Άνεμος αλλαγών στην ασφαλιστική αγορά με την επικύρωση του SOLVENCY II

Νέα δεδομένα για την ασφαλιστική αγορά δημιουργεί η επικύρωση της οδηγίας για το Solvency II από το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομίας της ευρωζώνης, που ανοίγει το δρόμο για την αύξηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων από την ασφαλιστική βιομηχανία. 

Η ανατροπή της δυνατότητας υποστήριξης των πολυεθνικών ομίλων ( Group Support) που απετράπη την τελευταία στιγμή,  δεν μειώνει τις ανάγκες σε νέα κεφάλαια, ιδιαίτερα μετά από μια περίοδο πτώσης των τιμών των μετοχών, που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές οικονομίες. Σημειώνεται ότι το επίμαχο θέμα αποτέλεσε το μεγαλύτερο κεφάλαιο των  διαπραγματεύσεων, γιατί θα έδινε το δικαίωμα στους ομίλους να μεταφέρουν ίδια κεφάλαια προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες για SCR (Solvency Capital Requirement) δηλαδή του κεφαλαίου φερεγγυότητας , των θυγατρικών τους εταιριών ανά την Ευρώπη.  

Η δυνατότητα αυτή σύμφωνα με τις διαφωνούντες χώρες, έδινε συγκριτικό πλεονέκτημα στις θυγατρικές ομίλων σε σχέση με τις εταιρίες που δραστηριοποιούνται μόνο σε μια χώρα και αυτό γιατί οι τοπικές εταιρίες θα έπρεπε  από μόνες τους να προχωρήσουν σε άμεση εξεύρεση των αναγκαίων κεφαλαίων για να καλύψουν το απαιτούμενο κεφάλαιο φερεγγυότητας, ενώ οι θυγατρικές ομίλων θα μπορούσαν να φτάσουν το κεφάλαιο φερεγγυότητας με τη βεβαίωση – δήλωση της μητρικής εταιρίας για την κάλυψη του. 

Τα θέματα κεφαλαιακής επάρκειας που ρυθμίζει η οδηγία αφορούν στις απαιτήσεις φερεγγυότητας, που πρέπει να πληρούν οι ασφαλιστές και οι αντασφαλιστές, έτσι ώστε να είναι σε θέση να καλύπτουν τις απαιτήσεις των κατόχων ασφαλιστηρίων συμβολαίων σε περιπτώσεις έλευσης του ασφαλιζόμενου κινδύνου.
Οι ισχύοντες κανόνες φερεγγυότητας είναι παρωχημένοι στο βαθμό που δεν είναι ευαίσθητοι στους κινδύνους ενώ παράλληλα αφήνουν μεγάλο περιθώριο στα κράτη-μέλη για αποκλίσεις σε εθνικό επίπεδο. Το νέο καθεστώς Solvency II αποσκοπεί στο να αντικατοπτρίσει τις πλέον πρόσφατες εξελίξεις στην προληπτική εποπτεία, την αναλογιστική επιστήμη και την διαχείριση κινδύνων.

Σύμφωνα με το κείμενο της οδηγίας, που τίθεται σε ισχύ από το 2012, το Solvency II ισχύει για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου ζωής, ζημιών και αντασφαλίσεων, τα ετήσια έσοδα των οποίων από ασφάλιστρα,  δεν υπερβαίνουν τα 5 εκατ. ευρώ. Εάν το ποσό των 5 εκατ. ευρώ, υπερκαλυφθεί επί τρία συνεχή έτη, η οδηγία εφαρμόζεται από το τέταρτο έτος. Το Solvency II, δεν εφαρμόζεται επίσης για τις επιχειρήσεις αλληλασφαλίσεως που ασκούν δραστηριότητες ασφάλισης ζημιών, τις εργασίες κεφαλαιοποιήσεως, τις εργασίες των οργανισμών προνοίας και βοηθείας και τις εργασίες που πραγματοποιούνται από οργανισμό ο οποίος δεν έχει νομική προσωπικότητα και που έχει ως αντικείμενο την αλληλασφάλιση των μελών του άνευ πληρωμής ασφαλίστρων και άνευ δημιουργίας τεχνικών αποθεμάτων.

