Η Ε.Ε. και χρηματιστήριο κρίνουν τα «μέτρα»

Οι «συστάσεις» των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθιστούν σαφές ότι η υπέρβαση του ελλείμματος στον κρατικό προϋπολογισμό της Ελλάδας δεν αποτελεί συνέπεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αλλά παραγόντων 100% ενδογενών. Ήτοι της οικονομικής πολιτικής, που για χρόνια ακολουθούσε η χώρα, και δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τις γνωστές, χρόνιες αδυναμίες (κυρίως τον κρατικό υπερδανεισμό), ακόμη και όταν:
1. ο τουρισμός της χώρας εξαργύρωνε την ολυμπιακή αίγλη του 2004,
2. το δημόσιο ταμείο εισέπραττε υπολογίσιμους πόρους από ιδιωτικοποιήσεις,
3. η ανάπτυξη (επισήμως) «έτρεχε» με ικανοποιητικό ρυθμό,
4. τα φορολογικά έσοδα (λογιστικώς τουλάχιστον) αυξάνονταν λόγω ανάπτυξης,
5. η χρηματιστηριακή αγορά βρισκόταν σε άνθηση.
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά της Κομισιόν: «στην περίπτωση της Ελλάδας, η μελέτη των συναφών παραμέτρων δεν εμφανίζεται θετική και δεν δείχνει την ύπαρξη εκτάκτων συνθηκών, που να επιτρέπουν την απομάκρυνση από την ορισθείσα προθεσμία για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος».
Ενώ στο έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το υπερβολικό έλλειμμα της Ελλάδας αναφέρεται πως αυτό «δεν προέκυψε από κάποιο ασυνήθιστο γεγονός ή κάποια σοβαρή οικονομική ύφεση. Η πραγματική ανάπτυξη του ΑΕΠ έφθασε το 4% το 2007, πριν υποχωρήσει στο 3% το 2008, γεγονός που σημαίνει ότι η Ελλάδα απολάμβανε καλούς οικονομικούς καιρούς το 2007 και το 2008. Επί πλέον, η υπέρβαση από το όριο αναφοράς δεν μπορεί να θεωρηθεί προσωρινή…».
Σύμφωνα με την Επιτροπή, λόγω των διευρυνόμενων μακροοικονομικών ανισορροπιών και το αυξανόμενο δημόσιο χρέος, η Ελλάδα οφείλει να ακολουθήσει πολιτική σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής ήδη από το 2009, με μέτρα περικοπής των δημοσίων δαπανών μόνιμου χαρακτήρα, έτσι ώστε το έλλειμμα να πέσει κάτω από το 3% μέχρι το τέλος του 2010.
 Μέτρα κατά της κρίσης: δεν έπεισαν…
Οι κυβερνητικές αποφάσεις σε σχέση με την εισοδηματική πολιτική και τον «κεφαλικό φόρο» στα εισοδήματα άνω των 60.000 ευρώ, επιβεβαίωσαν όλους εκείνους που υποστήριζαν ότι ο προϋπολογισμός που ψηφίστηκε ήταν «εκτός τόπου και χρόνου». Μακάρι, μάλιστα, οι νέοι αυτοί φόροι να ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν την κρίση!
Οι διαδοχικές απορρίψεις εκ μέρους της Κομισιόν των σχεδίων αντιμετώπισης της κρίσης, που πρότεινε στην Ευρωπαϊκή Ένωση η ελληνική κυβέρνηση, και η (μη επιδεχόμενη αντιρρήσεων) επαχθής «αντιπρόταση» των Ευρωπαίων «προϊσταμένων» μας (η αιτιολόγηση της οποίας εξάντλησε κάθε δυνατότητα «κομψότητας») οδηγούν στα παρακάτω συμπεράσματα:
Πρώτον: Πρόβλημα μακροοικονομικής σταθερότητας υπήρχε πολύ πριν από το ξέσπασμα της κρίσης και μάλιστα ήταν έντονο.
Δεύτερον: Ακόμη και μετά τη λήψη των τελευταίων μέτρων, θεωρείται βέβαιο ότι ούτε τώρα είμαστε έτοιμοι από δημοσιονομικής πλευράς, να αντιμετωπίσουμε την κρίση. Άρα δεν θα θεωρηθεί σε καμιά περίπτωση έκπληξη, αν κατά τη διάρκεια του 2009 δούμε να αποφασίζονται νέα, ανάλογης έντασης ή και πιο βαριά και επώδυνα, μέτρα.
