Οι τομείς περιουσίας και ζωής είναι οι μόνες κερδοφόρες δραστηριότητες στην ελληνική αγορά

Στον κλάδο ασφάλισης περιουσίας και των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων, επικεντρώνει την πολιτική της η διοίκηση της AXA Ασφαλιστικής για το 2009 όπως δηλώνει ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας κ.Eric Kleijnen στο Insurance World. Αναλύοντας τον τρόπο λειτουργίας της ελληνικής αγοράς υπογραμμίζει ότι η πολιτική του ομίλου είναι η ανάπτυξη σε κερδοφόρους τομείς. 

Ο κ. Kleijnen εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η AXA έχει επιλέξει να μην διεκδικήσει ισχυρή παρουσία στον κλάδο υγείας και στον κλάδο αυτοκινήτου και επιμένει στην ορθολογική και βιώσιμη ανάπτυξη της αγοράς. Στην πορεία αυτή καθοριστικό ρόλο έχει η εποπτική αρχή, για το έργο της οποίας ο διευθύνων σύμβουλος της AXA, δηλώνει πεπεισμένος πως είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Επισημαίνει με έμφαση ότι ο ρόλος της είναι να διασφαλίσει ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες, θα είναι σε θέση να καταβάλλουν αποζημιώσεις την κρίσιμη στιγμή και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους πιστεύει ότι, η χαλάρωση των εποπτικών κριτηρίων σε ότι αφορά τα ακίνητα και την αποτίμηση των μετοχών, δεν υπηρετούν αυτό το στόχο.

 iw? Κατά πόσο οι επιπτώσεις της κρίσης συνεχίστηκαν το πρώτο τρίμηνο και στο επίπεδο των εργασιών;
E.K: Είναι αλήθεια ότι η ασφαλιστική βιομηχανία αντιμετωπίζει – ως επακόλουθο της κρίσης – εκτός από την υποτίμηση των μετοχών και τη μείωση των εργασιών. Οι άνθρωποι αγοράζουν λιγότερο και η ασφαλιστική δραστηριότητα ίσως όχι το ίδιο με κάποιες άλλες, θα υποφέρει αναλογικά με τη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας. Αυτό αποτυπώθηκε και στα παραγωγικά αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου ειδικά στον κλάδο ζωής, ο οποίος επηρεάστηκε περισσότερο. Αντίθετα στον κλάδο περιουσίας είχαμε αύξηση των εργασιών κατά 12% και σε συνδυασμό με τη βελτίωση του δείκτη ζημιών σε σχέση με το περσινό τρίμηνο, είμαστε ικανοποιημένοι.
Για τον κλάδο ζωής αν και δεν μπορώ να αναφερθώ σε ακριβή στοιχεία είχαμε μείωση των εργασιών και αυτό για τρεις βασικούς λόγους. Ο βασικότερος είναι ότι αυξήθηκαν οι ακυρώσεις και εξαγορές. Αν και το φαινόμενο δεν πήρε δραματικές διαστάσεις, η αλήθεια είναι υπάρχει σαν τάση.
Η ερμηνεία πίσω από αυτό δεν είναι τόσο ότι ο κόσμος δεν έχει χρήματα. Η ελληνική οικονομία υποφέρει βεβαίως, αλλά πολύ λιγότερο από άλλες. Ο πιο βασικός λόγος είναι ότι η ασφαλιστική βιομηχανία στην Ελλάδα δεν είναι τόσο εκλεπτυσμένη και ο δεύτερος είναι ότι υπάρχει πολύ παραοικονομία. Οι άνθρωποι δεν είναι ότι είναι φτωχότεροι αλλά νοιώθουν φτωχότεροι και ανησυχούν περισσότερο και έτσι οδηγούνται στο να ζητούν τα χρήματά τους πίσω.
