Τρία «κλειδιά» για την ανάπτυξη της ασφαλιστικής αγοράς

Ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της αγοράς μας είναι τα μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης που πράγματι έχει και που δυστυχώς μένουν αναξιοποίητα. Η σχέση ασφαλίστρων με το ακαθάριστο εθνικό προϊόν εξακολουθεί εδώ και πολλά χρόνια να κυμαίνεται στο 2% ενώ ο μέσος όρος των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης πλησιάζει το 10%.

Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να συμπεράνει ότι αυτό είναι το μεγαλύτερο στρατηγικό πλεονέκτημα της αγοράς μας εφόσον στο μέλλον υπάρχει η δυνατότητα πενταπλασιασμού της παραγωγής και κατά συνέπεια των αμοιβών  των δικτύων. Δυστυχώς όμως το θέμα δεν είναι τόσο απλό.

Είναι σε όλους γνωστό ότι η ανάπτυξη κάθε αγοράς συνίσταται στην ύπαρξη και τη συνέργεια τριών παραγόντων:

• Της ύπαρξης διαθεσίμου προς επένδυση εισοδήματος
• Της επάρκειας ικανοποιητικού επιπέδου χρηματοασφαλιστικών υπηρεσιών
• Της ύπαρξης  δικτύων πωλήσεων ικανών να συνδέσουν σταθερά και επιτυχώς τους δύο προηγούμενους παράγοντες

Σχετικά με τα δίκτυα θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η ηγεσία των δικτύων θα πρέπει να έχει άριστη επικοινωνία και εναρμονισμένους στόχους και στρατηγική με την εκάστοτε ομάδα διοίκησης της εταιρίας με την οποία συνεργάζεται  και επικαιροποιημένες  γνώσεις ώστε να χρησιμοποιεί στο μέγιστο βαθμό την σύγχρονη επιστημονική και τεχνολογική γνώση που χρησιμοποιούν τα αντίστοιχα στελέχη των  προηγμένων αγορών.

Η ύπαρξη του πρώτου παράγοντα ανάπτυξης είναι δεδομένη στην αγορά μας εφόσον οι καταθέσεις των φυσικών και νομικών προσώπων κυμαίνονται στα 250 δις ευρώ. Βέβαια πρέπει να διευκρινιστεί ότι τα ποσά αυτά, όπως είναι αναμενόμενο, δεν είναι ίσα κατανεμημένα. Περίπου το 65% των ποσών αυτών ελέγχεται από το 20% των οικογενειών της χώρας ενώ το υπόλοιπο 35% το διαχειρίζεται το 80% των οικογενειών.

Επίσης η κατανομή είναι άνιση και γεωγραφική . Το 35% των ποσών αυτών προέρχεται από το κέντρο και το 65% από την περιφέρεια. Άνιση κατανομή παρατηρείται επίσης και στη δύναμη πωλήσεων των δικτύων διότι το 70%  περίπου, για ιστορικούς λόγους, βρίσκεται στο κέντρο και το 30% στην περιφέρεια. 

Η ανισότητα αυτή έχει σαν συνέπεια να μην αναπτύσσεται ομαλά η αγορά μας καθώς εκεί που υπάρχει το χρήμα, η δύναμη των πωλήσεων είναι ανεπαρκής και εκεί που το χρήμα είναι αισθητά λιγότερο, διεκδικείται από το μεγαλύτερο μέρος των δικτύων με αποτέλεσμα την αύξηση του ανταγωνισμού σε βάρος συνήθως των ασφαλισμένων. 

Αναφορικά με τον δεύτερο παράγοντα μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει επάρκεια χρηματοασφαλιστικών υπηρεσιών διότι ο δυνητικός ασφαλισμένος είναι δύσκολο να ζητήσει καλύψεις που να μην τις διαθέτει η αγορά. Στη πράξη όμως ενώ υπάρχει ποικιλία «προϊόντων» σε κάποιες  περιπτώσεις   εμποδίζονται να φθάσουν στον ασφαλισμένο.

