Οι ασφαλιστικές απέναντι στην κρίση της κοινωνικής ασφάλισης

Εφαλτήριο για την ανάπτυξη της ασφαλιστικής βιομηχανίας αποτελούν οι αλλαγές που επέφερε στο κοινωνικό σύστημα ασφάλισης ο νέος ασφαλιστικός νόμος. Αφ’ ενός το έλλειμμα που παρατηρείται στη δημόσια ασφάλιση και αφ’ ετέρου το μεγάλο ποσοστό συνταξιούχων που διαβιώνει στα όρια της φτώχιας θέτει σε αυτή την αρνητική οικονομική συγκυρία το συνταξιοδοτικό ζήτημα στο επίκεντρο του προβληματισμού. 

Ο καθένας, ανάλογα: 

- με την ιδιότητά του (εργαζόμενος, άνεργος, συνταξιούχος)
- την ηλικία του
-την οικογενειακή του κατάσταση
-τον εργασιακό του φορέα
- τις οικονομικές του απολαβές,

προσπάθησε να προβάλει στο μέλλον (ή να προβλέψει) τις επιπτώσεις του νέου νόμου α) στις προϋποθέσεις συνταξιοδότησής του, α) στην ημερομηνία συνταξιοδότησής του και γ) στον υπολογισμό του ύψους της σύνταξής του. 

Η μέχρι σήμερα πολυπλοκότητα των συνταξιοδοτικών ρυθμίσεων και οι χιλιάδες συνδυασμοί που, με βάση τα ισχύοντα, ενέτασσαν τον κάθε εργαζόμενο σε διαφορετικές ομάδες (τόσο ως προς τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και το έτος συνταξιοδότησης, όσο και ως προς το ύψος της σύνταξης) δυσκόλευαν ακόμα περισσότερο την κατανόηση των νέων ρυθμίσεων. Ταυτόχρονα, όσοι εργαζόμενοι ήταν ενταγμένοι και σε επικουρικά ταμεία, είχαν ένα πρόσθετο σταυρόλεξο να λύσουν, για το παρόν και το μέλλον. 

Ανεξάρτητα όμως από την κάθε ατομική περίπτωση, το σύνολο του πληθυσμού επηρεάστηκε και βρίσκεται μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα. Φυσικά η κάθε ηλικιακή ομάδα επηρεάστηκε διαφορετικά και κυρίως ανάλογα με τον μέχρι τώρα εργασιακό της βίο. Είναι όμως αποδεκτό ότι, ως προς την εφαρμογή των νέων διατάξεων, όσο πιο μικρή ηλικία έχει κάποιος ή όσο πιο λίγο εργασιακό βίο έχει ήδη διανύσει, τόσο εντονότερα θα υποστεί τις επιπτώσεις. Αντίθετα, όσο πιο κοντά στην ηλικία συνταξιοδότησης βρίσκεται κάποιος, τόσο ελαφρότερες είναι οι επιπτώσεις αυτές, χωρίς όμως να είναι αμελητέες. Μάλιστα, κάποιες ειδικές ομάδες, που βρίσκονται στην μέση ή προς το τέλος του εργασιακού τους βίου, δέχτηκαν ισχυρά πλήγματα λόγω κατάργησης υφισταμένων ειδικών διατάξεων (ή και προνομίων για κάποιους). 

Αν θεωρήσουμε ότι ο βαθμός έντασης των επιπτώσεων της εφαρμογής των νέων διατάξεων μετριέται στην κλίμακα 0-10 (0=καμία επίπτωση) (10=απόλυτη επίπτωση), τότε το πιο κάτω σχήμα προσεγγίζει κατά πολύ την πραγματικότητα.


Παρατηρούμε ότι:
α) δεν υπάρχει άτομο που δεν θίχτηκε
β) στις μικρές ηλικίες οι επιπτώσεις (θεσμικές και οικονομικές) φτάνουν στην απόλυτη εφαρμογή τους, αφού οι ομάδες αυτές θα δεχθούν από μηδενική βάση και στο σύνολό τους τις διατάξεις του νέου νόμου
γ) στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες οι επιπτώσεις είναι ελαφρότερες, αλλά σε κάθε περίπτωση η ένταση των οικονομικών επιπτώσεων των νέων διατάξεων είναι υψηλότερη από τις επιπτώσεις των νέων θεσμικών διατάξεων. Δηλαδή ακόμα και αυτοί που δεν θίχτηκαν ως προς τους όρους και τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησής τους (συμπεριλαμβανομένων φυσικά και των ήδη συνταξιούχων), είναι βέβαιο ότι θίχτηκαν, άμεσα ή έμμεσα, σε οικονομικό επίπεδο.