 iw? Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και σε άλλες αγορές, π.χ. και στη Γαλλία και κατά πόσο αυτό, είναι παράδοξο ως αντίδραση;
E.K: Στη Γαλλία τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά, γιατί εκτός των φοροαπαλλαγών που έχει κάποιος για τη δαπάνη για ασφάλιστρα, το σπάσιμο του συμβολαίου νωρίτερα από τον προβλεπόμενο χρόνο, συνοδεύεται από υψηλό κόστος. Στην περίπτωση αυτή το ποσό που εισπράττεται θεωρείται εισόδημα και φορολογείται με υψηλό συντελεστή. Αυτό υπακούει σε συγκεκριμένη λογική, η οποία λέει ότι, όταν το κράτος σου αναγνωρίζει τη φοροαπαλλαγή από το εισόδημα για τα ασφάλιστρα ζωής, απαλλάσσεται εμμέσως το ίδιο από τη σχετική υποχρέωση στο μέλλον, στο βαθμό που το άτομο δεν θα βασίζεται μόνο στην κρατική συνδρομή. Αυτός είναι και ο λόγος που το κράτος δημιουργεί τις προϋποθέσεις που εμποδίζουν την έξοδο από το σύστημα, η οποία επιτρέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπως η αγορά σπιτιού. Εξαιτίας αυτής της παραμέτρου η αγορά των συντάξεων είναι σχετικά σταθερή.
Αυτό που παρατηρείται σε περιόδους κρίσης είναι ότι ο πελάτης δεν τοποθετεί επιπλέον χρήματα στο συμβόλαιό του. Έτσι οι περισσότεροι μένουν στο σύστημα αλλά χωρίς πρόσθετες καταβολές. Η αλήθεια είναι ότι η αναμενόμενη αντίδραση θα έπρεπε να είναι αντίθετη, εξαιτίας και του γεγονότος ότι το κόστος εξαγοράς και οι προμήθειες στις περιπτώσεις ακύρωσης ενός συμβολαίου είναι εξαιρετικά υψηλές. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μέση διάρκεια ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής στην Ελλάδα είναι μεταξύ 5 και 7 χρόνων, ενώ στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η μέση διάρκεια είναι 15 έως 20 χρόνια. Εξαιτίας ακριβώς αυτής της μεγαλύτερης διάρκειας το κόστος εξαγοράς στην Ευρώπη είναι κατά πολύ μικρότερο.
iw? Πως εξελίσσεται η συνεργασία σας με την Alpha Bank;
E.K: Στη συνεργασία μας με την τράπεζα, υπάρχουν θέματα που χρήζουν βελτίωσης. Το καλό είναι ότι τα τελευταία δύο χρόνια έχει υπάρξει συμφωνία για μια σειρά κρίσιμα θέματα, όπως το cross selling και αυτό που απομένει είναι ο τρόπος εφαρμογής των συμφωνηθέντων και η προσαρμογή ενός μεγάλου οργανισμού, όπως είναι η Alpha Bank. Είχαμε να αντιμετωπίσουμε το χαμηλό επίπεδο συνεργασίας μεταξύ των δύο εταιρειών, τόσο σε όρους στόχων όσο και σε όρους συστημάτων. Δουλεύουμε προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης κοινών συστημάτων, αλλά και της εμπέδωσης της συνεργασίας σε καθημερινή βάση, στο βαθμό που τα περιθώρια εργασιών σε τομείς, όπως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, είναι μεγάλα.
Οι πωλήσεις το πρώτο τρίμηνο ήταν μειωμένες, αλλά αυτό οφείλεται σε ένα βαθμό στο γεγονός ότι, πέρυσι είχαμε την πώληση προϊόντων unit linked μέσω της τράπεζας κάτι που δεν είχαμε το πρώτο τρίμηνο. Θα πρέπει όμως να επισημάνω ότι η δραστηριότητα με την τράπεζα συνεχίζει να είναι κερδοφόρα, με αποτέλεσμα παρά τη μείωση σε όρους μεγέθους εργασιών, η προστιθέμενη αξία της δουλειάς μας να είναι θετική, γεγονός που μας κάνει να μην ανησυχούμε.
