Για την κλιματική κρίση και την πράσινη ανάκαμψη αναφέρθηκε αναλυτικά ο διοικητής της ΤτΕ, κ. Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στους φοιτητές τους Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς: «Κλιματική Κρίση και Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών».
Μεταξύ άλλων, επεσήμανε τον κρίσιμο και διττό ρόλο που έχουν να διαδραματίσει ο ασφαλιστικός κλάδος καθώς αποτελεί κρίσιμο παράγοντα: αφενός να απορροφά, μέσω των αντίστοιχων ασφαλιστικών προϊόντων, τις ζημίες που προκαλούνται από ακραία κλιματικά φαινόμενα και αφετέρου να συμβάλλει στην ενίσχυση των κλιματικών πολιτικών μέσω της προσεκτικής επιλογής των επενδύσεών τους με έμφαση σε δραστηριότητες που υποστηρίζουν το μετριασμό και την προσαρμογή.
H αύξηση της έκθεσης στα ακραία καιρικά φαινόμενα, και συνεπώς της τρωτότητας ευάλωτων πληθυσμών παγκοσμίως, θα οδηγήσει σε αυξημένες πιέσεις για μηχανισμούς αποφυγής, μετριασμού και αποκατάστασης των ζημιών και συνεπώς για πολιτικές μετακύλισης και επιμερισμού του κινδύνου. Για το λόγο αυτό, οι πολιτικές της ασφάλισης κλιματικού κινδύνου πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο της στρατηγικής της βιώσιμης ανάπτυξης.
Όπως σχολιάζει επίσης: “Επιπλέον, η ενσωμάτωση κριτηρίων ESG – περιβαλλοντικών (environmental), κοινωνικών (social) και διακυβέρνησης (governance) – στη λήψη επιχειρηματικών και επενδυτικών αποφάσεων μπορεί να κινητοποιήσει κεφάλαια για επενδύσεις σε δράσεις μετριασμού της κλιματικής αλλαγής και προσαρμογής σε αυτήν. Ωστόσο, κατά τη διαδικασία αυτή είναι απαραίτητο να υπάρχει σαφές πλαίσιο και εργαλεία για τη διαχείριση των κλιματικών κινδύνων και τη στήριξη της βιώσιμης χρηματοδότησης.
Η διαφάνεια, δηλαδή η δημοσιοποίηση σχετικών με το κλίμα στοιχείων και η υποβολή αναφορών για τους κλιματικούς κινδύνους, θα επιτρέψει στις αγορές να αναλάβουν ηγετικό ρόλο στη μετάβαση και να αξιολογήσουν τις νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες. Γι’ αυτό και είναι αναγκαίο να εφαρμοστεί το πανευρωπαϊκό σύστημα ταξινόμησης των πράσινων και βιώσιμων δραστηριοτήτων, το οποίο αποτελεί τη βάση για τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης. Η σωστή εκτίμηση και η εποπτεία των χρηματοοικονομικών κινδύνων, που πηγάζουν από την πράσινη μετάβαση, είναι σημαντικοί παράγοντες για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης και τη διαφύλαξη της σωστής λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος”.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΟΛΗ Η ΟΜΙΛΙΑ
Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς:
«Κλιματική Κρίση και Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών»
“Χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκομαι μαζί σας σήμερα και που έχω την ευκαιρία να μοιραστώ τις σκέψεις μου για την κλιματική κρίση και την πράσινη ανάκαμψη.
Η βιωσιμότητα, όπως ήδη ξέρετε, δεν είναι πολυτέλεια, αλλά προϋπόθεση για την πορεία μας στο μέλλον. Ο επαναπροσδιορισμός της ανάπτυξης στην τρέχουσα συγκυρία είναι αναπόφευκτος και η έννοια της βιωσιμότητας έρχεται να τονίσει αυτό ακριβώς που λείπει σήμερα, μία ισότιμη και παράλληλη ανάπτυξη των τριών πυλώνων της, του περιβάλλοντος, της οικονομίας και της κοινωνίας.
