκιόργκε υποστηρίζει ότι “η εμπειρία της πανδημίας στη Ρουμανία δεν εξέπληξε κανέναν: ήμασταν κοντά στον μέσο όρο σε όλα, στον χρονισμό των πρώτων κρουσμάτων και θανάτων, στον ρυθμό εξάπλωσης και στη θνησιμότητα, στα τεστ που γίνονταν, στο είδος των μέτρων που ανακοινώθηκαν”. Παρόλα αυτά, μετά τα μέσα του Ιουνίου φαίνεται ότι και στη Ρουμανία ο αριθμός των διαγνωσμένων κρουσμάτων επιστρέφει στα επίπεδα του Απριλίου.
Από την άλλη πλευρά, η “χαλαρή” αντίδραση χωρών όπως η Σουηδία εξέπληξε πολλούς ήδη από την αρχή. Η Σοφία Μπένγκτσον περιγράφει το κλίμα των πρώτων ημερών του lockdown: “Ο κόσμος τότε χωρίστηκε σε δυο στρατόπεδα: σε εκείνους που βασικά ήθελαν να γίνει εθνικός ήρωας ο επικεφαλής επιδημιολόγος μας [Άντερς Τέγκνελ] και σε εκείνους που ήταν πεπεισμένοι ότι η Σουηδία είναι καταδικασμένη. Είναι δύσκολο κάποιος να καταλάβει γιατί η Σουηδία αντέδρασε τόσο διαφορετικά από τις περισσότερες άλλες χώρες, ακόμα και από τις γειτονικές μας Βόρειες Χώρες που νέκρωσαν κι αυτές ολόκληρες τις οικονομίες τους”. Eκ των υστέρων, και ο ίδιος ο Τέγκνελ αναγνώρισε λάθη στην ασυνήθιστη στρατηγική της Σουηδίας σχετικά με την εξάπλωση του κορωνοϊού.
Όψεις της πόλωσης και της συναίνεσης
Το πολιτικό κλίμα στη Σουηδία και η κοινή γνώμη χαρακτηρίζονταν από ολοένα μεγαλύτερη πόλωση τα τελευταία δύο χρόνια και ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση διαχειρίστηκε την κρίση ήρθε να προστεθεί σε αυτό το κλίμα”, λέει η Σοφία Μπένγκτσον αναφορικά με το πολιτικό κλίμα στη χώρα έπειτα από ένα τέτοιο σοκ.
Είναι μάλλον κατανοητό γιατί ένα τόσο πολύπλευρο και έντονο γεγονός όπως το ταυτόχρονο ξέσπασμα μιας πανδημίας, με το πάγωμα της οικονομίας και τον περιορισμό της κίνησης των πολιτών επιδρά με ιδιαίτερα απρόβλεπτο τρόπο στα πολιτικά συστήματα. Κατά κάποιον τρόπο αυτή η ίδια επίδραση φαίνεται να καθορίζει και τις συνθήκες που επιτρέπουν ή αποτρέπουν τις μεταρρυθμίσεις και την προσαρμογή στις προκλήσεις.
Στην Τσεχία φαίνεται ότι επιβεβαιώθηκε ότι, καθώς το lockdown ήταν έγκαιρο και ο αριθμός των θανάτων έχει συγκρατηθεί μέχρι σήμερα σε περίπου 350, το ξέσπασμα της κρίσης ενίσχυσε την εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση. “Στην πρώτη φάση της αντιμετώπισης της πανδημίας, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις η κυβέρνηση είχε υποστήριξη 91%”, λέει ο Βάτσλαβ Κοπέτσκι. “Αυτοί οι αριθμοί, αναπόφευκτα, τελικά θα υποχωρήσουν όμως το κύριο κόμμα της κυβερνησης, το ANO 2011, μέχρι στιγμής ενίσχυσε τη θέση του”.