Ειδικά για τις μεσαίες και μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες οι νέες διατάξεις δημιουργούν επιπλέον και το σοκ της ανατροπής μακροχρόνιων προσωπικών και οικογενειακών προϋπολογισμών και προγραμματισμών. Παρά τις όποιες αντιδράσεις ή προσπάθειες ανατροπής των νέων διατάξεων, είναι γεγονός ότι κάθε πολίτης οδηγείται σε νέες σκέψεις και νέες προσεγγίσεις για τον θεσμό της σύνταξης κάθε μορφής (κύριας, επικουρικής, συμπληρωματικής κλπ), αναθεωρώντας πολλά κεκτημένα και καταρρίπτοντας ταμπού δεκαετιών. Η νέα αυτή πραγματικότητα αφορά το σύνολο του πληθυσμού, ανεξάρτητα από μορφωτικό επίπεδο, οικονομική κατάσταση, οικογενειακή κατάσταση, ιδιότητα (εργαζόμενος, συνταξιούχος, άνεργος) και φύση του επαγγέλματος (μισθωτός ιδιωτικού ή δημόσιου τομέα, ελεύθερος επαγγελματίας κλπ).

Ο ΧΩΡΟΣ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ

Ο χώρος της ιδιωτικής ασφάλισης υπήρχε, υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει παράλληλα και ανεξάρτητα από την πορεία της κοινωνικής ασφάλισης και το νομοθετικό πλαίσιο που ανά περιόδους την οριοθετεί. Άλλωστε, η τεράστια ανάπτυξη της αγοράς των κάθε μορφής συνταξιοδοτικών προγραμμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως στο πυρήνα των 15 αρχικών χωρών (την τότε λεγόμενη Δυτική Ευρώπη) επετεύχθη στις προηγούμενες δεκαετίες, πολύ πριν από την πρόσφατη παγκόσμια οικονομική κρίση και την ανάδειξη των προβλημάτων βιωσιμότητας των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, που σήμερα μαστίζει πολλές χώρες της Ευρώπης και την χώρα μας.

Η ιδιωτική ασφάλιση δεν αποτελεί το αντίπαλο δέος της κοινωνικής ασφάλισης. Αντίθετα, σε χώρες στις οποίες οι κάτοικοι έχουν ανεπτυγμένη ασφαλιστική συνείδηση και όπου υφίστανται εδραιωμένα θεσμικά πλαίσια, η ιδιωτική ασφάλιση αποτελούσε πάντοτε την λύση επιλογής ενός συμπληρωματικού και απολύτως προσδιορισμένου πρόσθετου οικονομικού εσόδου, για την στιγμή της ολοκλήρωσης του εργασιακού τους βίου ή την στιγμή κατά την οποία είχαν προγραμματίσει μια συγκεκριμένη δαπάνη (αγορά, επένδυση, βοήθεια προς τα παιδιά τους κλπ) ή την εναλλακτική λύση για ομάδες ατόμων που για οποιονδήποτε λόγο δεν δημιουργούσαν προϋποθέσεις συνταξιοδότησης από κοινωνικό φορέα.

Στην χώρα μας καταφέραμε και τον χώρο αυτό, τον χώρο της ιδιωτικής ασφάλισης, να τον υποβαθμίσουμε και να τον απαξιώσουμε στα μάτια του καταναλωτή. Οι ευθύνες είναι διαχρονικές και διαχέονται σε πολλά επίπεδα, αλλά δυστυχώς και στον τομέα αυτό την κύρια ευθύνη την φέρει το ίδιο το κράτος. Η επί δεκαετίες ανυπαρξία ουσιαστικών ελέγχων και η ανοχή καταστάσεων που οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια σε κατάρρευση, διόγκωσαν το πρόβλημα της έλλειψης αξιοπιστίας και φερεγγυότητας του χώρου. 

Πιο πρόσφατο και πιο οδυνηρό παράδειγμα, οι ανακλήσεις των αδειών λειτουργίας ασφαλιστικών εταιρειών που ασκούσαν και τον κλάδο «ζωής και υγείας», γεγονός που ταλαιπώρησε και ταλαιπωρεί ακόμα και σήμερα (παρά τις όποιες εκ των υστέρων νομοθετικές ρυθμίσεις με σκοπό την μείωση της τεράστιας ζημιάς που υπέστησαν οι ασφαλισμένοι) χιλιάδες ασφαλισμένους των εταιρειών αυτών που βλέπουν τις επενδύσεις τους, τις οικονομίες τους, αλλά και τις νοσοκομειακές τους καλύψεις να βρίσκονται στον αέρα. 