Ποιες είναι οι επιπτώσεις της οδηγίας

Η επίπτωση των κανόνων του Solvency, δεν έχει επίσης μετρηθεί στο περιβάλλον υποτιμητικής ψυχολογίας που κυριάρχησε στις αγορές ειδικά το 2008, αλλά σύμφωνα με τα συμπεράσματα της 4ης μελέτης ποσοτικών επιπτώσεων που δημοσιεύθηκαν στο τέλος του 2008, οι  νέοι κανόνες θα επηρεάσουν τα διαθέσιμα αλλά και τα απαιτούμενα κεφάλαια των ασφαλιστικών εταιριών στην ευρωπαϊκή αγορά. 

Η καταγραφή αυτή δεν αφορά την ελληνική ασφαλιστική βιομηχανία, η ανταπόκριση της οποίας στο σχετικό ερωτηματολόγιο ήταν μικρή καθώς μόνο δύο εταιρείες συμμετείχαν και ως εκ τούτου, δεν υπάρχουν ασφαλή συμπεράσματα για τις κεφαλαιακές ανάγκες που θα επιφέρει το νέο κανονιστικό πλαίσιο.  

Εκτιμήσεις πάντως  κάνουν λόγο για ανάγκη τετραπλασιασμού των υφιστάμενων ιδίων κεφαλαίων, προκειμένου να καλυφθούν οι απαιτήσεις είτε σε κεφάλαια είτε στα αποθέματα του κλάδου. Σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις, οι επιπτώσεις θα είναι δραματικές για όσες εταιρείες δεν έχουν επαρκή αποθέματα στο βαθμό που θα δώσει οριστικό τέλος στο φαινόμενο της υποαποθεματοποίησης, που αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς.
Σε ότι αφορά στις ευρωπαϊκές ασφαλιστικές εταιρείες, το 98.8% των συμμετεχόντων στην έρευνα καλύπτει το ελάχιστο επιθυμητό κεφάλαιο (MCR – Minimum  Capital Requirement),  αλλά την ίδια στιγμή το 11% των συμμετεχόντων στην έρευνα, αδυνατεί να καλύψει το επιθυμητό κεφάλαιο φερεγγυότητας (SCR – Solvency Capital Requirement). 

Με βάση τα συμπεράσματα της έρευνας στην πλειοψηφία τους, οι περισσότερες εταιρίες στην Ευρώπη έχουν αρκετά αποθέματα για να καλύψουν την απαίτηση του MCR – του Ελάχιστου Κεφαλαίου Φερεγγυότητας. Η απαίτηση του SCR είναι σαφώς αυξανόμενη σε σχέση με την τρέχουσα νομοθετική απαίτηση και το σημαντικότερο μέρος της αύξησης αυτής προκύπτει από τις εταιρείες ζημιών, που έλαβαν μέρος στη μελέτη. Οι τεχνικές μείωσης κινδύνων κατάφεραν να περιορίσουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις από 10 – 30 % για τις εταιρίες ζωής και 15-35 % για τις λοιπές εταιρίες.

Οι εταιρίες που επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν εσωτερικά μοντέλα φαίνεται να επωφελούνται όσον αφορά τα απαιτούμενα κεφάλαια αλλά στην παρούσα φάση τα μοντέλα τους αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν ως “έγκυρα” δεδομένου ότι δεν έχουν λάβει ακόμα εποπτική έγκριση. Σύμφωνα με την CEIOPS , η διασπορά των κινδύνων που προκύπτει σε επίπεδο ομίλων μπορεί να φτάσει σε ελαφρύνσεις της τάξεως του 26%. Ένας μεγάλος αριθμός μικρομεσαίων ασφαλιστικών επιχειρήσεων δεν έχουν τα απαραίτητα στοιχεία και τα απαραίτητα ιστορικά δεδομένα προκειμένου να προχωρήσουν στους απαιτούμενους αναλογιστικούς υπολογισμούς και η έλλειψη επαρκών στοιχείων θεωρείται το μεγαλύτερο πρόβλημα σε αυτή την κατηγορία επιχειρήσεων.