 iw? Εξετάζεται την προοπτική προώθησης νέων προϊόντων και σε ποιους τομείς;
E.K: Προς το παρόν σχεδιάζουμε την προώθηση κλασικών προγραμμάτων με εγγυημένη απόδοση. Δεν προσανατολιζόμαστε σε επενδυτικά προγράμματα. Η εγγυημένη απόδοση του 3,35% είναι πολύ υψηλή και θα έλεγα ότι η επίτευξή της με βάση τα σημερινά δεδομένα είναι ένα είδος στοιχήματος. Δεν πιστεύω ότι αυτό το ύψος του επιτοκίου, μπορεί να υποστηριχθεί από τα οικονομικά δεδομένα και ειδικά σε μια περίοδο, που τα ευρωπαϊκά επιτόκια τείνουν να μηδενιστούν και το spread των ελληνικών ομολόγων διατηρείται στα σημερινά επίπεδα. Φανταστείτε το επιτόκιο της ΕΚΤ να μειωθεί στη μισή μονάδα και το ελληνικό spread στις 2,5 μονάδες, δηλαδή συνολικά στο 3%, χωρίς σε αυτό να υπολογίσεις το διοικητικό κόστος. Νομίζω ότι με αυτά τα δεδομένα το να υπόσχεσαι εγγυημένη απόδοση 3,35% είναι σχεδόν καταστροφικό.
 iw? Ποια είναι η θέση σας σε σχέση με τον κλάδο υγείας;
E.K: Ο κλάδος υγείας είναι και ένας από τους λόγους που είχαμε μείωση της παραγωγής μας το πρώτο τρίμηνο, καθώς έχουμε αποφασίσει να κάνουμε προς το παρόν «πίσω» στο συγκεκριμένο τομέα. Αυτό γιατί έχουμε διαπιστώσει ότι αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα με αυτά στον τομέα του αυτοκινήτου και τα οποία θα πρέπει να πω ότι αντιμετωπίσαμε πολλά χρόνια, πριν σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές. Η ανάπτυξη του κλάδου υγείας, έγινε κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες που στερούν από τον ασφαλιστή το δικαίωμα να παραιτηθεί από το συμβόλαιο. Έτσι ο μόνος τρόπος για να διαχειριστείς αυτή τη δραστηριότητα είναι να αυξήσεις τα ασφάλιστρα. Όταν λοιπόν ο ιατρικός πληθωρισμός είναι χαμηλός, τα πράγματα είναι λίγο έως πολύ εντάξει γιατί οι αυξήσεις που πρέπει να κάνεις είναι κοντά στο 3% και όλοι το βρίσκουν αυτό φυσιολογικό. Όταν όμως ο ιατρικός πληθωρισμός αυξάνεται κάθε χρόνο ραγδαία και υποχρεωθείς να προσαρμόσεις αυτή την εξέλιξη στα ασφάλιστρα κάνοντας αυξήσεις έως και 15%, τότε θα έρθει η στιγμή που οι πελάτες σου θα διαμαρτυρηθούν για το συμβόλαιό τους.