Η πολιτεία δεν ήταν απλώς απούσα, αλλά περιέπλεξε το πρόβλημα ακόμα περισσότερο με μετέωρες νομοθετικές ρυθμίσεις και εξαγγελίες πριν την ανάκληση των αδειών λειτουργίας και με τεράστια χρονική καθυστέρηση στις εκ των υστέρων ενέργειές της. Το χειρότερο ήταν ότι η ίδια η πολιτεία, η οποία ήταν η μόνη υπεύθυνη και υπόλογη για την άρτια λειτουργία της ασφαλιστικής αγοράς, δεν προετοίμασε ούτε την «επόμενη μέρα» και μια ενέργεια (η ανάκληση των αδειών λειτουργίας) που υποτίθεται πως έγινε για την εξυγίανση της αγοράς και την προστασία των καταναλωτών, έβλαψε πρωτίστως αυτούς τους ίδιους τους καταναλωτές-πελάτες των εταιρειών!

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΗΜΕΡΑ

Σήμερα, θέλουμε να πιστεύουμε, ότι τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Μετά το φιάσκο του τρόπου κλεισίματος των εταιρειών και την ανυπαρξία ουσιαστικής προστασίας του καταναλωτή, ψηφίστηκαν νέοι νόμοι, δημιουργήθηκε εγγυητικό κεφάλαιο και για τον κλάδο ζωής, οι έλεγχοι είναι συνεχείς, ουσιαστικοί και όχι τυπικοί ή αποσπασματικοί, η εποπτεία της αγοράς μεταφέρεται στην Τράπεζα της Ελλάδος, ώστε να υπάρχει ενιαίος φορέας του χρηματοπιστωτικού ασφαλιστικού τομέα και να μην υπάρχουν «γκρίζες ζώνες» προϊόντων και υπηρεσιών και τέλος η ελληνική ασφαλιστική αγορά «αναγκάστηκε» να προσαρμοστεί ουσιαστικά και σε μεγάλο βαθμό, στα αυστηρά πλαίσια των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Άλλωστε, η είσοδος την τελευταία δεκαετία και η εγκατάσταση στην ελληνική αγορά ευρωπαϊκών ασφαλιστικών κολοσσών (ή η μη αποχώρηση άλλων) προμήνυε τις εξελίξεις αυτές και εγγυάται την συνέχιση της πορείας εξυγίανσης της αγοράς και την εφαρμογή όλων των ευρωπαϊκών κανόνων σε όλο το φάσμα λειτουργίας ασφαλιστικής αγοράς (ασφαλιστικές εταιρείες, προϊόντα, διαμεσολαβούντα πρόσωπα, συνεργαζόμενοι επαγγελματίες, ελεγκτικοί μηχανισμοί, προστασία καταναλωτών κλπ).

Πρόσφατες έρευνες καταδεικνύουν ότι στην ελληνική αγορά, μόνο το 1 στα 6 ενήλικα άτομα έχει ατομικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, ενώ σε ομαδικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα εντάσσεται μόνο το 1 στα 20 περίπου εργαζόμενα άτομα. Από τα υπόλοιπα άτομα που δεν έχουν ιδιωτικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα τα 3 στα 10 άτομα πρόκειται να προχωρήσουν σε αγορά ιδιωτικού συνταξιοδοτικού προγράμματος και μάλιστα τα άτομα αυτά προέρχονται κυρίως από τις ηλικιακές ομάδες μέχρι 45 ετών, δηλαδή είναι άτομα που θα δεχθούν τις επιπτώσεις της πλήρους ή έστω της πιο έντονης εφαρμογής των νέων μέτρων γύρω από την κοινωνική ασφάλιση.

Την τάση αυτή της αναζήτησης συμπληρωματικού συνταξιοδοτικού προγράμματος ενισχύει και η σημερινή αβεβαιότητα που διακατέχει τον πληθυσμό, σχετικά με την λήψη και πρόσθετων μέτρων, ίσως όχι άμεσα αλλά αργότερα, κατά την διάρκεια όμως του εργασιακού του βίου. Δικαιολογημένα ή όχι, υπάρχει έντονη η αίσθηση στους εργαζόμενους ότι θα απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο η ημερομηνία έναρξης της συνταξιοδότησής τους από τον κοινωνικό τους φορέα, υπάρχει δηλαδή η αίσθηση ότι θα επιμηκυνθεί ακόμα περισσότερο ο εργασιακός τους βίος. Παράλληλα, υπάρχει επίσης η ανησυχία στους πολίτες, ότι το τελικό ποσό που υπολογίζουν ότι θα εισπράξουν συνολικά ως σύνταξη (άθροισμα μιας ή δύο συντάξεων, επικουρικής κλπ) θα είναι μικρότερο από το πραγματικό άθροισμα των επιμέρους συντάξεων, γιατί θα υπάρχει αλληλοεξάρτηση, με ανώτατα όρια των τελικώς εισπραττομένων ποσών.