Παρόλη την αυξανόμενη παγκόσμια ανησυχία για το κλίμα, οι δεσμεύσεις των κρατών για μειώσεις των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα δεν είναι ικανές να συγκρατήσουν την άνοδο της θερμοκρασίας στο στόχο του +1,5°C βαθμού Κελσίου έως το 2100 – με το σενάριο των 3 βαθμών να φαίνεται πιθανότερο, τη στιγμή που είμαστε ήδη περίπου 1 βαθμό Κελσίου πάνω από τα επίπεδα της προβιομηχανικής περιόδου.
Τα αυστηρά μέτρα περιορισμού της οικονομικής και κοινωνικής ζωής (lockdown), λόγω της πανδημίας COVID-19, εκτιμήθηκε ότι οδηγούν σε μείωση των παγκόσμιων εκπομπών CO2 κατά 4-7% για το 2020.[1] Ωστόσο, για να επιτύχουμε το μετριασμό της κλιματικής αλλαγής στο στόχο του +1,5°C, χρειάζεται τουλάχιστον μια αντίστοιχη μείωση κάθε χρόνο, έως το 2030. Τόσο δραστικά είναι τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν − και η πανδημία τονίζει τις διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται για μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία.
Παράλληλα, η πανδημία έχει προκαλέσει παγκόσμια ύφεση, πολύ σοβαρά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, μεγάλη αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους και σοβαρά διλήμματα νομισματικής πολιτικής. Έχει όμως και τη θετική πλευρά της: Έχει δημιουργήσει συνθήκες κοινής οικονομικής και νομισματικής δράσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που, εάν συνεχιστεί, θα αποτελέσει σημαντικό βήμα προόδου για μια πραγματική οικονομική, και όχι μόνο νομισματική, ένωση.
Επιπλέον, όπως κάθε κρίση αποτελεί συνάμα και ευκαιρία, έτσι, η πανδημία αποτελεί ευκαιρία για πράσινη ανάκαμψη μέσω και του Next Generation EU, μέρος του οποίου προορίζεται για πράσινες επενδύσεις, διευκολύνοντας τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία,[2] την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και τη δημιουργία ανθεκτικών υποδομών.
Η πράσινη ανάκαμψη είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί. Την αμέσως επόμενη χρονική περίοδο, εκτιμάται ότι οι χώρες θα επενδύσουν πάνω από 20 τρισεκ. δολάρια για να ανακάμψουν από τις επιπτώσεις του COVID-19.[3] Αυτές οι επενδυτικές αποφάσεις θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό το μέλλον των κοινωνιών μας και την ικανότητα να ανταποκριθούμε στις περιβαλλοντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει ήδη ο κόσμος σήμερα.
Οι ευκαιρίες της πράσινης ανάκαμψης υπογραμμίζουν το όφελος από τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία[4] και σχετίζονται με την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και τη δημιουργία ανθεκτικών υποδομών, την ανάπτυξη και εφαρμογή νέων τεχνολογιών, την παραγωγή κλιματικών δεδομένων και αναλύσεων, την ανάπτυξη προϊόντων πράσινης χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (green fintech) και πολλά άλλα.