Οι αντιδράσεις προκαλούν κυβερνητικές παρεμβάσεις και τελικώς οδηγούμαστε σε περιορισμούς ως προς τη δυνατότητα της εταιρείας να αυξάνει τα ασφάλιστρα. Το παράδοξο είναι ότι αντί η παρέμβαση να εκδηλωθεί στο επίπεδο της αποτροπής των αυξήσεων του ιατρικού πληθωρισμού, εκδηλώνεται στο επίπεδο των ασφαλίστρων, με αποτέλεσμα να στραγγαλίζεται τελικώς η ασφαλιστική δραστηριότητα. Ο ασφαλιστής λοιπόν βρίσκεται αντιμέτωπος με την αδυναμία να υπαναχωρήσει από το συμβόλαιο, αλλά και με την αδυναμία του καθορίσει την τιμολογιακή πολιτική και έτσι αυτό που συμβαίνει είναι ότι, αποσύρεται σταδιακά από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Το δεύτερο βασικό θέμα στην Ελλάδα είναι ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες καλύπτουν το σύνολο της δαπάνης από το πρώτο ευρώ, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει έξω, όπου οι ασφαλιστικές εταιρείες έρχονται να καλύψουν το τμήμα της δαπάνης μετά την κοινωνική ασφάλιση. Αυτό που πρέπει να παραδεχθούμε είναι ότι στην Ελλάδα ο ιατρικός τομέας είναι μια βιομηχανία και οι υπηρεσίες που πληρώνει ο Έλληνας προς το γιατρό είναι τουλάχιστον διπλάσιες σε σχέση με αυτά που πληρώνει ο ευρωπαίος, ενώ αυτά που πληρώνει στο νοσοκομείο είναι ακόμα και δεκαπλάσια. Το πρόβλημα δεν μπορεί λοιπόν να επιλυθεί χωρίς τη συνεργασία με τις δημόσιες αρχές, έτσι ώστε να υπάρξει έλεγχος του κόστους.
 iw? Αυτό σημαίνει ότι αποσύρεστε από τον κλάδο;
E.K: Αυτό που κάνουμε είναι να επικεντρωθούμε στον τομέα της περιουσίας και στον τομέα της ζωής, οι οποίες ουσιαστικά είναι οι μόνες κερδοφόρες δραστηριότητες στην ελληνική αγορά. Δεν παραιτούμαστε από τους άλλους τομείς, αλλά δεν επιταχύνουμε κιόλας γιατί οι συνθήκες στην αγορά δεν είναι καλές. Βεβαίως όλα αυτά θα αλλάξουν ενόψει των κανόνων του Solvency και για αυτό η εποπτική αρχή θα πρέπει να επιβάλλει την εφαρμογή των κανόνων. Αυτό που κάνουμε εμείς είναι να περιμένουμε να αλλάξουν οι συνθήκες, κάτι που συμβεί νομοτελειακά και όχι γιατί υπάρχουν συγκεκριμένες προθεσμίες ή χρονοδιαγράμματα.
Προς το παρόν επικεντρωνόμαστε στην προσπάθεια ριζικής ανανέωσης της εταιρείας σε επίπεδο τεχνολογικών συστημάτων και διαδικασιών, κάτι που θα απαιτήσει 2 έως 2,5 χρόνια και θα μας δώσει τη δυνατότητα να λειτουργήσουμε με τον τρόπο που λειτουργεί ο όμιλος της AXA και στις άλλες χώρες. Πρόκειται για το ίδιο μηχανογραφικό σύστημα, με βάση τα εργαλεία, τις διαδικασίες, την αρχιτεκτονική, αλλά και τα προϊόντα κάτι που είναι πολύ βασικό στον έλεγχο του κόστους επένδυσης. Επίσης δίνει τη δυνατότητα ιδιαίτερα για τις μικρές θυγατρικές μας να ωφεληθούν από τις εξελίξεις στις μεγαλύτερες χώρες. Εάν δεν έχεις την ίδια αρχιτεκτονική, τα ίδια συστήματα δεν μπορείς να αξιοποιήσεις την εμπειρία και υποχρεώνεσαι να ξανακάνεις όλη τη δουλειά από την αρχή. Όταν έχεις το ίδιο IT περιβάλλον μπορείς να πάρεις τα δεδομένα και να το εισάγεις στο σύστημά σου, εξοικονομώντας χρόνο και προσπάθεια.
