ΕΑΕΕ: Όχι άλλες ευθύνες στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις

Έκπληκτη για το ύφος και το περιεχόμενο του σχεδίου νόμου της γενικής γραμματείας Καταναλωτή του σχέδιο νόμου Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας περί «Προαγωγής της Διαφάνειας στη λειτουργία της ασφαλιστικής αγοράς», δηλώνει η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος, τονίζοντας ότι ο τρόπος με τον οποίο η γενική γραμματεία προσεγγίζει το θέμα είναι σαν να υποδηλώνει ότι «οι διατάξεις του νομοσχεδίου έχουν αποτυπωθεί ωσάν να πρόκειται να ρυθμίσουν τη λειτουργία μίας δραστηριότητας, στην οποία ουδέποτε μέχρι σήμερα ίσχυσαν ούτε εφαρμόζονταν κανόνες διαφάνειας και προστασίας του καταναλωτή».
 
Η Ένωση υπογραμμίζει επίσης ότι ανάγκη ρύθμισης του πλαισίου λειτουργίας της ασφαλιστικής αγοράς δεν υφίσταται καθότι, τα περισσότερα από τα θέματα που θίγονται με το σχέδιο νόμου ρυθμίζονται ήδη από την υφιστάμενη νομοθεσία.
 
«Η παράθεση σειράς διατάξεων, που σε πολλές περιπτώσεις είτε επαναλαμβάνουν υφιστάμενες σε άλλους νόμους ρυθμίσεις είτε διαφοροποιούνται ελάχιστα από αυτές, είναι βέβαιον ότι θα προκαλέσουν σύγχυση και ανασφάλεια δικαίου σε καταναλωτές και ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ακυρώνοντας τον αρχικό στόχο του νομοθετήματος που είναι η προαγωγή της διαφάνειας στο χώρο της ασφαλιστικής αγοράς» προσθέτει η Ένωση, για να διευκρινίσει ότι «το σχέδιο νόμου θα πρέπει να επικεντρωθεί στην επεξεργασία συγκεκριμένων ειδικών θεμάτων, τα οποία πιθανόν να χρήζουν συμπληρωματικής ρύθμισης».
 
Ειδικότερα, οι παρατηρήσεις της Ένωσης επί του νομοσχεδίου, όπως αυτές καταγράφηκαν στο τελευταίο διοικητικό της συμβούλιο, έχουν ως εξής:
 
– Διαπιστώνεται, διάχυτα, σ’ όλο το κείμενο του σχεδίου νόμου σαφής πρόθεση ανεπίτρεπτης, κατά την κρίση μας, διεύρυνσης του πεδίου ευθύνης των ασφαλιστικών επιχειρήσεων με υποχρεώσεις που ανήκουν συστηματικά, κατ’ επιταγήν κοινοτικών οδηγιών, στο πεδίο ευθύνης των διαμεσολαβούντων στην ασφάλιση προσώπων. 

Η αξιολόγηση των αναγκών του ασφαλισμένου δεν αποτελεί υποχρέωση της ασφαλιστικής επιχείρησης (άρθρα 2, 3, και 4 σχεδίου νόμου), αντίθετα ανήκει συστηματικά και απολύτως δικαιολογημένα στο πεδίο ευθύνης των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, ήτοι των προσώπων που έρχονται σε ευθεία επικοινωνία με τον ασφαλισμένο. Η υποχρέωση αυτή των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών για έγγραφη ανάλυση και αξιολόγηση των αναγκών του πελάτη πριν από τη σύναψη της σύμβασης προβλέπεται σήμερα ρητά στο π.δ. 190/2006, με το οποίο ενσωματώνονται στην ελληνική νομοθεσία οι αντίστοιχες διατάξεις της οδηγίας 2002/92/ΕΚ για τη ρύθμιση της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης. 

Η δε ικανότητα των προσώπων αυτών να διαμεσολαβούν στη σύναψη της ασφάλισης διασφαλίζεται σήμερα μέσω της διαδικασίας πιστοποίησης της επαγγελματικής τους επάρκειας, την οποία έχουν πλέον υποχρέωση να ακολουθούν. Με τις ρυθμίσεις του υπό συζήτηση σχεδίου νόμου δημιουργούνται επικαλύψεις πληροφόρησης, οι οποίες είναι δυνατόν να δημιουργήσουν σύγχυση στον καταναλωτή και εν τέλει να τον αποτρέψουν από το να ασφαλιστεί. 

Προς επίρρωση των ανωτέρω, δέον να σημειωθεί ότι η συζήτηση που ξεκίνησε σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών σχετικά με τα επενδυτικά και μόνο προϊόντα του ασφαλιστικού τομέα κατέληξε στο να αποφασιστεί ότι το ζήτημα αυτό θα αποτελέσει αντικείμενο τροποποίησης της οδηγίας 2002/92/ΕΚ που ρυθμίζει τις υποχρεώσεις των διαμεσολαβούντων στην ασφάλιση προσώπων.
 
– Η διαδικασία σύναψης της ασφαλιστικής σύμβασης, όπως τούτη ρυθμίζεται ήδη με τις διατάξεις του ν. 2496/1997, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση απλή και ευέλικτη διαδικασία (βλ. υφιστάμενες υποχρεώσεις ενημέρωσης, δικαίωμα εναντίωσης και υπαναχώρησης ασφαλισμένων, υποχρέωση χορήγησης σχετικών εντύπων κ.λ.π.). 