Τρίτον: Ούτε σήμερα γνωρίζουμε επαρκώς ποιο είναι το μέγεθος της ελληνικής «δημοσιονομικής τρύπας».
Τέταρτον: Όταν σε άλλες χώρες, οι κυβερνήσεις λαμβάνουν μέτρα στήριξης των οικονομιών τους, μέσω διαφόρων «πακέτων» ή μέσα από αυξημένες κρατικές επενδύσεις, στην Ελλάδα η κυβέρνηση μοιάζει να βρίσκεται με «δεμένα τα χέρια» εξ αιτίας των ήδη – προ της κρίσεως – υπαρχόντων μακροοικονομικών προβλημάτων.
Πέμπτον: «Αιωρείται» στην αγορά η ελπίδα ότι το όποιο σχέδιο συνολικής αντιμετώπισης της κρίσης θα έρθει από το εξωτερικό, χωρίς όμως μέχρι σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει καταλήξει σε συγκεκριμένη απόφαση.
Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, ο μακροοικονομικός παράγοντας θα εξακολουθήσει να αποτελεί μέτωπο ανησυχίας για τη χρηματιστηριακή αγορά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το μέλλον.
Τηλεπικοινωνίες: μάχη ρευστότητας
Θυμάστε για τα 2 δις. ευρώ συνέργιες που θα δημιουργούνταν προς όφελος του ΟΤΕ, από τη στρατηγική συνεργασία με την Deutsche Telekom, που μας έλεγε ο πρώην υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών κ. Γιώργος Αλογοσκούφης; Τελικά, οι Γερμανοί οριοθετούν στα 200 εκατ. ευρώ ετησίως τις συνέργιες και για να φτάσουμε στα 2 δισ. θα πρέπει να περιμένουμε (με το καλό…) γύρω στα δέκα χρόνια.
Αναμφίβολα, ο τέως υπουργός χρησιμοποίησε τη χαρακτηριστική «πολιτική υπερβολή» που καθόλου όμως χρήσιμη δεν είναι σε ό,τι αφορά τις αποφάσεις σε χρηματιστηριακό επίπεδο. Το θετικό πάντως ήταν ότι η διοίκηση του Οργανισμού έσπευσε έγκαιρα και πήρε τις απαιτούμενες και απαραίτητες αποστάσεις από τις υπουργικές δηλώσεις, με αποτέλεσμα να «σωθεί η παρτίδα»…
Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι ο πρόεδρος του ΟΤΕ
κ. Παναγής Βουρλούμης, στη συνέντευξη τύπου που έδωσε στη Γερμανία, εξέφρασε την άποψη ότι οι αλλαγές που θα πρέπει να γίνουν στον Οργανισμό λόγω της στρατηγικής συνεργασίας με την Deutsche Telekom, θα πρέπει να είναι σταδιακές («έχουμε χρόνο» ανέφερε χαρακτηριστικά) επισείοντας μάλιστα τον κίνδυνο ότι σε περιπτώσεις επιχειρηματικών συνεργασιών, «η ιστορία είναι γεμάτη από αποτυχίες»…
Το ευχάριστο για τον ΟΤΕ είναι το ότι τόσο ο ίδιος, όσο και η Deutsche Telekom δεν αντιμετωπίζουν κανένα πρόβλημα ρευστότητας και ότι ειδικότερα για τον Οργανισμό, φέτος αναμένεται να παράξει θετικές ταμιακές ροές ύψους 500 εκατ. ευρώ. Σε αντίθεση όμως με τον ΟΤΕ, η κατάσταση στην εγχώρια αγορά τηλεπικοινωνιών δεν είναι και τόσο… ξεκάθαρη στο μέτωπο της ρευστότητας, ιδίως αν συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι οι εταιρίες έχουν μπροστά τους να υλοποιήσουν σημαντικά επενδυτικά προγράμματα.
Σε αντίθεση λοιπόν με τα «κανόνια» για Lannet, Teledome και Altec Telecoms, τουλάχιστον δύο εναλλακτικοί πάροχοι εξασφάλισαν ρευστότητα για το ορατό μέλλον. Έτσι, από τις εισηγμένες εταιρίες, η Forthnet μετά την εξαγορά της Nova, έχει αποκτήσει μια έντονη πηγή ταμιακής ρευστότητας που της επιτρέπει να σχεδιάσει με άνεση την επέκταση των επόμενων ετών. Από την πλευρά της, η Hellas On Line μέσα από την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου των 50,6 εκατ. ευρώ και μέσα από το περυσινό ομολογιακό δάνειο, εξασφάλισε τη χρηματοδοτική της ισορροπία.