 iw? Τι σημαίνει αυτό για τον καταναλωτή;
E.K: Σημαίνει κατ’ αρχήν ότι μπορείς να εισάγεις προϊόντα που υπάρχουν σε άλλες χώρες κάτι που μεταφράζεται σε πιο αναβαθμισμένες υπηρεσίες. Αξιοποιώντας τα ίδια εργαλεία έχεις τη δυνατότητα να εφαρμόσεις μοντέλα τιμολόγησης, κάτι που είναι πολύ σημαντικό για να έχεις αξιόπιστη τιμολόγηση σε βάθος χρόνου. Μας επιτρέπει επίσης να έχουμε ευελιξία γιατί σε τελική ανάλυση η ασφάλιση, είναι υπόθεση επικοινωνίας. Αυτό που στην πραγματικότητα κάνουμε είναι να επικοινωνούμε με τους ανθρώπους, αλλά εάν δείτε το επίπεδο επικοινωνίας δεν είναι πάντα το καλύτερο. Για να το αλλάξεις λοιπόν αυτό θα πρέπει να έχεις εκτός από τα τυπικά χαρακτηριστικά, πολύ περισσότερη ευελιξία από ότι τα συστήματα σου επιτρέπουν. Η επικοινωνία αποκτά νόημα, μόνο στην περίπτωση που έχεις ευελιξία ώστε να δώσεις προστιθέμενη αξία στις ανάγκες του πελάτη σου, παρέχοντας εξατομικευμένες υπηρεσίες. Η ευελιξία προϋποθέτει να αντλείς επαρκή και αξιόπιστα στοιχεία από τα συστήματά σου, έτσι ώστε να μπορείς να επιτύχεις προσωπική εξυπηρέτηση, κάτι που είναι εξαιρετικά φτωχό στην Ελλάδα.
Τα συστήματα σου δίνουν επίσης τη δυνατότητα να μπορείς να προσφέρεις πιο ευέλικτες λύσεις. Όταν έχεις απαιτήσεις μπορείς να απαντήσεις ναι ή όχι, δεν υπάρχει κάτι ενδιάμεσο παρά γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις οι ανάγκες είναι ενδιάμεσες. Η δουλειά του ασφαλιστή δεν είναι να λέει ναι ή όχι, αλλά να βρει τη λύση και να απαντήσει σε αυτή την ανάγκη, κάτι για το οποίο απαιτεί ευέλικτα συστήματα και πρόσβαση σε στοιχεία και δεδομένα, που σου επιτρέπουν να αναπτύξεις προτάσεις και λύσεις.
 iw? – Είναι τόσο χρονοβόρα αυτή η δουλειά, ώστε να απαιτεί δύο χρόνια και που εντοπίζεται τις βασικές διαφορές στον τρόπο λειτουργίας της ελληνικής και της γαλλικής αγοράς;
E.K: Πράγματι γιατί τα συστήματα δεν είναι τελικά ένα κουτί που το εγκαθιστάς και δουλεύει. Πρέπει να τα προσαρμόσεις με βάση το υφιστάμενο χαρτοφυλάκιο και να δεις ουσιαστικά ποια είναι τα κενά που υπάρχουν σε σχέση με το υφιστάμενο και το μελλοντικό σύστημα. Με βάση τις διαφορές που θα εντοπίσεις θα πρέπει να πάρεις και συγκεκριμένα μέτρα σε ότι αφορά τα προϊόντα, τις διαδικασίες και πάνω από όλα τα δεδομένα σου, κάτι που απαιτεί πολύ δουλειά. Θα μπορούσα να πω ότι πηγαίνουμε ουσιαστικά από την εποχή του Zastava στην εποχή της Ferrari και τα δεδομένα είναι το καύσιμο. Πρέπει επίσης να επισημάνω ότι όσο πηγαίνεις σε πιο αναβαθμισμένα συστήματα, τόσο πιο πολλά στοιχεία χρειάζεσαι, και τα δεδομένα που διαθέτουμε στην Ελλάδα δεν είναι προς το παρόν σύμφωνα με τις ανάγκες μας και θα πρέπει να τα εμπλουτίσουμε.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τον τομέα του αυτοκινήτου. Τα συστήματα που υπάρχουν στην Ελλάδα, αξιοποιούν παραδείγματος χάριν πέντε παραμέτρους, όπως το φύλλο, την ηλικία, το επάγγελμα ή τον τόπο διαμονής. Εάν τα συγκρίνεις με τα αντίστοιχα μοντέλα τιμολόγησης στη Γαλλία ή το Βέλγιο, θα διαπιστώσουμε ότι χρησιμοποιούν κατ΄ ελάχιστο 15 παραμέτρους. Για να έχεις λοιπόν καλύτερα προϊόντα, απαιτούνται καλύτερα συστήματα τιμολόγηση και καλύτερη βάση δεδομένων, κάτι που είναι αλήθεια ότι δεν αρέσει πάντα στους διανομείς και είναι επίσης κάτι που θα πρέπει να αλλάξουμε.
