Γ. Στουρνάρας: Ύφεση μεγαλύτερη του 7,9% για το 2020

Η πανδημία του κορονοϊού, εκτός από τις πολύ σοβαρές υγειονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις στο σύνολο του πληθυσμού και κυρίως στις πλέον ευάλωτες ομάδες, ανέκοψε και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας που είχε ξεκινήσει το 2017, επεσήμανε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας κατά την ομιλία του στην εκδήλωση του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου με θέμα “Ελληνική οικονομία: Εξελίξεις, Προκλήσεις και Ευκαιρίες από την κρίση της Πανδημίας”.

Ο κεντρικός τραπεζίτης τόνισε ότι δεδομένης της αυξημένης αβεβαιότητας, η διεξαγωγή προβλέψεων είναι εξαιρετικά δυσχερής και εξαρτάται αποκλειστικά από την πορεία της πανδημίας. Για παράδειγμα, τα γενικευμένα περιοριστικά μέτρα που ενεργοποιήθηκαν στις 7 Νοεμβρίου για μια περίοδο τριών εβδομάδων εξακολουθούν να παραμένουν εν ισχύ επηρεάζοντας περισσότερο του αναμενομένου την οικονομία.  Η εξέλιξη αυτή, όπως σημείωσε ο Γ. Στουρνάρας, αναμένεται να οδηγήσει σε νέα υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας το δ’ τρίμηνο του έτους και κατ’ επέκταση σε ακόμα μεγαλύτερη ύφεση για όλο το 2020, σε σχέση με αυτή που καταγράφηκε το α’ εξάμηνο του έτους (-7,9%).

Αναλυτικά όπως είπε ο κ. Στουρνάρας

Η πανδημία του κορωνοϊού, εκτός από τις πολύ σοβαρές υγειονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις στο σύνολο του πληθυσμού και κυρίως στις πλέον ευάλωτες ομάδες, ανέκοψε και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας που είχε ξεκινήσει το 2017. Η ύφεση που καταγράφηκε το πρώτο εξάμηνο του 2020 (-7,9%) αποδίδεται κυρίως στην αρνητική συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης και των εξαγωγών, ενώ αρνητικά κινήθηκαν και οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. Η αναστολή δραστηριότητας ή υπολειτουργία επιχειρήσεων λόγω των περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας επέδρασαν αρνητικά ιδίως στον τουριστικό τομέα. Παράλληλα, η κάμψη στον τομέα των υπηρεσιών και η πτώση των τιμών ενέργειας έχουν ωθήσει την οικονομία το τρέχον έτος σε συνθήκες αποπληθωρισμού (αρνητικού πληθωρισμού, -1,1% την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου) που συμπίπτουν με την ύπαρξη σημαντικού αρνητικού παραγωγικού κενού στην οικονομία (περίπου 10% του δυνητικού προϊόντος).

Τα εκτεταμένα και συντονισμένα μέτρα στήριξης που ελήφθησαν από την ελληνική κυβέρνηση και τις ευρωπαϊκές αρχές, τα οποία έχουν ως στόχο να λειτουργήσουν ως ‘γέφυρα’ μέχρι να διατεθούν τα εμβόλια στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και ανακάμψει η οικονομία, περιόρισαν την πτώση της οικονομικής δραστηριότητας και τις αρνητικές επιπτώσεις στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης και η ύφεση έχουν οδηγήσει στην αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης για το 2020 (αναμένεται σε περίπου 10% του ΑΕΠ) και, σε συνδυασμό με τον αποπληθωρισμό, σε σημαντική αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ (περίπου 210%). Πρέπει όμως να τονιστεί, και είναι ενθαρρυντικό διότι είναι αναστρέψιμο, ότι η αύξηση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ οφείλεται κυρίως στη μείωση του ΑΕΠ και όχι στην αύξηση του απόλυτου μεγέθους του χρέους.

Παρ’ όλα αυτά, οι εξελίξεις στην αγορά κεφαλαίων και ιδιαιτέρως στην αγορά ομολόγων είναι θετικές, όπως προκύπτει από την πρόσφατη αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελληνικής Δημοκρατίας από τον οίκο αξιολόγησης Moody’s, τη σημαντική υποχώρηση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών και εταιρικών ομολόγων και τη σταθερή πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές για άντληση χρηματοδοτικών πόρων. Σε αυτό συνέβαλε καταλυτικά η αποδοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων λόγω της πανδημίας (pandemic emergency purchase programme – PEPP) της ΕΚΤ, καθώς και ως εξασφαλίσεις στις πράξεις αναχρηματοδότησης των τραπεζών από το Ευρωσύστημα.