Σημειώνεται ότι το MCR αντανακλά το ελάχιστο επιθυμητό κεφάλαιο που πρέπει να διατηρεί μια ασφαλιστική εταιρεία για να διασφαλίζει την φερεγγυότητα της. Οποιοδήποτε κεφάλαιο κάτω του ελάχιστου , δίνει την δυνατότητα στην Εποπτική Αρχή να επέμβει και να ανακαλέσει την άδεια της ασφαλιστικής εταιρείας μεταφέροντας το σύνολο των συμβολαίων της σε μια άλλη ασφαλιστική εταιρεία. 

Αντίστοιχα το SCR αντανακλά το κεφάλαιο φερεγγυότητας, δηλαδή το επιθυμητό κεφάλαιο το οποίο θα πρέπει να κατέχει μια ασφαλιστική εταιρεία λαμβάνοντας υπόψη όλους τους πιθανούς κινδύνους για την φερεγγυότητα της σύμφωνα με την οδηγία Solvency II. 

Το απαιτούμενο κεφάλαιο φερεγγυότητας SCR αντιστοιχεί σε ένα επίπεδο κεφαλαίου το οποίο επιτρέπει στην επιχείρηση να απορροφήσει σημαντικές απρόβλεπτες ζημίες και να παρέχει εύλογη κάλυψη στους ασφαλισμένους και τους δικαιούχους. Όταν μία επιχείρηση δεν πληροί το SCR, θα πρέπει να αποκαταστήσει σε εύλογο χρόνο το απαραίτητο κεφάλαιο για την κάλυψη της απαίτησης αυτής, με βάση ένα συγκεκριμένο και εφικτό σχέδιο που θα υποβάλλεται προς έγκριση στην εποπτική αρχή. 

Παρά το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή ασφαλιστική αγορά έχει δείξει αντοχή στις μέχρι τώρα διακυμάνσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, επιδεικνύοντας γερά θεμέλια κοινός τόπος είναι το Solvency II κινείται προς ένα καθεστώς καθορισμού της φερεγγυότητας που βασίζεται σε ολοκληρωμένη αξιολόγηση κινδύνων – άρα και του χρηματοπιστωτικού κινδύνου, καθώς  προβλέπει τους κινδύνους που ελλοχεύει μια παγκόσμια οικονομική κρίση σε όλους τους τομείς. 

Το Solvency II με την εισαγωγή της εύλογης αξίας αποτίμησης των στοιχείων του ισολογισμού και  δίνει στην εποπτεία τα κατάλληλα εργαλεία για να αντιμετωπιστεί η κρίση και διασφαλίζει την αγορά αυξάνοντας την διαφάνεια και την πειθαρχία. Οι κίνδυνοι, όπως επισημαίνει ο CEIOPS, πηγάζουν κυρίως από το γεγονός ότι ο αυξημένος ανταγωνισμός θα επιφέρει ανεπιθύμητες επιπτώσεις στον κλάδο δεδομένου ότι εταιρίες πιθανό να επιλέξουν πρακτικές υψηλού κινδύνου που θα οδηγήσουν σε χρεοκοπίες.

Η Ευρωπαϊκή επιτροπή, παράλληλα με την αναθεώρηση του ισχύοντος καθεστώτος φερεγγυότητας προχώρησε στην αναδιατύπωση των 14 οδηγιών ασφαλίσεων  και αντασφαλίσεων σε ένα ενιαίο κείμενο στο οποίο έχουν ενσωματωθεί και οι νέοι κανόνες φερεγγυότητας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Solvency I παρέχει μια σχετική ομοιομορφία στον υπολογισμό της φερεγγυότητας των ασφαλιστικών εταιρειών που βασίζεται κυρίως σε χρηματοοικονομικούς παράγοντες, χωρίς κάποια ιδιαίτερη πολυπλοκότητα και χωρίς να δίνει έμφαση στους επιμέρους κινδύνους που πιθανό να διαταράξουν και να επηρεάσουν σημαντικά την φερεγγυότητα μιας ασφαλιστικής επιχείρησης. Αυτός άλλωστε είναι και ο βασικός λόγος που κρίθηκε απαραίτητη η αναπροσαρμογή της υφιστάμενης νομοθεσίας και η δημιουργία του Solvency II. 