Μια τέτοια εικόνα όμως, δεν ισχύει για όλους τους εναλλακτικούς παρόχους. Και αυτό γιατί υπάρχουν ακόμη «παίκτες» στην αγορά, με πολύ «ιδρωμένους» ισολογισμούς και οι «κακές γλώσσες» μάλιστα υποστηρίζουν ότι λανσάρουν τέτοια πακέτα στην αγορά, έτσι ώστε να φαίνεται πως πρώτος στόχος τους είναι η άντληση ρευστότητας και όχι το σταδιακό τους πέρασμα στην κερδοφορία.
 Χρηματιστήριο: δειλά χαμόγελα
Τι φαίνεται να μας έχει δείξει μέχρι τώρα η χρηματιστηριακή αγορά; Ότι όπου διαπιστώνει πως οι φόβοι της ήταν υπερβολικοί, τότε αλλάζει γνώμη και ωθεί τις τιμές των μετοχών προς τα πάνω. Αυτό για παράδειγμα συνέβη και με τις τιμές των μετοχών του κλάδου των ακινήτων (Eurobank Properties, Trastor ΑΕΕΑΠ, Lamda Development, κ.ά.), όταν φαίνεται να συμπέρανε ότι η περαιτέρω πτώση των τιμών των ακινήτων στην Ελλάδα δεν θα είναι τόσο μεγάλη και ότι, τέλος πάντων, τα προ μηνών discount των τίτλων του κλάδου στη Σοφοκλέους ήταν υπερβολικά.
Κάτι ανάλογο συνέβη στη συνέχεια και με τους μεγάλους κατασκευαστικούς ομίλους (ΕΛΛΑΚΤΩΡ, ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ) ή με κάποιες άλλες επιχειρήσεις διαφόρων κλάδων, όπως για παράδειγμα η ΕΥΑΘ, η Jumbo, κ.ά. Αντίθετα, η αγορά της Σοφοκλέους εξακολουθεί να δείχνει ιδιαίτερα «υποψιασμένη» με τις περισσότερες μετοχές της, πολλές μάλιστα εκ των οποίων συνεχίζουν να δείχνουν μια έντονα υποτονική στάση, παρά το πρόσφατο μίνι rebound που σημειώθηκε στο ταμπλό.
Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η μετοχή της Σφακιανάνης, η κεφαλαιοποίηση της οποίας δείχνει να προεξοφλεί πολύ αρνητικά σενάρια για το μέλλον.
Στην περίπτωση της Σαράντης, η αγορά φαίνεται να φοβάται την έντονη παρουσία του εισηγμένου Ομίλου στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (μειωμένη ζήτηση, συναλλαγματική αστάθεια, κ.λπ.).
Στη μετοχή των ΚΑΕ, προεξοφλείται μια έντονα πτωτική πορεία στο φετινό τουρισμό και μια μετριότατη πορεία της αλυσίδας Links of London, σε συνδυασμό με έναν καθόλου ευκαταφρόνητο τραπεζικό δανεισμό. Μηνύματα βέβαια για φετινή κάμψη πωλήσεων έρχονται και από πολλές άλλες εισηγμένες εταιρίες, όπως για παράδειγμα ο Βάρδας, ο Πετρόπουλος, η ΕΛΤΡΑΚ, κ.ά.
Ποιο είναι, λοιπόν, το συμπέρασμα; Ότι για τις παραπάνω (και όχι μόνο) περιπτώσεις, η Σοφοκλέους περιμένει να εκτιμήσει καλύτερα το μέγεθος των επιπτώσεων από την κρίση, πριν τελικά αποφασίσει για το πού θα κατευθύνει τις τιμές στο ταμπλό. Κάτω λοιπόν από αυτές τις συνθήκες, η δημοσίευση των ετήσιων αποτελεσμάτων και η ταυτόχρονη ανάγνωση των προοπτικών των εισηγμένων, για το πώς βλέπουν την πορεία τους μέσα στο 2009, θα αποτελέσει ενδεχομένως μια καλή ευκαιρία προκειμένου να πάρουμε μια «πρώτη γεύση» για το τι αναμένεται να ακολουθήσει μέσα στο 2009.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*