Στις 20 Απριλίου, όσο ίσχυε το lockdown, στο Ισραήλ, εξαιτίας της κρίσης του κορωνοϊού, σχηματίστηκε κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ των δυο βασικών αντιπάλων, Μπεντζαμίν Νετανιάχου και Μπένι Γκαντζ. Από τον Απρίλιο του 2019 και επί ένα χρόνο -μετά από μια σημαντική πολιτική κρίση και τρεις εθνικές εκλογές σε πολύ υψηλούς τόνους- οι δύο βασικοί αντίπαλοι δεν είχαν καταφέρει να βρουν κοινό τόπο και να σχηματίσουν κυβέρνηση. Στην περίπτωση του Ισραήλ, επομένως, μπορεί κάποιος να πει ότι η πανδημική κρίση έδρασε σαν καταλύτης εξελίξεων. Ωστόσο, σύμφωνα με την Ταλ Σνάιντερ, “τα δυο κόμματα συνεργάστηκαν μεν λόγω της πανδημίας όμως το πολιτικό πρόβλημα παραμένει. Τον Μάρτιο του 2021 έχουμε και πάλι εκλογές και οι τόνοι θα παραμείνουν υψηλοί. Είναι ακόμη πολύ δύσκολα και όχι ομαλά, η πόλωση παραμένει”.
Στη Ρουμανία το ξέσπασμα της πανδημίας υπήρξε η αφορμή για τη “μεταμόρφωση” ενός γνωστού ηγέτη, του Κλάους Γιοχάνις, που είχε πριν από λίγους μήνες κερδίσει για δεύτερη συνεχόμενη φορά τις εθνικές εκλογές. “Είναι αξιοσημείωτο που ο πρόεδρος έγινε ένα από τα πιο προβεβλημένα πρόσωπα της αντίδρασης στην πανδημία”, λέει ο Άντριαν Γκιόργκε. “Έχει γενικά την τάση να είναι διακριτικός στην παρουσία του (κάποιοι τον θεωρούν υπερβολικά διακριτικό) και, παρότι διαθέτει κύρος, θεωρείται επίσης κάπως αργός, “άνοστος” και αναποφάσιστος. Ο τόνος του όμως ήταν πολύ πιο έντονος αυτή τη φορά καθώς απευθυνόταν στους πολίτες τακτικά προκειμένου να εξηγήσει τα μέτρα που λαμβάνονταν”.
Αντίθετα, η πανδημία φαίνεται να εξέθεσε την ανεπάρκεια άλλων μελών της ίδιας κυβέρνησης. Για παράδειγμα, ο τέως υπουργός υγείας, Βίκτορ Κοστάτσε, παραιτήθηκε μεσούντος του lockdown. “Στα μάτια των ειδικών του δημόσιου τομέα το υπουργείο Υγείας είναι διαχρονικά, εδώ και δεκαετίες, ένα από τα υπουργεία με τη μικρότερη τεχνοκρατική επάρκεια”, λέει ο Άντριαν Γκιόργκε. “Η παραίτηση [του Κοστάτσε] αποδίδεται ανεπισήμως σε δηλώσεις του ότι σχεδίαζε να κάνει τεστ για κορωνοϊό σε ολόκληρο τον πληθυσμό του Βουκουρεστίου (πάνω από 2 εκατομμύρια) μέσα σε διάστημα μερικών εβδομάδων. Ήταν κάτι το οποίο η κοινή γνώμη χλεύασε και όλοι συμφώνησαν ότι εκείνη τη στιγμή αυτό δεν είχε κανένα νόημα και ήταν μάλιστα ανέφικτο να οργανωθεί”.
Διαβάζοντας και μαθαίνοντας για όλες αυτές τις εμπειρίες συνειδητοποιεί κάποιος ότι, σε ένα αρκετά υπερβατικό επίπεδο, το ξέσπασμα της πανδημίας ίσως είναι, μεταξύ άλλων και σημαντικότερων, μια καλή αφορμή κάποιος να φανταστεί (αλλά σε καμία περίπτωση να προβλέψει) το τι θα συνέβαινε στην Ελλάδα, αν οι πολίτες και οι αρχές αντιδρούσαν με διαφορετικό τρόπο από εκείνον που επέλεξαν. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον αβεβαιότητας, όταν οι επιλογές είναι πολλές και οι αποφάσεις λαμβάνονται άμεσα, έχει πάντοτε ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς τα πολλά εναλλακτικά σενάρια
πηγή: διαΝΕΟσις