Την αντίθεση της στην ψήφιση της «Προσαρμογής της Ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 2014/40/ΕΕ περί προσέγγισης νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών για προϊόντα καπνού και συναφή προϊόντα» εκφράζει η Κοινότητα Ελλήνων Ατμιστών.
«Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που βαίνει προς ψήφιση, χωρίς ο νομοθέτης να έρθει σε διάλογο με τους άμεσα εμπλεκόμενους (επιστήμονες, ερευνητές, ατμιστές, πρώην καπνιστές), ώστε αυτό να ανταποκρίνεται όσο το δυνατόν περισσότερο στην πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί, με την ολοένα και αυξανόμενη εγκατάλειψη του παραδοσιακού τσιγάρου και την μεταστροφή των καπνιστών στο άτμισμα», αναφέρεται σε ανακοίνωση.
Μάλιστα, σε επιστολή προς τον Πρωθυπουργό κάνουν λόγο για «έναν εναλλακτικό και πολύ λιγότερο επικίνδυνο για την υγεία τρόπο πρόσληψης νικοτίνης» και αναφέρουν το παράδειγμα της Βρετανίας και της Γαλλίας, όπου το άτμισμα αναγνωρίζεται σαν μέθοδος διακοπής καπνίσματος και συνταγογραφείται.
Σύμφωνα με την Κοινότητα Ελλήνων Ατμιστών, υπάρχουν σημεία στο υπό ψήφιση νομοσχέδιο τα οποία αντιμετωπίζουν το άτμισμα αυστηρότερα από το κάπνισμα. Αυτά είναι, όπως ισχυρίζονται: η αύξηση της τιμής των ατμιστικών προϊόντων δυσανάλογα μέσω άστοχης φορολόγησης, η απαγόρευση της χρήσης του σε δημόσιους χώρους, η ταύτιση της νικοτίνης ως ουσίας με τον καπνό, παρότι σε αρκετές περιπτώσεις δεν περιλαμβάνεται καν, η παρεμπόδιση του διασυνοριακού εμπορίου, η μη ρεαλιστικές προδιαγραφές ατμιστικών ειδών, η απαγόρευση της διαφήμισης, χορηγίας, ενημέρωσης, η έκφραση ανησυχιών για τη μετατροπή ατομιστών σε καπνιστές, ενώ απουσιάζει η γνώση των επιστημονικών ερευνών.
Ζητούν από τον Αλέξη Τσίπρα να καλέσει σε διάλογο τον Δρ. Κωνσταντίνο Φαρσαλινό, που φέρεται να υποστηρίζει πως δεν πρέπει να περιοριστεί η ενημέρωση και η διαφήμιση, να εξισώνεται το άτμισμα με το κάπνισμα και γενικά θεωρεί λανθασμένες αρκετές διατάξεις.
Εν τω μεταξύ, επιστολή συμπαράστασης στάλθηκε από τις επίσημες ατμιστικές ενώσεις 16 ευρωπαϊκών χωρών.
Οι ατμιστές στη χώρα μας ανέρχονται πλέον σε περισσότερους από 200.000, και οι επιπτώσεις του νομοσχεδίου θα γίνουν άμεσα ορατές όχι μόνο σε αυτούς αλλά και στις οικογένειές τους – ένα σύνολο άνω του 1.000.000 συμπολιτών μας.