Τέλος σχετικά με τον τρίτο παράγοντα το μεγαλύτερο μέρος των δικτύων ενώ διαθέτουν σύστημα  εκπαίδευσης και σε ορισμένες περιπτώσεις θα έλεγα επαρκές, στερούνται ασφαλιστικής παιδείας. Υπάρχει όμως θεμελιώδης διαφορά μεταξύ εκπαίδευσης και παιδείας αν και οι δύο είναι απολύτως αναγκαίες.

Εκπαίδευση είναι η μεταβίβαση γνώσεων και πρακτικών με σκοπό το εκπαιδευόμενο άτομο να μπορεί να εκτελεί υπό επίβλεψη σωστά και αποτελεσματικά συγκεκριμένες διαδικασίες που οδηγούν σε αναμενόμενα αποτελέσματα.
Παιδεία είναι «η ολκή προς τον ορθό λόγο», είναι δηλαδή η δυνατότητα που αποκτά το εκπαιδευμένο  άτομο να αυτενεργεί και να δίνει τη σωστή λύση συνεργαζόμενο, εάν απαιτηθεί, με άλλα εξειδικευμένα άτομα ώστε να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. 

Συγκεκριμένα, τα άτομα με παιδεία συνήθως καθοδηγούν και δεν απαιτείται να καθοδηγούνται κατά την διάρκεια της εργασίας τους. Χαριτολογώντας  θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι ενώ υπάρχουν εκπαιδευμένα ζώα π.χ. άλογα ή σκυλιά οπωσδήποτε δεν υπάρχουν σκυλιά με παιδεία.

Το τμήμα της αγοράς που διαθέτει υψηλά προς επένδυση εισοδήματα, δηλαδή τα άτομα με υψηλό φορολογικό συντελεστή και οι εταιρίες δεν είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν από δίκτυα που δεν έχουν χρηματοασφαλιστική παιδεία. Βέβαια στην επίτευξη αυτού του στόχου θα πρέπει να συμβάλλει και η πολιτεία εκσυγχρονίζοντας την νομοθεσία της.
Ειδικά κάτω από συνθήκες διεθνούς κρίσεως μια σημαντική βοήθεια στην ασφαλιστική αγορά θα ήταν να δοθεί η δυνατότητα στους επιστήμονες ασφαλιστικούς συμβούλους και συντονιστές να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στα φυσικά και νομικά πρόσωπα, που επηρεάζονται λιγότερο ή και καθόλου από την διεθνή κρίση.  

Συμπερασματικά η ανάπτυξη της αγοράς μας θα προκύψει κατ’ αρχάς από την προσπάθεια θωράκισης της περιουσίας και των εισοδημάτων όχι μόνο των ατόμων με χαμηλά και μέσα εισοδήματα αλλά κυρίως από την αξιοποίηση των προσώπων με υψηλά διαθέσιμα και σημαντικά περιουσιακά στοιχεία ώστε  να αρχίσει να αυξάνεται ο δείκτης ασφαλισιμότητας και να συγκλίνει με τον μέσο όρο των λοιπών ευρωπαίων συνεταίρων μας.

Θα πρέπει λοιπόν να γίνει σε όλους μας συνείδηση και το μήνυμα να περάσει και στην ελληνική οικογένεια ότι όπως η ιατρική ή η νομική ή η μαθηματική είναι επιστήμες το ίδιο είναι και η ασφαλιστική. Τότε θα μεταβληθεί και η αρνητική στάση της ελληνικής οικογένειας προς το ασφαλιστικό επάγγελμα διευκολύνοντας την ασφαλιστική βιομηχανία στον κρίσιμο τομέα της στελέχωσης με αξιόλογα άτομα των δικτύων  με συνέπεια την περαιτέρω  ανάπτυξη της αγοράς.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*