Οι μέθοδοι αποτίμησης των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού και κυρίως των τεχνικών προβλέψεων διαφέρουν από χώρα σε χώρα όπως διαφέρουν και οι ανά χώρα προϋποθέσεις για τον υπολογισμό των μαθηματικών αποθεμάτων , γεγονός που στην πάροδο των ετών κρίθηκε ως εμπόδιο για την αξιολόγηση των κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι ασφαλιστικές εταιρείες σε σχέση με την ενιαία αγορά. Αυτός ήταν και ο λόγος που το Solvency I κρίθηκε ότι δεν εξυπηρετεί επαρκώς τις ανάγκες της εναρμόνισης της Ευρωπαϊκής ασφαλιστικής αγορά και είχε ως επακόλουθο, την αναθεώρηση του υπολογισμού της φερεγγυότητας των ασφαλιστικών εταιρειών και στη δημιουργία του Solvency II . 

Η οδηγία Solvency II, αποτελεί βάση για περαιτέρω ενοποίηση της κοινοτικής αγοράς ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων , με απώτερο σκοπό την ενίσχυση της προστασίας των αντισυμβαλλομένων και των δικαιούχων ασφαλιστηρίων συμβολαίων , τη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των ασφαλιστών και των αντασφαλιστών της Ευρώπης και την βελτίωση της υπάρχουσας νομοθεσίας, μέσο ενός συστήματος ορθών αρχών οικονομικής αξιολόγησης και διαφάνειας. 

Η οδηγία εμπεριέχει στοιχεία από την τρέχουσα νομοθεσία αλλά και καινούργια στοιχεία που αφορούν την αξιολόγηση πολλαπλών κινδύνων σε διάφορα επίπεδα των ασφαλιστικών εργασιών. Τα ¾ του Solvency ΙΙ  αποτελούνται από την κωδικοποίηση των μέχρι τώρα υπαρχουσών 14 οδηγιών για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις τα οποία προσαρμόστηκαν  ώστε να αντικατοπτρίζουν τις επιθυμητές αλλαγές. 

Οι κεφαλαιουχικές απαιτήσεις θα αντικατοπτρίζουν το ιδιαίτερο προφίλ κινδύνου κάθε επιχείρησης και οι ασφαλιστές που θα διαχειρίζονται αποτελεσματικά τους κινδύνους τους θα ανταμείβονται και θα τους δίδεται η δυνατότητα να διατηρούν μικρότερο κεφάλαιο σε σχέση με αυτό που θα διατηρούσαν υπό το ισχύον καθεστώς φερεγγυότητας.

Το Solvency II , θα έχει ως αποτέλεσμα να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην ορθή διαχείριση κινδύνων και στους αυστηρούς εσωτερικούς ελέγχους όπου με αυτό τον τρόπο η ευθύνη για την χρηματοπιστωτική ευρωστία της ασφαλιστικής βιομηχανίας, θα μεταβιβαστεί και πάλι στους διαχειριστές. Ωστόσο, η θέσπιση της νέας οικονομικής προσέγγισης με βάση τον κίνδυνο ενδέχεται να συνοδεύεται από κάποιες βραχυχρόνιες αρνητικές συνέπειες όπως την μείωση κάλυψης για ορισμένους τύπους ασφάλισης, την τροποποίηση προϊόντων υψηλού κινδύνου και την αύξηση των τιμών σε ορισμένους τομείς της αγοράς.