Το ενδιαφέρον που ήδη παρατηρείται και το οποίο αναμένεται να διογκωθεί στο άμεσο μέλλον για αναζήτηση πρόσθετου συνταξιοδοτικού προγράμματος είναι τόσο εμφανές που πολλοί εργαζόμενοι, συνδικαλιστικοί τους φορείς ή /και πολιτικοί χώροι καταγγέλλουν ανοικτά ότι οι αλλαγές που δρομολογήθηκαν στον χώρο της κοινωνικής ασφάλισης (όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά συνολικά στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης) σκοπό έχουν να στρέψουν τους πολίτες προς τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες. Εξάλλου, στο περίφημο σύστημα των τριών πυλώνων η ιδιωτική ασφάλιση συνυπάρχει με το ποσοστό της.

ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΕΜΠΙΣΤΕΥΘΩ ΜΙΑ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ;

Με δεδομένο όλο αυτό το πλαίσιο, το ερώτημα που σήμερα δημιουργείται αυθόρμητα στο μυαλό κάθε έλληνα καταναλωτή, εργαζόμενου ή άνεργου, είναι απλό και σαφές: «Είναι πραγματική λύση και μπορώ να εμπιστευθώ ένα συνταξιοδοτικό πρόγραμμα ιδιωτικής ασφαλιστικής εταιρείας»; 

Η απάντηση είναι επίσης απλή και σαφής: ναι αλλά με προϋποθέσεις. Η αγορά ενός ασφαλιστικού συνταξιοδοτικού προγράμματος, αποτελεί μια σύμβαση, ένα ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της ασφαλιστικής εταιρείας και του Ασφαλιζόμενου, υπό τον έλεγχο, την εποπτεία και την «εγγύηση» του κράτους. 

Κατά την άποψή μας ο καταναλωτής, πριν την αγορά ενός συνταξιοδοτικού προγράμματος, θα πρέπει πρώτα να απαντήσει ο ίδιος σε μια σειρά απλών αλλά ουσιαστικών ερωτημάτων, ώστε να γνωρίζει καταρχήν ο ίδιος γιατί προχωρά στην αγορά του προγράμματος και όχι να δεχθεί παθητικά ότι του προσφέρουν. 

Κύριο ερώτημα:
-Ποια συγκεκριμένη ανάγκη (ατομική ή οικογενειακή) προσπαθώ να καλύψω με την αγορά ενός συνταξιοδοτικού προγράμματος;
Και στην  συνέχεια:

- Τι χρηματικό ποσό μπορώ να διαθέτω ετησίως, με τα σημερινά δεδομένα, για την αγορά του προγράμματος;

– Πότε και τι θα ήθελα από το συνταξιοδοτικό αυτό πρόγραμμα;

- Πως θα επιλέξω ασφαλιστική εταιρεία και «δίκτυο», μέσω του οποίου θα ενημερωθώ και θα ασφαλισθώ;
Πρέπει να συνειδητοποιήσει ο καταναλωτής ότι το πρόγραμμα που θα αγοράσει θα τον συντροφεύει πολλά χρόνια, ίσως όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Συνεπώς η αγορά αυτή δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα ούτε επιπόλαιης απόφασης, ούτε μόδας, ούτε υποχρέωσης απέναντι σε κάποιον φίλο, γνωστό ή συγγενή που τον πιέζει. Πρέπει να είναι αποτέλεσμα ουσιαστικής και ώριμης απόφασης, γιατί μόνο τότε θα περιληφθεί το κόστος των ασφαλίστρων στο ετήσιο κόστος των ανελαστικών δαπανών του οικογενειακού προϋπολογισμού. Στην αντίθετη περίπτωση της ευκαιριακής αγοράς, το κόστος αυτό θα περιλαμβάνεται στα προς «περιορισμό» έξοδα, σε κάθε δύσκολη οικονομικά περίοδο.

Συνταξιοδοτικά προγράμματα υπάρχουν πολλά, με πολλές εναλλακτικές δυνατότητες, τόσο για τον τρόπο και το διάστημα πληρωμής των ασφαλίστρων, όσο και για τον τρόπο και την περίοδο είσπραξης της σύνταξης. Δεν υπάρχουν εξ ορισμού καλά ή κακά συνταξιοδοτικά προγράμματα.  