Φυσικά, η μετάβαση αυτή συνεπάγεται κόστος, αλλά πολύ μεγαλύτερο θα είναι το κόστος αν συνεχίσουμε με ένα σενάριο μη δράσης (business as usual). Για την Ελλάδα συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις μελέτες μας για τις επιπτώσεις που θα έχει η κλιματική αλλαγή, αν συνεχιστεί με τους σημερινούς ρυθμούς, στο φυσικό και στο ανθρωπογενές περιβάλλον της χώρας καθώς και στους τομείς της εθνικής οικονομίας, το ΑΕΠ της Ελλάδος εκτιμάται ότι, ceteris paribus, μειώνεται κατά 2% σε ετήσια βάση έως το 2050 και ακόμη περισσότερο έως το 2100, ενώ το συνολικό κόστος για την ελληνική οικονομία, σωρευτικά μέχρι το 2100, είναι δυνατόν να φθάσει τα 701 δισεκ. ευρώ.[5],[6]
Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη κεντρική τράπεζα που ασχολήθηκε και ασχολείται συστηματικά με το θέμα της κλιματικής αλλαγής. Το 2009 σύστησε την Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ), η οποία συνεχίζει όλα αυτά τα χρόνια να συμβάλλει με την έρευνά της στο κρίσιμο ζήτημα της αλλαγής του κλίματος. Στόχος μας είναι η ανάδειξη των κινδύνων και των ευκαιριών που εκπορεύονται από τη μεταβολή του κλίματος, καθώς οι μελέτες έχουν δείξει πως η κλιματική αλλαγή επηρεάζει σημαντικά την οικονομία και αναδεικνύεται ως βασική παράμετρος στη χάραξη των σχετικών πολιτικών.
Το περιβάλλον, τα οικοσυστημικά αγαθά και οι υπηρεσίες αποτελούν τη βάση της παγκόσμιας οικονομίας. Η αναγνώριση της αξίας τους, η εκτίμησή τους και η σύνδεσή τους με οικονομικούς δείκτες προωθούν τη βιώσιμη αξιοποίηση των φυσικών πόρων και της διαχείρισης των φυσικών συστημάτων, μέσα στο πλαίσιο της αειφορίας. Στην ΕΜΕΚΑ, οικονομολόγοι του περιβάλλοντος και της ενέργειας σε συνεργασία με κλιματολόγους, φυσικούς, βιολόγους, μηχανικούς και κοινωνικούς επιστήμονες, εκπονούν μελέτες που αξιολογούν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην ελληνική οικονομία, αναλύουν τις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα, και προτείνουν τρόπους προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας προς βιώσιμα μοντέλα ανάπτυξης.
Οι μελέτες μας, στο σύνολό τους, αναδεικνύουν τον πλούτο των φυσικών πόρων της Ελλάδας, αλλά κυρίως καταδεικνύουν τους κινδύνους που απειλούν το φυσικό και το ανθρωπογενές περιβάλλον της χώρας, διαπιστώνοντας ότι η κλιματική αλλαγή έχει δυσμενείς έως εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της εθνικής οικονομίας. Σύμφωνα με σχετική ανάλυση τρωτότητας,[7] η οποία ποσοτικοποιεί και κατατάσσει τους αναμενόμενους κλιματικούς κινδύνους για την ελληνική επικράτεια, η γεωργία είναι ο τομέας που αναμένεται να πληγεί περισσότερο από την κλιματική αλλαγή, ενώ οι επιπτώσεις στον τουρισμό και τα παράκτια συστήματα θα επηρεάσουν σημαντικά το εισόδημα των νοικοκυριών και την οικονομία συνολικά. Ιδιαίτερη σημασία έχει επίσης ο τομέας των υδάτινων αποθεμάτων, από τα οποία εξαρτάται τόσο η γεωργία όσο και η ύδρευση.
Η έρευνα της ΕΜΕΚΑ, έχει επιπλέον αναδείξει τη σημασία των πολιτικών αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης και κυρίως την ανάγκη ύπαρξης πολιτικής προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, ως μέτρο μείωσης των ζημιών. Έτσι, εκτός από τη χρηματοδότηση της μετάβασης σε μια οικονομία μηδενικών καθαρών εκπομπών άνθρακα, είναι αναγκαίο να χρηματοδοτηθεί και η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, όπως τονίζει και η Συμφωνία των Παρισίων που απαιτεί την ανάληψη δράσεων για να αντιμετωπιστούν όχι μόνο τα αίτια αλλά και οι συνέπειες του μεταβαλλόμενου κλίματος.