ΟΙ ΠΥΛΩΝΕΣ

Το Solvency IΙ βασίστηκε στο πλαίσιο του Basel II – της αντίστοιχης δηλαδή κοινοτικής οδηγίας για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζικών ιδρυμάτων , που είχε επίσης στόχο την εδραίωση ενός ενιαίου και σταθερού πλαισίου διαχείρισης κινδύνου στο τραπεζικό χώρο, μέσα σε πλαίσιο διαφάνειας και ολοκληρωμένης χαρτογράφησης των διαδικασιών. Το ίδιο φιλοδοξεί να πετύχει και το Solvency II για την ασφαλιστική αγορά βασισμένο στην μέθοδο των «τριών πυλώνων » που ακολουθήθηκε και στον σχεδιασμό του Basel II με επιτυχία.
Ο Πρώτος Πυλώνας, θέτει τις  Ποσοτικές Προδιαγραφές, για
• Τον υπολογισμό του εγγυητικού κεφαλαίου, των τεχνικών προβλέψεων και των κεφαλαιακών απαιτήσεων
• Την αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού – παθητικού.
• Τον καθορισμό των κινδύνων προς αξιολόγηση και τους τρόπους επιμέτρησης τους (εσωτερικά μοντέλα risk management).
• Τον υπολογισμό του ελάχιστου επιθυμητού κεφαλαίου που πρέπει να διατηρεί μια ασφαλιστική εταιρεία για να διασφαλίζει την φερεγγυότητα της (MCR).
Ο Δεύτερος Πυλώνας, θέτει τις Ποιοτικές Προδιαγραφές, για 
• Τον καθορισμό των αρχών εσωτερικού ελέγχου πάνω στις οποίες θα βασίζεται η αξιολόγηση και η διαχείριση του ασφαλιστικού κινδύνου (governance).
• Την ανασκόπηση της εποπτικής διαδικασίας ελέγχου των εσωτερικών μοντέλων και συνολικού ελέγχου της εταιρικής φερεγγυότητας.
Ο Τρίτος Πυλώνας, αφορά στην Εφαρμογή (Market discipline), για
• Τις τρέχουσες απαιτήσεις δημοσίευσης και παρουσίασης σύμφωνα με τις κρατικές διατάξεις σε συνδυασμό με τα IAS και τα IFRS.
• Τις μελλοντικές απαιτήσεις δημοσίευσης και παρουσίασης σύμφωνα με την εξέλιξη της Β’ Φάσης του IFRS7 και την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία. 

Αναλυτικά, ο πρώτος πυλώνας περιλαμβάνει τον καθορισμό των κανόνων πάνω στους οποίους θα υπολογιστούν τα τεχνικά αποθεματικά , οι επενδύσεις σε κεφάλαια, η διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων καθώς και το κεφάλαιο που θα εξασφαλίζει την επιθυμητή φερεγγυότητα στις ασφαλιστικές εταιρείες. Επίσης , στο στάδιο αυτό αναλύονται οι έννοιες του MCR (Minimum Capital Requirement) και SCR ( Solvency Capital requirement).

Το SCR θα υπολογίζεται με μια σχετικά απλή φόρμουλα η οποία θα ονομάζεται Standard Approach (Τυποποιημένη μέθοδος – προσέγγιση) και η οποία θα αντικατοπτρίζει τους πιθανούς κινδύνους σε όλα τα επίπεδα των εργασιών της ασφαλιστικής εταιρείας. Το SCR θα μπορεί επίσης να υπολογιστεί με την χρήση κάποιου εσωτερικού μοντέλου της εταιρείας το οποίο θα πρέπει όμως πρώτα να πιστοποιηθεί και να εγκριθεί από την Εποπτική Αρχή. Τέλος , θα υπάρχει και η δυνατότητα το SCR να υπολογίζεται με ένα συνδυασμό του Standard Approach και του εσωτερικού μοντέλου της εταιρείας γεγονός που θα επιτρέπει στην εταιρεία να προσαρμόσει το Standard Approach στα δικά της δεδομένα αλλά χωρίς να χρειάζεται να επενδύσει μεγάλα κεφάλαια για την ανάπτυξη ενός εσωτερικού μοντέλου. 

To MCR (Minimum Capital Requirement) αντιπροσωπεύει το ελάχιστο κεφάλαιο το οποίο θα πρέπει να διαθέτει μια ασφαλιστική εταιρεία για να θεωρείται οριακά φερέγγυα. Ο σκοπός ύπαρξης του MCR είναι να αποτελέσει ένα όριο στο οποίο η εποπτική αρχή μπορεί να επέμβει, όσο ακόμα η εταιρεία διαθέτει αρκετά στοιχεία ενεργητικού για να καλύψει τις υποχρεώσεις της απέναντι στους κατόχους ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Η ύπαρξη του MCR δίνει το χρονικό περιθώριο στην εποπτική αρχή για να δράσει και να προλάβει την απαξίωση των στοιχείων του ενεργητικού της εταιρείας πριν πέσουν κάτω από την αγοραία τους αξία (market value), προλαμβάνοντας τις ενδεχόμενες συνέπειες για τους κατόχους ασφαλιστηρίων αλλά και την αγορά.