–  Καλό είναι το πρόγραμμα που ανταποκρίνεται στις ανάγκες μας, τουλάχιστον όπως προσδιορίζονται κατά την στιγμή της αγοράς του και κακό είναι το πρόγραμμα που το αγοράζουμε ενώ δεν το έχουμε καταλάβει.
–  Καλό είναι το πρόγραμμα που ταιριάζει με τον χαρακτήρα μας και την αποταμιευτική μας ή επενδυτική μας δυνατότητα ή/και φιλοσοφία και κακό είναι το πρόγραμμα που μας επιβάλουν, ως ευκαιρία τάχα, να το αγοράσουμε.
– Καλό είναι το πρόγραμμα για το οποίο γνωρίζουμε αν έχει ή όχι εγγυημένες αποδόσεις και κακό είναι το πρόγραμμα για το οποίο μαθαίνουμε στη λήξη του, αν είχε ή όχι εγγυημένες αποδόσεις.

Θα μπορούσε κάποιος να συνεχίσει με πολλές τέτοιες προσεγγίσεις. Σημασία έχει να γίνει απολύτως κατανοητό ότι στις ασφαλίσεις και ειδικά στα μακροχρόνια συνταξιοδοτικά προγράμματα, πρέπει να αγοράζουμε συνειδητά αυτό που καλύπτει τις ανάγκες μας και αυτό για το οποίο θα μπορούμε να πληρώνουμε τα ασφάλιστρα, μέχρι την έναρξη της συνταξιοδότησής μας. Τίποτα παραπάνω και τίποτα λιγότερο.

Ήδη, μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης, φθάνουν μηνύματα στον καταναλωτή για συνταξιοδοτικά προγράμματα. Όχι αόριστα, όχι γενικευμένα. Τα μηνύματα αυτά έχουν σαφή αναφορά στην «συμπλήρωση» της σύνταξής του, που εμμέσως πλην σαφώς υπονοούν ότι η σύνταξη από τον κοινωνικό του φορέα δεν θα είναι αρκετή. Υπάρχει όμως και σαφής αναφορά στην δημιουργία εγγυημένου κεφαλαίου σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Γιατί αυτό είναι το ζητούμενο πλέον, αφενός η βεβαιότητα για το ύψος του κεφαλαίου που θα δημιουργηθεί και αφετέρου η σιγουριά για την χρονική στιγμή είσπραξής του. 

Οι ασφαλιστικές εταιρείες ήδη δραστηριοποιήθηκαν και πολύ σύντομα θα υπάρχουν στην αγορά πολλά νέα και εξειδικευμένα ανά κατηγορία καταναλωτών συνταξιοδοτικά προγράμματα. Τα δίκτυα ενημερώνονται, εκπαιδεύονται και βλέπουν χρυσή ευκαιρία επαναδραστηριοποίησης μετά από τα τελευταία προβληματικά χρόνια. Πρώτο μέλημα η αποκατάσταση της αξιοπιστίας της αγοράς και στην συνέχεια η προώθηση των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων.  Οι τράπεζες ανακαλύπτουν για μία ακόμα φορά τις τεράστιες δυνατότητες που έχουν στον τομέα αυτό και, μέσω του bancassurance, προσβλέπουν στην κυριαρχία στον ειδικό αυτό χώρο των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων, κυριαρχία που κατέχει το bancassurance σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως του νότου. 

Ο κάθε πολίτης μπορεί να αξιολογήσει και να ιεραρχήσει τα χαρακτηριστικά της κάθε εταιρίας και να βγάλει τα συμπεράσματά του. Το μέγεθος, το δίκτυο, τα χρόνια παρουσίας στην Ελλάδα,  η μετοχική σύνθεση, η φιλικότητα, η εξυπηρέτηση, η φήμη, τα οικονομικά αποτελέσματα και πάνω από όλα οι άνθρωποι είναι μερικά από αυτά.

Ο επαγγελματισμός κατά την πώληση και η σοβαρότητα των προσφορών αποτελούν, κατά την άποψή μας, δύο ακόμα παράγοντες που θα πρέπει να λάβει υπόψη του ο υποψήφιος πελάτης πριν την τελική επιλογή. 

Ευτυχώς, οι σύγχρονες τεχνολογικές δυνατότητες, το διαδίκτυο και ο υγιής ανταγωνισμός, που έχει πλέον αναπτυχθεί μεταξύ σοβαρών και φερέγγυων ασφαλιστικών εταιριών, δίνουν την δυνατότητα, σε όποιον πραγματικά ενδιαφέρεται, να ενημερωθεί και να αποφασίσει σωστά.  

 

 

 

 

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*