Κλείνοντας δέκα χρόνια από την έναρξη της οικονοµικής κρίσης και µετά το τυπικό τέλος της µνηµονιακής περιόδου είναι αναγκαίο να αποτυπώσουµε την πραγµατική επίδραση της κρίσης στα έσοδα της κοινωνικής ασφάλισης και να επιχειρήσουµε µια πρώτη εκτίµηση της επίδρασης των διάφορων παραγόντων που διαµορφώνουν τα έσοδά της σήµερα.
Γράφει ο Μενέλαος Θεοδωρουλάκης*
Είναι αναγκαίο, γιατί στον δηµόσιο διάλογο η σχετική συζήτηση έχει επικεντρωθεί στο ζήτηµα της αύξησης της µερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης και στον µειωµένο αριθµό των ασφαλισµένων και µόνο και αγνοεί την επίδραση των µειωµένων µισθών. Η πραγµατικότητα όµως είναι διαφορετική αφού ο αριθµός των ασφαλισµένων βελτιώθηκε σηµαντικά τα τελευταία χρόνια µε την πάταξη της εισφοροδιαφυγής και την αύξηση της απασχόλησης γενικότερα και τα δεδοµένα, όπως παρουσιάζονται στη συνέχεια, αποτυπώνουν µια άλλη εικόνα σήµερα ως προς τα αίτια των µειωµένων εσόδων. Από άποψη επίδρασης στα οικονοµικά της κοινωνικής ασφάλισης, είναι σήµερα σηµαντικότερη η επίδραση των µειωµένων µισθών και δευτερευόντως η επίδραση της µερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης.
Αναλυτικότερα, τα χρόνια της κρίσης η συρρίκνωση της απασχόλησης, η αύξηση της µερικής και της εκ περιτροπής απασχόλησης και η κατακόρυφη πτώση της οικονοµικής δραστηριότητας, παράλληλα µε τα µειωµένα επίπεδα των µισθών, διαµόρφωσαν ένα ιδιαίτερα αρνητικό περιβάλλον για τα οικονοµικά της κοινωνικής ασφάλισης, που οδήγησε στη συρρίκνωση των εισπραττόµενων εισφορών από τη µισθωτή εργασία και την αυτοαπασχόληση και ταυτόχρονα στην εκτίναξη των οφειλόµενων εισφορών. Οι µισθωτοί ασφαλισµένοι σύµφωνα µε τα Μηνιαία ∆ελτία Απασχόλησης του ΕΦΚΑ και του πρώην ΙΚΑ συρρικνώθηκαν σηµαντικά κατά 2,5%, την περίοδο 2009-2012 (από 1,85 εκατ. ασφαλισµένους το 2009 σε µόλις 1,43 εκατ. ασφαλισµένους το 2012), ενώ ταυτόχρονα οι εισπραττόµενες εισφορές τους µειώθηκαν περισσότερο κατά 24,9% (από 12,02 δισ. ευρώ το 2009 σε 9,03 δισ. ευρώ το 2012).
Πηγή: επεξεργασία στοιχείων από τα Μηνιαία ∆ελτία Απασχόλησης ∆εκ. 2009 έως και ∆εκ. 2018
Όμως από το 2013 ο αριθµός των ασφαλισµένων άρχισε να αυξάνεται σταδιακά και επανήλθε στα επίπεδα του 2009 ήδη από το 2016, µε µια σηµαντική διαφορά: οι εισπραττόµενες εισφορές συνέχισαν να µειώνονται σε 8,5 δισ. ευρώ γιατί η µερική απασχόληση των µισθωτών είχε σχεδόν διπλασιαστεί, αυξανόµενη από 15,1% το 2009 σε 29,8% το 2016, αλλά και, το βασικότερο, το µέσο ηµεροµίσθιο είχε µειωθεί κατά 20,14%, από 56,06 ευρώ το 2009 σε 44,77 ευρώ το 2016. Αντίστοιχα, σήµερα, που ο αριθµός των ασφαλισµένων ξεπερνά κατά σχεδόν 250.000 τους ασφαλισµένους του 2009, οι εισπραττόµενες εισφορές συνεχίζουν να υπολείπονται κατά 2 δισ. ευρώ από αυτές του 2009.