 iw? Έχετε χαρακτηρίσει την ελληνική αγορά αυτοκινήτου ως soft market. Τι σημαίνει αυτό για τη δουλειά σας; 
E.K: Η αιτία που η ελληνική αγορά είναι ήπια (soft), έχει κυρίως να κάνει με την εποπτεία. Ο όμιλος της AXA έχει παρουσία αν όχι σε όλες τις αγορές, αλλά στις σημαντικότερες και αντιμετωπίζει τεράστιο ανταγωνισμό. Είναι αλήθεια ότι μερικές φορές οι αγορές λειτουργούν με τα χαρακτηριστικά μιας soft market, ανάλογα με τη φάση του κύκλου που βρίσκονται και ακόμη και τότε μπορείς όταν είσαι πραγματικά καλός σε όρους τιμολόγησης, προϊόντων, συστημάτων, διαδικασιών κλπ, να εισπράξεις τη διαφορά. Το ερώτημα είναι που σταματά η ήπια αγορά και πλέον μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι, η ελληνική εκδοχή της soft αγοράς, είναι ουσιαστικά μια αγορά, που σε όρους τιμολόγησης δεν καλύπτει το κόστος της. Το κόστος των αποζημιώσεων, το κόστος πρόσκτησης και το διαχειριστικό κόστος. Αυτό είναι σαφές ότι πρέπει να σταματήσει. Μόνο σε αυτή την περίπτωση μπορείς να έχεις μια αγορά που έχει νόημα και που μπορεί να είναι ανταγωνιστική. Αν έχεις εργαλεία, προϊόντα, παραγωγικότητα, αποτελεσματικότητα και να μπορείς σε τελική ανάλυση να κάνεις τη δουλειά σου, κάτι που δεν νομίζω ότι μπορείς να κάνεις εδώ.
iw? Αυτός είναι και ο λόγος της μικρής παρουσίας που έχετε στον κλάδο του αυτοκινήτου;
E.K: Πράγματι έχουμε ασφαλισμένα μόλις 25.000 αυτοκίνητα περίπου και η αλήθεια είναι ότι προς το παρόν το ενδιαφέρον μας δεν στρέφεται σε αυτό τον τομέα. Αυτό όμως είναι κάτι που θα αλλάξει πιστεύω ενόψει και των εξελίξεων στο επίπεδο του Solvency. Η δυναμική της ελληνικής αγοράς είναι το retail τμήμα της, γιατί χαρακτηρίζεται από μικρότερους κύκλους σε σχέση με το βιομηχανικό και υπό αυτή την έννοια είναι και πιο σταθερή αγορά. Κατανέμοντας ένα μεγάλο μέρος του χαρτοφυλακίου σου στο λιανικό τμήμα, μπορείς να διαχειρίζεσαι καλύτερα τους κύκλους στο βιομηχανικό κομμάτι και αυτός είναι και ο λόγος που ο όμιλος της AXA, δραστηριοποιείται με μεγαλύτερη έμφαση στο τμήμα λιανικής, που σε γενικές αντιπροσωπεύει το 65% έως 75% των εργασιών του έναντι 25% – 35% που είναι το ποσοστό των βιομηχανικών εργασιών. Στην Ελλάδα τα ποσοστά αυτά είναι αντίστροφα και δεν σας κρύβω ότι αυτό ήταν κάτι που μας εντυπωσίασε από την πρώτη στιγμή που ήρθαμε εδώ.