Επιπλέον, η τρέχουσα αποτυχία εφαρμογής πολιτικών μετριασμού της κλιματικής αλλαγής σε παγκόσμιο επίπεδο σημαίνει ότι όλες οι χώρες θα έρθουν αντιμέτωπες με τις επιπτώσεις της μεταβολής του κλίματος. Οι πολιτικές προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, όπως τα Εθνικά Σχέδια Προσαρμογής, και η χρηματοδότηση σχετικών δράσεων θα συμβάλουν στην αποφυγή ή την ελάττωση του κόστους των συναφών ζημιών, καθώς και στη βελτίωση της ανθεκτικότητας των χωρών.
Για το λόγο αυτό, στο πλαίσιο Μνημονίου Συνεργασίας που υπογράψαμε με το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (επί Υπουργίας του κ. Μανιάτη) και την Ακαδημία Αθηνών, σχεδιάσαμε το 2015 την Εθνική Στρατηγική για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή και τώρα συμβάλλουμε στην εφαρμογή της μέσα από τη συμμετοχή μας στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα Life IP – AdaptInGr “Boosting the implementation of adaptation policy across Greece”.
Το οκταετές αυτό πρόγραμμα αποτελεί σήμερα το σημαντικότερο έργο για την προσαρμογή της χώρας μας στις επιπτώσεις της αλλαγής του κλίματος. Τελεί υπό τον συντονισμό του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με τη συμμετοχή 19 φορέων, μεταξύ άλλων, της Ακαδημίας Αθηνών, του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Περιφερειών και Δήμων της χώρας. Στόχος του έργου είναι να υποστηριχθεί τόσο η διαδικασία σχεδιασμού όσο και η υλοποίηση των αναγκαίων μέτρων προσαρμογής σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο και να αποτελέσει μοχλό κινητοποίησης προκειμένου να προσαρμοστούμε στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής τα επόμενα χρόνια.
Αυτή τη στιγμή, μεγάλο μέρος της παγκόσμιας χρηματοδότησης για την κλιματική δράση προορίζεται για το μετριασμό της κλιματικής αλλαγής. Κρίσιμη είναι όμως, όπως ανέφερα, και η χρηματοδότηση της ανθεκτικότητας και των δράσεων προσαρμογής στις μεταβολές του κλίματος, τη στιγμή που μεγάλο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού αντιμετωπίζει ήδη τις συνέπειες των ακραίων καιρικών φαινομένων.
Σύμφωνα με έκθεση της Global Commission on Adaptation, την οποία υπογράφουν ο Ban Ki-moon, η Kristalina Georgieva και ο Bill Gates, οι επενδύσεις που χρειάζονται για την ενίσχυση της παγκόσμιας ανθεκτικότητας και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή φτάνουν τα 1,8 τρισεκ. δολάρια,[8] τα οποία μέσα στην επόμενη δεκαετία υπολογίζεται πως θα συμβάλλουν σε 7,1 τρισεκ. δολάρια «τριπλού οφέλους»[9] – οικονομικό όφελος από την μείωση του κλιματικού κινδύνου, την αποφυγή ζημιών και εν τέλει το συνολικό περιβαλλοντικό και κοινωνικό όφελος. Για τους υπολογισμούς αυτούς, η έκθεση εστιάζει σε πέντε κρίσιμους τομείς: τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης, τις ανθεκτικές στην κλιματική αλλαγή υποδομές, τις βελτιωμένες γεωργικές καλλιέργειες, την προστασία των δασών θαλάσσιων τροπικών και υποτροπικών περιοχών (mangrove forests[10]) και τις επενδύσεις στην ανθεκτικότητα των υδάτινων πόρων.
Παρόλο που οι επενδύσεις στην ανθεκτικότητα και τις δράσεις προσαρμογής έχουν σαφή οικονομικά οφέλη, τις περισσότερες φορές απαιτούν σημαντική εμπροσθοβαρή χρηματοδότηση πριν αποκομίσουν μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα κέρδη. Παράλληλα, οι επενδύσεις αυτές δεν δημιουργούν βραχυπρόθεσμο κέρδος για την προσέλκυση ιδιωτών επενδυτών. Χρειάζεται επομένως ο δημόσιος τομέας να εντείνει τις προσπάθειες χρηματοδότησης και δημιουργίας κινήτρων για την αύξηση της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στις επενδύσεις προσαρμογής.