Από τα ασφαλιστικά δεδοµένα προκύπτει ότι η βασική αιτία των µειωµένων εισπραττόµενων εισφορών δεν είναι πλέον η µερική ή η εκ περιτροπής απασχόληση, αφού οι µέρες ασφάλισης ετησίως είναι περισσότερες κατά 56 εκατ. (το 2018 ξεπερνούν τις 598 εκατ. ηµέρες, ενώ το 2009 ήταν 542,5 εκατ. ηµέρες), και οι πλήρως απασχολούµενοι υπολείπονται κατά µόλις 6% από τους πλήρως απασχολούµενους το 2009. Ως βασική αιτία των µειωµένων εισπραττόµενων εισφορών αναδεικνύονται πλέον οι συρρικνωµένοι µισθοί. Πράγµατι, ο µέσος µισθός µε πλήρη απασχόληση τον ∆εκέµβριο του 2018 ήταν 1.160 ευρώ, ενώ ο µέσος µισθός µε µερική απασχόληση περιοριζόταν στα 391 ευρώ (372 ευρώ για τους άνδρες έναντι 406 ευρώ για τις γυναίκες). Στην αρχή της κρίσης, τον ∆εκέµβρη του 2009, οι αντίστοιχοι µισθοί είχαν ως εξής: µέσος µισθός µε πλήρη απασχόληση 1.443 ευρώ και ο µέσος µισθός µερικής απασχόλησης 579 ευρώ. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο µέσος µισθός πλήρους απασχόλησης συρρικνώθηκε µεταξύ 2009 και 2018 κατά 19,7% και ο µέσος µισθός µερικής απασχόλησης συρρικνώθηκε κατά 32,5%, δηλαδή κατά 12,8 ποσοστιαίες µονάδες περισσότερο, γεγονός που καταδεικνύει τη σηµαντικότερη επίδραση σήµερα στα έσοδα της κοινωνικής ασφάλισης από τις µειωµένες αµοιβές και η οποία όντως οξύνεται από τα επίπεδα της µερικής απασχόλησης. Η επίδραση της µερικής απασχόλησης είναι δευτερεύουσας σηµασίας, δεδοµένου και του γεγονότος ότι σύµφωνα µε τα στοιχεία των µηνιαίων δελτίων απασχόλησης του ΕΦΚΑ 150.000 ασφαλισµένοι έχουν πάνω από µια θέση εργασίας, κάτι που σηµαίνει ότι µπορεί να εισφέρουν όπως και ένας πλήρως απασχολούµενος ή και ακόµα περισσότερο.
Από τα παραπάνω προκύπτει λοιπόν αβίαστα το συµπέρασµα ότι βασική αιτία των µειωµένων εσόδων από εισφορές µισθωτών σήµερα στην κοινωνική ασφάλιση δεν είναι η µερική ή η εκ περιτροπής απασχόληση αλλά οι µειωµένοι µισθοί, επί των οποίων παρακρατούνται οι εισφορές, αφού οι εισπραττόµενες εισφορές είναι µειωµένες κατά 16,7%, ενώ οι πλήρως απασχολούµενοι είναι µειωµένοι κατά µόλις 6,1% και οι µερικώς απασχολούµενοι αυξηµένοι κατά 125%. Η µερική και η εκ περιτροπής απασχόληση δεν θα είχαν καµία αρνητική επίδραση στις εισπραττόµενες εισφορές αν σήµερα οι µισθοί ήταν στα επίπεδα του 2009. Αντίθετα θα είχαµε αυξηµένα έσοδα, αφού έχουµε 250.000 περισσότερους ασφαλισµένους.
Συμπερασματικά, λοιπόν, η αύξηση των µισθών είναι πλέον ο βασικός παράγοντας για την επιτυχή επαναφορά των εσόδων της κοινωνικής ασφάλισης στα επίπεδα πριν το 2010 και όχι η µείωση της µερικής απασχόλησης.
*Ο Μενέλαος Θεοδωρουλάκης είναι διδάκτωρ Κοινωνικής Πολιτικής, αναδημοσίευση από Έθνος