Η εν γένει επιβάρυνση με ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου (π.χ. άρθρα 5, 6, 7 και 9 αυτού) της υφιστάμενης διαδικασίας με πρόσθετες υποχρεώσεις δεν βοηθά στην προστασία του καταναλωτή, αντίθετα προκαλεί γραφειοκρατικές δυσλειτουργίες και επιπλέον κόστη στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις με τα οποία θα επιβαρυνθούν εν τέλει οι ίδιοι οι καταναλωτές, δημιουργώντας συγχρόνως πρόσθετα αντικίνητρα στην προώθηση των ασφαλιστικών προϊόντων. 

Η υφιστάμενη νομοθεσία (ν. 2496/97) καλύπτει ικανοποιητικά τους ασφαλισμένους κατά τη σύναψη της πλειονότητας των ασφαλιστικών συμβάσεων. Για το λόγο αυτό επαναλαμβάνουμε τη θέση μας ότι το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου θα πρέπει να επικεντρωθεί σε τυχόν συμπλήρωση της προστασίας των καταναλωτών σε ειδικές μόνο περιπτώσεις ασφαλίσεων, εφόσον κριθεί αναγκαίο και αποφεύγοντας την επανάληψη ήδη υπαρχουσών ρυθμίσεων.   
   
– Κατανοούμε απόλυτα την αγωνία της Πολιτείας για σωστή ενημέρωση και προστασία του καταναλωτή – ασφαλισμένου, την οποία και στηρίζουμε ανεπιφύλακτα. Ωστόσο, θεωρούμε ότι η όποια υποχρέωση ανάλυσης των αναγκών του ασφαλισμένου θα πρέπει να εξαντλείται στην αξιολόγηση των πληροφοριών που ο ίδιος ο ασφαλισμένος επιθυμεί να παράσχει για το σκοπό αυτό. 

Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής έχει σε κάθε περίπτωση την υποχρέωση να αναζητήσει όλα τα στοιχεία που του είναι χρήσιμα για την ανάλυση των αναγκών του πελάτη του, δεν μπορεί όμως σε καμία περίπτωση να υποχρεώσει τον ασφαλισμένο να του δώσει στοιχεία, εφόσον τούτος δεν το επιθυμεί (βλ. νομοθεσία για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα). 

Ως εκ τούτου, ρυθμίσεις που απαγορεύουν τη σύναψη της ασφάλισης σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος δεν δίδει όλες τις πληροφορίες που του έχουν ζητηθεί (βλ. άρθρο 4 παρ. 2 σχεδίου νόμου) θεωρούμε ότι δεν συνάδουν με τη νομιμότητα, καθώς αντίκεινται τόσο στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, όσο και στη νομοθεσία για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Αποτελούν δε αδιαμφισβήτητα σοβαρό αντικίνητρο για τη σύναψη ασφάλισης.
 
– Παρατηρείται έντονη παρέμβαση σε θέματα τιμολογιακών ρυθμίσεων των ασφαλιστικών εταιριών, που μπορεί να έχουν και σοβαρές επιπτώσεις στη φερεγγυότητά τους, ενώ είναι δεδομένη η ελευθερία τιμολογιακής πολιτικής κατ΄εφαρμογήν τόσον της ευρωπαϊκής όσο και της εθνικής νομοθεσίας. 

Εμφανέστατα παραδείγματα τέτοιας ανεπίτρεπτης παρέμβασης που εγείρουν και ζητήματα ανταγωνισμού αποτελούν, ενδεικτικά, οι διατάξεις για την αναπροσαρμογή ασφαλίστρων στις νοσοκομειακές καλύψεις, οι ρυθμίσεις για την αξία εξαγοράς καθώς και για τον υπολογισμό της υπεραπόδοσης.
 
– Με τις διατάξεις του σχεδίου νόμου επιχειρείται η συμπλήρωση / τροποποίηση / επεξήγηση πολλών διατάξεων του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου. Ειδικότερα, επιχειρούνται παρεμβάσεις σε θέματα που ρυθμίζονται σήμερα από το ν.δ. 400/1970 περί ιδιωτικής επιχείρησης ασφαλίσεως, το ν. 2496/1997 περί ασφαλιστικής σύμβασης, το ν. 2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή, το π.δ. 190/2006 περί ασφαλιστικής διαμεσολάβησης, το ν. 1569/85 περί ασφαλιστικής διαμεσολάβησης επίσης και άλλους νόμους. 

Θεωρούμε σκόπιμο να σημειώσουμε ότι οι όποιες νέες ρυθμίσεις θα πρέπει να ενταχθούν στο κείμενο των υφιστάμενων νόμων, έτσι ώστε να μη δημιουργείται ανασφάλεια σχετικά με το ποιες επιμέρους ρυθμίσεις εν τέλει ισχύουν. Σε διαφορετική περίπτωση θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι οι ρυθμίσεις του παρόντος σχεδίου νόμου υπερισχύουν ως νεώτερες και ειδικότερες των προηγούμενων νόμων, ιδίως όσον αφορά στα ζητήματα της προστασίας του καταναλωτή.

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*