Σε τι κινδύνους εκτίθεται μια ασφαλιστική εταιρία

Οι βασικοί κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται μια ασφαλιστική εταιρεία και στους οποίους καλείται να αντεπεξέλθει ο υπολογισμός του SCR και που μέχρι σήμερα δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό της φερεγγυότητας των ασφαλιστικών εταιρειών, είναι ο κίνδυνος underwriting, ρευστότητας, αγοράς, πιστωτικός, συστημικός και επιχειρηματικός. 

Σύμφωνα με το Solvency II , οι κίνδυνοι αυτοί θα αξιολογούνται ξεχωριστά και τα αποτελέσματα αυτά θα αθροίζονται δίνοντας έτσι το σωστό SCR. Και στα εσωτερικά μοντέλα η συνολική ζημιά που πιθανό να προκύψει από κάθε κίνδυνο θα περιγράφεται μέσω μιας κατανομής πιθανοτήτων εκτιμώντας όλα τα πιθανά αποτελέσματα. 

Η τελική μορφή της τυποποιημένης προσέγγισης δεν έχει ακόμα οριστικοποιηθεί. Μέχρι τώρα , η μέθοδος που χρησιμοποιείται κυρίως στον τραπεζικό χώρο για την εκτίμηση δυνητικής ζημίας που προκύπτει από συγκεκριμένη κατηγορία κινδύνου είναι η Value at Risk. 

Η εφαρμογή τόσο του Standard Approach αλλά και η χρήση των εσωτερικών μοντέλων, είναι μια ευκαιρία για την αναδιάρθρωση των εργασιών των ασφαλιστικών εταιρειών που θα τις οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγικότητας αλλά και στην προσφορά υπηρεσιών υψηλότερης ποιότητας προς τους πελάτες τους. Η υιοθέτηση των εσωτερικών μοντέλων προϋποθέτει την επένδυση των ασφαλιστικών εταιρειών στα ανάλογα συστήματα ή στην αναβάθμιση των υπαρχόντων συστημάτων και στην δημιουργία ανεξάρτητων μονάδων ελέγχου του κινδύνου. 

Επίσης ένα άλλο θέμα πρωτεύουσας σημασίας είναι η εναρμόνιση των μεθόδων υπολογισμού των τεχνικών αποθεμάτων και της αποτίμησης των στοιχείων του Ενεργητικού και του Παθητικού , ούτως ώστε τα αποτελέσματα που θα προκύπτουν να είναι άμεσα συγκρίσιμα μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ολοκλήρωση της Β’ Φάσης της υιοθέτησης των Δ.Λ.Π.) 

Ο δεύτερος πυλώνας περιλαμβάνει την δημιουργία των αρχών πάνω στις οποίες θα βασιστεί η εποπτεία για την επάρκεια των κεφαλαίων που θα αφορούν την φερεγγυότητα των ασφαλιστικών εταιρειών καθώς και την εποπτεία και έγκριση των εσωτερικών μοντέλων υπολογισμού του SCR. Επίσης θα δοθούν οι προδιαγραφές και οι αρχές πάνω στις οποίες θα λειτουργήσουν οι ίδιες οι εποπτικές αρχές. 

Ο τρίτος πυλώνας , αφορά αποκλειστικά την ενίσχυση της πειθαρχίας της αγοράς (market discipline) και στην οριοθέτηση των κανονισμών δημοσίευσης οικονομικών στοιχείων τα οποία θα είναι ομοιόμορφα σε όλη την ενιαία ασφαλιστική αγορά. Μέσω του τρίτου πυλώνα , ο οποίος δεν έχει αναλυθεί ιδιαίτερα μέχρι την παρούσα φάση , θα εξασφαλιστεί η διαφάνεια και η ομοιομορφία τόσο σε επίπεδο αξιολόγησης κινδύνων αλλά και σε επίπεδο λογιστικού χειρισμού και δημοσίευσης , στον ασφαλιστικό κλάδο.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*