Επιπλέον, ο ιδιωτικός τομέας χρειάζεται να αναγνωρίζει πως και η δική του βιωσιμότητα βασίζεται στη βιωσιμότητα και την ανθεκτικότητα της κοινωνίας και του περιβάλλοντος στο οποίο λειτουργεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της εταιρείας BASF όπου η πτώση της στάθμης του ποταμού Ρήνου στη Γερμανία, λόγω της μεταβολής του κλίματος, οδήγησε σε σημαντικές δυσκολίες ανεφοδιασμού με πρώτες ύλες και εν τέλει, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, στην κατακόρυφη πτώση των κερδών της εταιρείας για το 2018. [11]
Στην τρέχουσα συνθήκη, το χρηματοπιστωτικό σύστημα μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά, τόσο με τις πρακτικές του όσο και με το ειδικό του βάρος, ιδιαίτερα καθώς η συνέργεια δημοσίου και ιδιωτικού τομέα είναι απαραίτητη για τη χρηματοδότηση της πράσινης μετάβασης. Υπάρχουν βέβαια πολλές προκλήσεις, καθώς χρειάζονται προσαρμογές της επιχειρηματικής στρατηγικής και των καθιερωμένων πρακτικών.
Σε αυτή την κατεύθυνση, ο ΟΗΕ, μέσω του Finance Initiative του Προγράμματος Περιβάλλοντος (United Nations Environment Programme Finance Initiative – UNEP FI) προτείνει αρχές αειφορίας για τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, της σύγχρονης τραπεζικής, ασφαλιστικής και επενδυτικής πρακτικής. Πιο συγκεκριμένα, για τον τραπεζικό τομέα, πριν από ένα περίπου χρόνο, υπεγράφησαν οι Αρχές Υπεύθυνης Τραπεζικής του UNEP FI, και σήμερα, ένα χρόνο μετά, περισσότερες από 190 τράπεζες διεθνώς είναι μέρος αυτής της συμμαχίας που εργάζεται για να ενσωματώσει τη βιωσιμότητα στην επιχειρηματική στρατηγική και τη σύγχρονη τραπεζική πρακτική. Μέσα από την υιοθέτησή τους, οι Αρχές διευκολύνουν τις τράπεζες να θέσουν στόχους αειφορίας και διαφάνειας, να εντάξουν μετρήσιμους περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς στόχους στη στρατηγική τους, να ελέγχουν και να υπολογίζουν την επίδραση των χρηματοδοτήσεών τους και να δημοσιοποιούν και να βελτιώνουν τον αντίκτυπό τους, θετικό ή αρνητικό, στην κοινωνία και το περιβάλλον. Η Τράπεζα της Ελλάδος, είναι η πρώτη κεντρική τράπεζα παγκοσμίως που προσυπέγραψε τις αρχές και έχει ενθαρρύνει και τις υπόλοιπες τράπεζες να κάνουν το ίδιο.
Την ίδια στιγμή, και οι κεντρικές τράπεζες έχουν πλέον εντατικοποιήσει την ενασχόλησή τους με το θέμα της κλιματικής αλλαγής, μέσα και από τη σημαντική πρωτοβουλία σύστασης του Δικτύου Κεντρικών Τραπεζών και Εποπτικών Αρχών για ένα Πράσινο Χρηματοοικονομικό Σύστημα[12] (Network of Central Banks and Supervisors for Greening the Financial System – NGFS) στο οποίο συμμετέχει και η Τράπεζα της Ελλάδος.