Στόχος μας είναι να αναπτύξουμε την παρουσία μας σε αυτό τον τομέα, τόσο σε ότι αφορά τον κλάδο ζωής όσο και σε ότι αφορά τον κλάδο περιουσίας.
Η αλήθεια είναι επίσης ότι εδώ στην Ελλάδα, υπάρχει μια παρεξήγηση σε ότι αφορά τον τομέα της ζωής, που σε μεγάλο βαθμό συγχέεται με τον τομέα της υγείας. Όταν εμείς αναφερόμαστε στον κλάδο ζωής μιλάμε αποκλειστικά για μακροχρόνια συμβόλαια, κεφαλαιοποίηση και συντάξεις, ότι δηλαδή έχει να κάνει με πίνακες θνησιμότητας, μακροβιότητα κλπ. Αυτό γιατί ο κλάδος υγείας σε τεχνικούς όρους, δεν έχει σε τίποτε να κάνει με τη ζωή και προσιδιάζει ουσιαστικά στον κλάδο αυτοκινήτου. Αυτός είναι και ο λόγος, που σε άλλες χώρες, κατατάσσουμε την υγεία στον κλάδο περιουσίας. Στην υγεία έχεις ασφάλιστρα και απαιτήσεις, όπως ακριβώς συμβαίνει στον κλάδο αυτοκινήτου και στον κλάδο περιουσίας. Στην Ελλάδα είναι επίσης αλήθεια ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο και αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό, που μας κάνει να διαφοροποιούμαστε.
 iw? Το τελευταίο διάστημα εντείνεται η συζήτηση για τις επιπτώσεις της κρίσης και τον τρόπο αποτίμησης των τίτλων. Εκτός από το νέο τρόπο υπολογισμού των τεχνικών αποθεμάτων προς το αυστηρότερο, πρόσφατα είχαμε και μια τροπολογία που δίνει τη δυνατότητα στην ΕΠΕΙΑ να χαλαρώσει τα κριτήρια για τον τρόπο υπολογισμού τους. Υπάρχει αντίστοιχη συζήτηση στη Γαλλία και πως αντιμετωπίζεται εσείς αυτό το θέμα;
E.K: Στην πραγματικότητα όχι με αυτή τη διάσταση που υπάρχει εδώ γιατί ξεκινήσαμε από ένα πολύ καλύτερο σημείο σε ότι αφορά όρους κεφαλαιακής επάρκειας. Με βάση τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας είναι πράγματι χαμηλότεροι φέτος, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι ανώτεροι του 100% και υπερκαλύπτουν το περιθώριο φερεγγυότητας. Αυτό που πρέπει πάντα να έχουμε στο νου μας είναι ότι, όταν ο κόσμος αγοράζει ασφάλιση, αγοράζει ουσιαστικά τη σιγουριά του ότι, την ημέρα που θα συνταξιοδοτηθεί ή την ημέρα που θα του συμβεί ένα ατύχημα, η εταιρεία θα είναι σε θέση να πληρώσει. Ενισχύοντας άρα την κεφαλαιακή επάρκεια είναι κρίσιμο θέμα και με αυτή την έννοια η ρύθμιση επί τω αυστηρότερο έχει νόημα. Είναι σημαντικό όλη αυτή η πληροφόρηση που θα μεταφερθεί στην εποπτική αρχή να της δώσει τη δυνατότητα να καταλάβει πως ακριβώς οι ασφαλιστικές εταιρείες χειρίζονται τις προβλέψεις τους. Εάν λοιπόν μέχρι τώρα η εποπτεία ήταν τυφλή, η παροχή όλης αυτής της πληροφόρησης θα πρέπει να της ανοίξει τα μάτια και να πάρει τα αναγκαία μέτρα σε ότι αφορά τα θέματα της υποαποθεματοποίησης, της υποτιμολόγησης και του αθέμιτου ανταγωνισμού. Ίσως αυτή να είναι και η απάντηση στην κριτική που διατυπώνεται για το κατά πόσο οι γαλλικοί όμιλοι, έχουν εισάγει καινοτομίες στην ελληνική αγορά. Δεν μπορείς να αναπτυχθείς εάν δεν υπάρχουν υγιείς συνθήκες στην αγορά και υπό αυτή την έννοια δεν έχουμε παρά να συγχαρούμε την εποπτική αρχή, που κινείται προς την κατεύθυνση της επιβολής των ευρωπαϊκών κανόνων για τα τεχνικά αποθέματα. 
