Το άρθρο υπογράφει η Χριστίνα Οικονομίδου, Iατρός Βιοπαθολόγος, Διευθύντρια Βιοπαθολογικού Εργαστηρίου Affidea Καλλιθέας, Yπεύθυνη Τομέα Βιοπαθολογικών Εργαστηρίων
Συχνά πολύς κόσμος παραπονείται για κοιλιακό πόνο, ήπιο ή έντονο, που συνοδεύεται από επεισόδια διάρροιας ή δυσκοιλιότητας και αίσθημα φουσκώματος μετά τα γεύματα. Πολλές φορές αυτά τα επεισόδια συνδυάζονται με καταστάσεις έντονου στρες. Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (ΣΕΕ), ή όπως είναι ευρύτερα γνωστό σπαστική κολίτιδα, μπορεί να παρουσιάσει τέτοια εικόνα.
Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (IBS) είναι μια συλλογή των συμπτωμάτων, όπως κράμπες, κοιλιακό άλγος, φούσκωμα, διάρροια και δυσκοιλιότητα. Οι άνθρωποι με ευερέθιστο έντερο έχουν μερικά από αυτά τα συμπτώματα για τουλάχιστον 3 μήνες. Το ευερέθιστο έντερο μπορεί να επηρεάζει δυσάρεστα την ποιότητα ζωής του πάσχοντος, αλλά δεν οδηγεί σε σοβαρές ασθένειες, όπως ο καρκίνος. Επίσης, δεν βλάπτει μόνιμα το παχύ έντερο.
Οι περισσότεροι άνθρωποι με σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου μπορεί να ανακουφίσουν τα συμπτώματα με αλλαγές στη διατροφή και αποφυγή του στρες. Για μερικούς ανθρώπους, συμπτώματα σε έδαφος IBS είναι πιο σοβαρά και μπορούν να οδηγήσουν μέχρι και σε δυσκολία μετάβασης στην εργασία ή ταξίδι, ακόμη και όταν είναι να διανύσουν μικρές αποστάσεις.
Κατά τη διαφοροδιάγνωση θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου (IBD), η οποία αφορά τα χρόνια φλεγμονώδη νοσήματα με κυριότερα την ελκώδη κολίτιδα και την νόσο του Crohn. Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (IBS) έχει παρόμοια συμπτώματα, αλλά είναι ψυχοσωματική νόσος με διαφορετική αντιμετώπιση. Η διαφοροδιάγνωση μεταξύ IBD και ΙΒS είναι σημαντική, τόσο για τη σωστή θεραπεία και αντιμετώπιση όσο και για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής του πάσχοντος. H διάγνωση των νοσημάτων που υπάγονται στη φλεγμονώδη νόσο του εντέρου γίνεται με κολονοσκόπηση και βιοψία.
Τι είναι η καλπροτεκτίνη
Η καλπροτεκτίνη είναι ένα μη επεμβατικό, οικονομικό τεστ, πολύ χρήσιμο για την διάκριση ΙΒD – IBS, αφού μπορεί να μειώσει τον αριθμό των κολονοσκοπήσεων σε ασθενείς με παρόμοια συμπτώματα κατά 50-70%. Στο σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου τα επίπεδα καλπροτεκτίνης είναι φυσιολογικά.
Στο αίμα, τα ερυθρά αιμοσφαίρια εκτελούν τον ζωτικό ρόλο της παροχής οξυγόνου και απομάκρυνσης του διοξειδίου του άνθρακα από το σώμα, λόγω της αιμοσφαιρίνης που περιέχουν. Ο ρόλος των λευκών κυττάρων είναι να βοηθήσουν στην υπεράσπιση του οργανισμού από τη μόλυνση και τις ξένες ουσίες. Η καλπροτεκτίνη είναι μια πρωτεΐνη που βρίσκεται στα λευκά αιμοσφαίρια και έχει ισχυρές αντιμικροβιακές και αντιμυκητιακές ιδιότητες. Η καλπροτεκτίνη ενεργοποιείται όταν εμφανιστεί φλεγμονή (όποια και αν είναι η αιτία αυτής) και έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαγνωστικός δείκτης. Η συγκέντρωση της καλπροτεκτίνης στα δείγματα κοπράνων από ασθενείς που διαγνώστηκαν με νόσο του Crohn, σχετίζεται άμεσα με τη σοβαρότητα της φλεγμονής και παρουσιάζει αυξανόμενα επίπεδα ανάλογα με την εξέλιξη της κατάστασης.
Έτσι, όταν υπάρχουν συμπτώματα από κατώτερο πεπτικό σύστημα, προτείνεται να χρησιμοποιείται μια δοκιμασία μέτρησης καλπροτεκτίνης κοπράνων για να προσδιοριστεί εάν είναι μια κατάσταση φλεγμονώδης του εντέρου που απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση.
Ποια είναι τα πλεονεκτήματα της μέτρησης της καλπροτεκτίνης;
Η μέτρηση της καλπροτεκτίνης στα κόπρανα αποτελεί μια εύκολη, αξιόπιστη, μη επεμβατική μέθοδο ανίχνευσης της φλεγμονής του βλεννογόνου του γαστρεντερικού. Δεν απαιτεί κάποια προετοιμασία και εκτελείται με τη λήψη ενός δείγματος κοπράνων, που μπορείτε να φέρετε στο εργαστήριο, χωρίς να απαιτείται προηγουμένως κάποια δίαιτα.
Οι θεραπευτικές παρεμβάσεις που καθοδηγούνται από τη μέτρηση της καλπροτεκτίνης στα κόπρανα, μπορεί να μειώσουν τη χρήση επεμβατικών κολονοσκοπήσεων και τη χρησιμοποίηση αποτελεσματικότερων θεραπευτικών σχημάτων σε ασθενείς με σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. Η χρήση δοκιμασιών καλπροτεκτίνης υποστηρίζει βελτιώσεις στη διαχείριση ασθενών και προσφέρει σημαντική εξοικονόμηση κόστους.
Η καλπροτεκτίνη χρησιμοποιείται για να βοηθήσει στη διαφοροποίηση μεταξύ IBS και IBD. Χρησιμοποιείται επίσης για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας και την πρόβλεψη του κινδύνου εμφάνισης επεισοδίων σε ασθενείς με IBD. Τα παιδιά συχνά έχουν ελαφρώς υψηλότερα επίπεδα καλπροτεκτίνης από τους ενήλικες.