Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθήνας
Έχουμε μπει για τα καλά στον προεκλογικό «πυρετό», κάτι που φαίνεται από τις πολιτικές κόντρες που συνεχώς εντείνονται. Όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στις εθνικές εκλογές, γεγονός απόλυτα θεμιτό.
Το βασικό ερώτημα όμως είναι κατά πόσο όλο αυτό που συμβαίνει, βοηθά πραγματικά στην προσπάθεια για την ανάκαμψη της χώρας. Πολύ φοβάμαι ότι για μία ακόμα φορά κοιτάμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος. Γνωρίζουμε όλοι ότι το 2019 θα είναι μία εκλογική χρονιά. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι πρέπει να θέσουμε στο περιθώριο τα ουσιαστικά προβλήματα που απασχολούν σήμερα την πλειοψηφία του ελληνικού λαού και βεβαίως το σύνολο της επιχειρηματικής κοινότητας. Πρόκειται για θέματα που έχουν ως επίκεντρο την πορεία της οικονομίας μας και τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων μας. Και για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων απαιτείται μία στοιχειώδη συναίνεση σε όλα τα επίπεδα.
Κατανοώ απόλυτα και τις φιλοδοξίες κομματικών στελεχών και τις ιδεοληπτικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Με λύπη μου όμως παρατηρώ ότι δίνεται περισσότερη σημασία στις στοχεύσεις κομμάτων και προσώπων από ότι στην προσπάθεια που οφείλουμε να κάνουμε όλοι για την αλλαγή πορείας της χώρας. Στεκόμαστε στα μικρά και χάνουμε τα μεγάλα.
Σήμερα η οικονομία μας βρίσκεται στο πιο κρίσιμο σταυροδρόμι καθόλη τη διάρκεια της καταστροφικής κρίσης. Τυπικά έχουμε απαλλαγεί από τα μνημόνια. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε πια να εφαρμόσουμε πολιτικές που θα στοχεύουν στην ανάκαμψη και την ανάπτυξη, χωρίς να εγκλωβιζόμαστε από τις διαθέσεις δανειστών και εταίρων. Και αντί να είμαστε όλοι μαζί σε αυτή τη διαδικασία, βλέπουμε ακόμα μία φορά να κυριαρχούν η εσωστρέφεια, ο διχασμός, η αντιπαλότητα. Είναι σαν να μην έχουμε διδαχθεί τίποτα από όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης. Δεν υπάρχει η πολυτέλεια του χρόνου ούτε για πειραματισμούς, ούτε για καθυστερήσεις.
Είναι απολύτως αναγκαίο να ξεκαθαρίσει άμεσα το πότε ακριβώς θα γίνουν οι εθνικές εκλογές, ώστε να μην «σέρνεται» μία παρατεταμένη προεκλογική περίοδος με όλα τα αρνητικά που έχει για την αγορά και την οικονομία. Έχουμε πει σε όλους τους τόνους ότι στην Ελλάδα η περίοδος προ μίας εκλογικής αναμέτρησης είναι αιτία για παύση δραστηριοτήτων, κάτι που μπορεί να αποδειχθεί καταστροφικό για την κατάσταση που βρισκόμαστε. Σε καμία περίπτωση βέβαια δεν υπαινίσσομαι ότι είμαι κατά των εκλογών. Θα πρέπει όμως να γίνει ξεκάθαρο ότι μέχρι να γίνουν και να αποφασίσει το εκλογικό σώμα για την διακυβέρνηση του τόπου τα επόμενα 4 χρόνια, οφείλουν όλοι να εργαστούν αρμονικά για τη διευθέτηση «ανοικτών» θεμάτων που απειλούν την επιστροφή στην κανονικότητα. Τα «αγκάθια» της υπερφορολόγησης, των υψηλών ασφαλιστικών εισφορών, των ληξιπρόθεσμων οφειλών, των μη εξυπηρετούμενων δανείων, της έλλειψης σοβαρών επενδυτικών σχεδίων, της διαιώνισης παθογενειών όπως η φοροδιαφυγή, δεν «πληγώνουν» μόνο τους επαγγελματίες και τις επιχειρήσεις ή τους ψηφοφόρους του ενός ή του άλλου κόμματος. Απειλούν ευθέως τις προοπτικές ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας και στέκονται ως ανάχωμα στις όποιες πιθανότητες ανάπτυξης. Δηλαδή μας αφορούν όλους. Και τον τελευταίο πολίτη.
Μπροστά σε αυτούς τους κινδύνους δεν είναι και το πιο λογικό πράγμα οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου να συνεχίζουν στην τακτική της πόλωσης και της στείρας αντιπαράθεσης. Απαιτείται λοιπόν σύνεση και ψυχραιμία. Και αυτά τα στοιχεία θα πρέπει να κυριαρχήσουν και την επομένη των εκλογών, καθώς θεωρώ ότι δεν είναι εφικτό -όσο και να θέλουμε- να έχουμε ξεπεράσει την κρίση μέσα σε ελάχιστους μήνες. ‘Αρα η συνεργασία θα πρέπει να συνεχιστεί και αφού αναδειχθεί η όποια νέα κυβέρνηση.
Είναι καιρός πια να αλλάξουμε κουλτούρα. Να επενδύσουμε σε έναν ευρύτερο αναπτυξιακό σχεδιασμό που θα έχει προκύψει μέσα από συναινετικές διαδικασίες. Να σταθούμε όλοι στο ύψος των περιστάσεων και να δούμε ποια είναι αυτά που μας ενώνουν και όχι αυτά που μας χωρίζουν. Αυτά που αναφέρω δεν αφορούν βέβαια μόνο τις πολιτικές δυνάμεις. Είναι επιτακτική η ανάγκη για ευρύτερες συνεργασίες φορέων, κοινωνικών εταίρων, συνδικαλιστικών οργανώσεων, πολιτών.
Και σε αυτό το πλαίσιο βέβαια εντάσσονται και τα επιμελητήρια. Οι φορείς που μπορούν να στηρίξουν επαγγελματίες και επιχειρήσεις, να προτείνουν λύσεις και να αναλάβουν ουσιαστικές πρωτοβουλίες ενίσχυσης του επιχειρείν. Ως πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, του μεγαλύτερου επιμελητηρίου της χώρας, θεωρώ ότι η συνεργασία μεταξύ των επιμελητηρίων μπορεί να δώσει «πνοή» στην επιχειρηματικότητα. Το αποτέλεσμα των κοινών δράσεων, της ανταλλαγής απόψεων αλλά και τεχνογνωσίας είναι δεδομένο ότι θα λειτουργήσει υπέρ των εκατοντάδων χιλιάδων μελών μας και ταυτόχρονα θα ενισχύσει αφάνταστα τις επιχειρήσεις μας και βέβαια τον Επιμελητηριακό θεσμό. Γιατί ελπίζω να καταλαβαίνουμε όλοι ότι τα ίδια προβλήματα έχει ο μικρομεσαίος της Αθήνας με αυτόν της Θεσσαλονίκης. Τις ίδιες αγωνίες ο επαγγελματίας της Λάρισας με αυτόν της Πάτρας. Και η επίλυση ενός προβλήματος θα είναι προς όφελος όλων.
Εκτιμώ ότι έφτασε η ώρα που πρέπει να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας και να στοχεύσουμε αποκλειστικά στην αλλαγή πορείας της οικονομίας μας με μπροστάρηδες τους μικρομεσαίους. Η επιχειρηματικότητα μπορεί να αλλάξει το κλίμα άρα στην ενίσχυση και την πρόοδο της οφείλουμε να επενδύσουμε.