Οι καταθέσεις του ιδιωτικού μη χρηματοπιστωτικού τομέα συνεχίζουν να αυξάνονται (περίπου κατά 12 δισεκ. ευρώ από την αρχή του τρέχοντος έτους και 13 δισεκ. ευρώ από την αρχή της πανδημίας) εξαιτίας της αναγκαστικής αποχής από την κατανάλωση λόγω του εγκλεισμού (lockdown), της προληπτικής αποταμίευσης λόγω της αβεβαιότητας για το μέλλον, των άμεσων κρατικών ενισχύσεων και της δυνατότητας αναβολής πληρωμών δανειακών και φορολογικών υποχρεώσεων. Επιπλέον, η πιστωτική επέκταση, κυρίως προς τις μεγαλύτερες μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, αυξάνεται, αντανακλώντας κατά πρώτο λόγο τα ευνοϊκά μέτρα νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και τις διευκολύνσεις από την πλευρά του εποπτικού βραχίονα, του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM), αλλά και τα μέτρα που θέσπισε η ελληνική κυβέρνηση για ενίσχυση των προγραμμάτων κάλυψης τραπεζικών δανείων με εγγυήσεις της Αναπτυξιακής Τράπεζας.

Δεδομένης της αυξημένης αβεβαιότητας, η διεξαγωγή προβλέψεων είναι εξαιρετικά δυσχερής και εξαρτάται αποκλειστικά από την πορεία της πανδημίας. Για παράδειγμα, τα γενικευμένα περιοριστικά μέτρα που ενεργοποιήθηκαν στις 7 Νοεμβρίου για μια περίοδο τριών εβδομάδων εξακολουθούν να παραμένουν εν ισχύ επηρεάζοντας περισσότερο του αναμενομένου την οικονομία. Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να οδηγήσει σε νέα υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας το δ’ τρίμηνο του έτους και κατ’ επέκταση σε ακόμα μεγαλύτερη ύφεση για όλο το 2020, σε σχέση με αυτή που καταγράφηκε το α’ εξάμηνο του έτους (-7,9%).

Αντίθετα, η ταχύτερη διάθεση του εμβολίου κατά του κορωνοϊού στο ευρύ κοινό θα περιορίσει σημαντικά την αβεβαιότητα και θα επιταχύνει την ανάκαμψη το 2021. Επίσης, η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του νέου μέσου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της ΕΕ (Next Generation EU – NGEU) θα ενισχύσει τις αναπτυξιακές προοπτικές τις ελληνικής οικονομίας,  επιχορηγώντας κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, επενδύσεις στους τομείς της λεγόμενης ‘πράσινης’ ανάπτυξης και της ψηφιακής τεχνολογίας (57% των συνολικών πόρων περίπου προβλέπεται να κατευθυνθούν στους δύο αυτούς τομείς).

Παρά την αυξημένη αβεβαιότητα και τους κινδύνους σχετικά με τη μελλοντική πορεία της οικονομίας, η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους δεν απειλείται, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030, λόγω κυρίως της μακράς διάρκειας των αποπληρωμών των δόσεων του χρέους, της σύνθεσής του που αποτελείται κατά 81% από δάνεια του επίσημου τομέα, κυρίως όμως λόγω των ευνοϊκών όρων αποπληρωμών στο πλαίσιο των  μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους που έχουν ήδη αποφασιστεί. Υπενθυμίζεται ότι η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους ορίζεται ως δαπάνες εξυπηρέτησής του που δεν υπερβαίνουν ετησίως το 15% του ΑΕΠ, παράλληλα με την πτωτική πορεία του λόγου του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ. Για την διατήρηση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους σε μακροπρόθεσμη βάση, είναι αναγκαίο όπως ο συνδυασμός τριών παραμέτρων, δηλαδή του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, του μέσου επιτοκίου δανεισμού του δημοσίου και του πρωτογενούς αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης, να εξασφαλίζει πτωτική πορεία του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*