Σημαντικό, διττό ρόλο σε αυτή τη συνθήκη έχουν και οι αγορές ιδιωτικής ασφάλισης: αφενός να απορροφούν, μέσω των αντίστοιχων ασφαλιστικών προϊόντων, τις ζημίες που προκαλούνται από ακραία κλιματικά φαινόμενα και αφετέρου να συμβάλλουν στην ενίσχυση των κλιματικών πολιτικών μέσω της προσεκτικής επιλογής των επενδύσεών τους με έμφαση σε δραστηριότητες που υποστηρίζουν το μετριασμό και την προσαρμογή. H αύξηση της έκθεσης στα ακραία καιρικά φαινόμενα, και συνεπώς της τρωτότητας ευάλωτων πληθυσμών παγκοσμίως, θα οδηγήσει σε αυξημένες πιέσεις για μηχανισμούς αποφυγής, μετριασμού και αποκατάστασης των ζημιών και συνεπώς για πολιτικές μετακύλισης και επιμερισμού του κινδύνου. Για το λόγο αυτό, οι πολιτικές της ασφάλισης κλιματικού κινδύνου πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο της στρατηγικής της βιώσιμης ανάπτυξης.
Επιπλέον, η ενσωμάτωση κριτηρίων ESG – περιβαλλοντικών (environmental), κοινωνικών (social) και διακυβέρνησης (governance) – στη λήψη επιχειρηματικών και επενδυτικών αποφάσεων μπορεί να κινητοποιήσει κεφάλαια για επενδύσεις σε δράσεις μετριασμού της κλιματικής αλλαγής και προσαρμογής σε αυτήν.
Ωστόσο, κατά τη διαδικασία αυτή είναι απαραίτητο να υπάρχει σαφές πλαίσιο και εργαλεία για τη διαχείριση των κλιματικών κινδύνων και τη στήριξη της βιώσιμης χρηματοδότησης. Η διαφάνεια, δηλαδή η δημοσιοποίηση σχετικών με το κλίμα στοιχείων και η υποβολή αναφορών για τους κλιματικούς κινδύνους, θα επιτρέψει στις αγορές να αναλάβουν ηγετικό ρόλο στη μετάβαση και να αξιολογήσουν τις νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες. Γι’ αυτό και είναι αναγκαίο να εφαρμοστεί το πανευρωπαϊκό σύστημα ταξινόμησης[13] των πράσινων και βιώσιμων δραστηριοτήτων, το οποίο αποτελεί τη βάση για τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης. Η σωστή εκτίμηση και η εποπτεία των χρηματοοικονομικών κινδύνων, που πηγάζουν από την πράσινη μετάβαση, είναι σημαντικοί παράγοντες για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης και τη διαφύλαξη της σωστής λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.[14]
Προς την κατεύθυνση αυτή, ο δυνητικός επανακαθορισμός των κανονιστικών αρμοδιοτήτων, σε ευθυγράμμιση με τη Συμφωνία των Παρισίων και τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, θα προσφέρει το πλαίσιο για ένα πράσινο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Χρειαζόμαστε ωστόσο περισσότερη έρευνα, εργαλεία αξιολόγησης και επιστημονικά τεκμηριωμένη πληροφόρηση σχετικά με τις επιπτώσεις που έχει οτιδήποτε προβάλλεται ως “πράσινο”, έτσι ώστε να αποφύγουμε την απατηλή χρήση του όρου (“greenwashing”).
Όμως, πέρα από την υποβολή αναφορών για τους κλιματικούς κινδύνους, πρέπει να δοθεί έμφαση και σε περιβαλλοντικούς κινδύνους και κρίσιμα ζητήματα, όπως η απώλεια της βιοποικιλότητας. Η δημοσιοποίηση χρηματοοικονομικών δεδομένων που θα περιλαμβάνουν και τις επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον, θα υποστηρίξουν τη μετάβαση σε μια οικονομία που δεν θα είναι μόνο ουδέτερη ως προς τον άνθρακα αλλά και περιβαλλοντικά βιώσιμη.
