Αναστάτωση έχει προκαλέσει σε ασθενείς και γιατρούς το φαινόμενο εργοδότες ανά την Ελλάδα να μην αναγνωρίζουν ιατρικές γνωματεύσεις αλλά και πιστοποιητικά τα οποία υπογράφουν γιατροί μη συμβεβλημένοι με τον ΕΟΠΥΥ.
Σύμφωνα με την Επαγγελματική Ένωση Παθολόγων Ελλάδας, η αιτία βρίσκεται σε μια λανθασμένη εκτίμηση για το άρθρο 6 παρ.2 του Ν. 3627/07 (ΦΕΚ Α 292/24-12-2007). Σε αυτό αναφέρεται πως διαγράφηκε το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του ν. 3418/2005, το οποίο ανέφερε ότι «Τυχόν ειδικότερες ρυθμίσεις εξακολουθούν να ισχύουν».
«Θεωρούμε πως ορισμένοι εργοδότες εσφαλμένα θεώρησαν πως καταργήθηκε όλη η παράγραφος» αναφέρει η ΕΕΠΕ, τονίζοντας πως η ισοτιμία της υπογραφής όλων των ιατρών είναι νομοθετικά κατοχυρωμένη, ανεξάρτητα από το αν παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα καθώς και το αν είναι συμβεβλημένοι ή μη με τον ΕΟΠΥΥ.
Προς τούτο συνηγορεί και η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν. 3418/2005), που ορίζει ότι: «1. Τα ιατρικά πιστοποιητικά και οι ιατρικές γνωματεύσεις, καθώς και οι ιατρικές συνταγές που εκδίδονται κατά τους νόμιμους τύπους, έχουν το ίδιο κύρος και την ίδια νομική ισχύ ως προς τις νόμιμες χρήσεις και ενώπιον όλων των αρχών και υπηρεσιών, ανεξάρτητα από το αν εκδίδονται από ιατρούς που υπηρετούν σε Ν.Π.Δ.Δ. ή Ν.Π.Ι.Δ. ή ιδιώτες ιατρούς. Σε κάθε περίπτωση, τα εκδιδόμενα πιστοποιητικά και οι εκδιδόμενες γνωματεύσεις αφορούν αποκλειστικά στο γνωστικό αντικείμενο της ειδικότητας κάθε ιατρού».
«Καλούμε τους εργοδότες να δέχονται τα ιατρικά πιστοποιητικά και τις ιατρικές γνωματεύσεις από οιοδήποτε ιατρό τα υπογράφει, χωρίς να ταλαιπωρούν τους ασθενείς» καταλήγει η ΕΕΠΕ. Σμβουλεύει δε τα μέλη της να έχουν φωτοαντίγραφο του ως προαναφερόμενου νόμου και να το επισυνάπτουν στα ιατρικά έγγραφα που εκδίδουν, προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν αμφισβητήσεις.