Έρευνα για την εξάρτηση από το αλκοόλ στην Ελλάδα

Περίπου το 70% των ασθενών που διαγιγνώσκονται με κατάχρηση ή εξάρτηση από το αλκοόλ, δεν ακολουθεί την ιατρική οδηγία για περαιτέρω αξιολόγηση και θεραπεία από κάποιον ειδικό. Τρείς στους τέσσερις ασθενείς επισκέπτονται τον ιατρό τους για άλλο πρόβλημα υγείας και η υπερβολική χρήση ή εξάρτηση από το αλκοόλ ανακαλύπτονται τυχαία.

Αυτά έδειξε πρόσφατη έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε ιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων στην Ελλάδα. Θετικό είναι ότι, στο σύνολό της, η ιατρική κοινότητα αναγνωρίζει τις σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις της κατάχρησης και της εξάρτησης από το αλκοόλ στον ίδιο τον ασθενή, στην κοινωνία αλλά και στις δημόσιες δαπάνες για την υγεία. 

Η έρευνα επιβεβαιώνει, για ακόμη μία φορά, την ανάγκη για περισσότερη ενημέρωση και ευαισθητοποίηση όλων σε σχέση με το αλκοόλ, τον δεύτερο σημαντικότερο παράγοντα νοσηρότητας στην Ευρώπη σήμερα, και τα προβλήματα που αυτό προκαλεί.
Σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα, μόνο το 30% των ασθενών που έχουν διαγνωστεί από τον ιατρό τους με πρόβλημα κατάχρησης ή εξάρτησης από το αλκοόλ, επιλέγει να ακολουθήσει τη συμβουλή του για περαιτέρω διερεύνηση και αντιμετώπιση του προβλήματός του σε εξειδικευμένες μονάδες, ενώ το υπόλοιπο 70% αγνοεί την ιατρική οδηγία. 

Από εκείνους που απευθύνονται σε ειδικούς ή εξειδικευμένες δομές για την αντιμετώπιση του προβλήματός τους και τελικά λαμβάνουν θεραπεία, μόλις το 45% βελτιώνεται ενώ στη συνέχεια, από αυτούς, το 44% υποτροπιάζει μέσα σε διάστημα περίπου 10 μηνών. 

Ακόμη ένα εντυπωσιακό στοιχείο που προκύπτει από την έρευνα, είναι η δυσκολία των ασθενών να αντιληφθούν ή να αποδεχθούν το πρόβλημα τους. Πιο συγκεκριμένα, τρεις  στους τέσσερις  ασθενείς με διάγνωση κατάχρησης αλκοόλ η εξάρτησης από αυτό, είχαν αρχικά επισκεφθεί τον ιατρό τους για άλλο πρόβλημα υγείας. 

Τα πιο συχνά τέτοια προβλήματα ήταν η κατάθλιψη, η υπέρταση, ο διαβήτης, οι αγχώδεις διαταραχές και τα νοσήματα του ήπατος. Ωστόσο, οι παραπάνω ασθένειες δεν συνυπάρχουν τυχαία με την υπέρμετρη κατανάλωση, καθώς το αλκοόλ αποτελεί αιτιολογικό παράγοντα για περισσότερα από 60 νοσήματα και διαταραχές, όπως είναι οι ασθένειες του ήπατος, η υπέρταση, ο καρκίνος, ο διαβήτης και οι καρδιοπάθειες. 

Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός πως οι ιατροί που συμμετείχαν στην έρευνα συμφωνούν στο ότι η υπερβολική κατανάλωση και η εξάρτηση από το αλκοόλ έχουν σοβαρές αρνητικές συνέπειες τόσο στο άτομο και την οικογένεια του, όσο και στο γενικότερο κοινωνικό σύνολο, επιβαρύνοντας, μεταξύ άλλων, με υπερβολικές δαπάνες  το σύστημα υγείας.
Τα παραπάνω συμπεράσματα προέκυψαν με τη μέθοδο της αναγωγής από έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε αντιπροσωπευτικό δείγμα ψυχιάτρων, νευρολόγων, παθολόγων και γενικών ιατρών σε όλη την Ελλάδα. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από την εταιρεία ερευνών Cegedim Strategic Data με την υποστήριξη της φαρμακευτικής εταιρείας Lundbeck το διάστημα Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2013 και αφορά στο τελευταίο εξάμηνο του 2012.

Η εξάρτηση από το αλκοόλ είναι νόσος του εγκεφάλου,  συχνά προοδευτική, η οποία μπορεί να αποβεί μοιραία. Ως επικίνδυνη κατανάλωση αλκοόλ ορίζεται η κατανάλωση εκείνη που είναι πιθανόν να οδηγήσει σε βλάβη εφόσον συνεχιστεί. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ.) την περιγράφει ως μία μέση κατανάλωση των 20 – 40 gr αλκοόλης ημερησίως για τις γυναίκες και των 40-60 gr για τους άνδρες. 

Ως επιβλαβής κατανάλωση αλκοόλ ορίζεται η κατανάλωση που οδηγεί σε βλάβη της υγείας, είτε σωματική, είτε ψυχική. Σύμφωνα με τον Π.Ο.Υ. η μέση ημερήσια κατανάλωση σε αυτήν την περίπτωση είναι πάνω από 40 gr αλκοόλης για τις γυναίκες και πάνω από 60 gr για τους άνδρες. Ο κίνδυνος ανάπτυξης εξάρτησης από το αλκοόλ αυξάνεται όσο αυξάνεται η κατανάλωση αλκοόλ.
Παράγοντας κινδύνου θεωρείται επίσης η γενετική προδιάθεση, καθώς τα γονίδια καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό (κατά 50-70% περίπου) την ευαλωτότητα στην εξάρτηση από το αλκοόλ, δηλαδή το κατά πόσο ένα άτομο είναι επιρρεπές να αναπτύξει εξάρτηση. Περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως η αποδοχή και η χρήση του αλκοόλ από την κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκει το άτομο, οι γονείς και οι συναναστροφές, καθώς επίσης η διαθεσιμότητα της ουσίας και η διαφήμιση αποτελούν όλα παράγοντες κινδύνου με επιδρώσα σημασία.           

Πηγή: Pharma & Health Business

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*