Επιπλέον, κατά το σχεδιασμό των πολιτικών αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη πως η μετάβαση στην πράσινη οικονομία οφείλει να είναι δίκαιη. Η κλιματική αλλαγή, καθώς και οι πολιτικές αντιμετώπισής της, έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Το σύνθημα της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας “κανείς δεν θα μείνει πίσω” ανταποκρίνεται σ’ αυτήν ακριβώς την ανάγκη για δίκαιη μετάβαση. Για το σκοπό αυτό, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Δίκαιης Μετάβασης και το Επενδυτικό Σχέδιο “Βιώσιμη Ευρώπη” επιδιώκουν να στηρίξουν μια πράσινη μετάβαση που θα βασίζεται στην αλληλεγγύη και τη δικαιοσύνη.
Ιδιαίτερη πρόκληση αποτελούν επίσης και οι εξελίξεις στην τεχνολογία, την καινοτομία και την επιστήμη, που είναι o κινητήριος μοχλός της ανάπτυξης μέσω της ολικής παραγωγικότητας, καθώς και καταλύτης για ένα βιώσιμο μέλλον. Η πρόοδος και η ψηφιακή εποχή έχουν δημιουργήσει ένα νέο τοπίο, αυτό της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, όπου η ψηφιακή τεχνολογία, μεταξύ άλλων, αυξάνει την παραγωγικότητα, μειώνει το κόστος παραγωγής, αυξάνει την προσβασιμότητα στην πληροφορία. Παρόλο που οι επιπτώσεις από τη σύγχρονη τεχνολογία στην απασχόληση και την ευημερία αναμένεται να είναι συνολικά θετικές,[15] υπάρχουν ζητήματα που θα πρέπει και εκεί να αντιμετωπιστούν, κυρίως στη δομή της εργασίας και σε θέματα κοινωνικής συνοχής. Ο σωστός προσανατολισμός στον κοινωνικό καταμερισμό των ωφελειών της τεχνολογίας θα εγγυηθεί τη μακροπρόθεσμη επίτευξη των στόχων της βιωσιμότητας.
Εμβαθύνοντας στο ζήτημα της αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, ένα από τα σημαντικότερα που μπορούμε σήμερα να κάνουμε είναι να ευαισθητοποιήσουμε και να εκπαιδεύσουμε την κοινωνία και κυρίως τους νέους. Η κλιματική παιδεία έχει ζωτική σημασία στο πλαίσιο της παγκόσμιας προσπάθειας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, διότι βοηθά στην κατανόηση των επιπτώσεων της υπερθέρμανσης του πλανήτη, ενδυναμώνει τις κοινωνίες να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους και περιορίζει τα περιθώρια αμφισβητήσεων σχετικά με αυτό το σοβαρό θέμα.
Γι’ αυτούς τους λόγους, η Τράπεζα της Ελλάδος προωθεί ενεργά και την κλιματική παιδεία και έχει οργανώσει κατά την τελευταία δεκαετία μεγάλο αριθμό συνεδρίων, εργαστηρίων, σεμιναρίων, συζητήσεων, ακόμη και δημόσια διαβούλευση για θέματα κλιματικής αλλαγής και ενέργειας στο πλαίσιο της Διάσκεψης των Παρισίων το 2015.
Η πιο πρόσφατη δράση μας για την κλιματική παιδεία είναι το μνημόνιο συνεργασίας με το Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας για το σχεδιασμό και την υλοποίηση εκπαιδευτικού προγράμματος για μαθητές, με βάση το ερευνητικό έργο της ΕΜΕΚΑ. Εκπαιδεύοντας τη νεολαία, ενδυναμώνουμε τη νέα γενιά, που θα είναι περισσότερο εκτεθειμένη στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ώστε να αναλάβει δράση και να οικοδομήσει μια νέα βιώσιμη συνθήκη για την κοινωνία.
Κλείνοντας τη σημερινή αυτή εισήγηση, θα ήθελα να συγχαρώ τον καθηγητή κ. Γιάννη Μανιάτη και τους συνεργάτες καθηγητές για τη σύλληψη και υλοποίηση αυτού του νέου πρωτοποριακού μεταπτυχιακού προγράμματος και να ευχηθώ σε όλους σας καλή επιτυχία στις σπουδές σας”.