 iw? Κατά πόσο η προσπάθεια αυτή δεν αποτελεί αντίφαση όταν συνοδεύεται και με κριτήρια χαλάρωσης;
E.K: Πρέπει να παραδεχθούμε ότι, σε ότι αφορά το θέμα του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων εγείρονται θέματα για την αποτίμηση περιουσιακών στοιχείων, όπως τα ομόλογα. Σε περιβάλλον ΔΛΠ, μπορείς να αποτιμάς π.χ. τα κρατικά ομόλογα, για τα οποία έχεις τη βεβαιότητα ότι τα κράτη που τα εξέδωσαν δεν θα πτωχεύσουν, στην τιμή που θα έχουν κατά τη λήξη τους. Πρόκειται για μια δυνατότητα για την οποία δεν έχω αντίρρηση, φτάνει να πληρείται η εξής βασική προϋπόθεση ότι, κατά το χρόνο ωρίμανσης, η εταιρεία θα συνεχίσει να είναι εκεί και φυσικά ότι μιλάμε πάντα για κρατικά ομόλογα ευρωπαϊκών χωρών και όχι για ομόλογα χωρών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης ή εταιρικά ομόλογα.
Ένα δεύτερο βασικό θέμα που η εποπτεία θα πρέπει να εξασφαλίζει είναι ότι, η επιχείρηση πρέπει να έχει θετικές ταμειακές ροές. Στην περίπτωση που το κρίσιμο αυτό μέγεθος είναι αρνητικό, αυτό πολύ απλά σημαίνει ότι η επιχείρηση θα πρέπει να πληρώνει περισσότερα από αυτά που εισπράττει και ο μόνος τρόπος για να καλύψει το κενό είναι να πουλήσει περιουσιακά στοιχεία, προσφεύγοντας δηλαδή ξανά στην αγορά. Ο λόγος άλλωστε για τον οποίο θέλεις να αποφύγεις να ρευστοποιήσεις ομόλογα πριν τη λήψη τους, είναι ακριβώς το να αποφύγεις να απευθυνθείς στην αγορά σε μια στιγμή που οι τρέχουσες τιμές μπορεί να υπολείπονται των πραγματικών. Με αυτή την έννοια θα πρέπει στο επίκεντρο της προσπάθειας να είναι το να έχεις θετικές ταμειακές ροές.
Η τρίτη προϋπόθεση είναι οι υποχρεώσεις σου να έχουν μια ικανοποιητική διάρκεια, έτσι ώστε όλη αυτή η συζήτηση της διακράτησης των ομολόγων μέχρι τη λήξη, να έχει νόημα. Ανέφερα προηγουμένως ως παράδειγμα τη Γαλλία, στην οποία η διάρκεια των συμβολαίων ζωής κυμαίνεται κατά μέσο όρο μεταξύ 15ετίας και 20ετίας, οπότε σε αυτή την περίπτωση μπορείς να θεωρήσεις ότι, είσαι σε θέση να διακρατήσεις το ομολογιακό σου χαρτοφυλάκιο. Είναι προφανές ότι αυτή η συζήτηση δεν μπορεί να γίνει για εταιρείες που δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στον κλάδο του αυτοκινήτου, οι απαιτήσεις του οποίου, είναι βραχυπρόθεσμης διάρκειας. Μπορεί βεβαίως η σύνθεση του χαρτοφυλακίου σου να είναι τέτοια που σου επιτρέπει μια έστω μεσομακροπρόθεσμη πρόβλεψη, αλλά σε καμιά περίπτωση, όλα αυτά που συζητάμε δεν μπορούν να εφαρμοστούν σε εταιρείες που δραστηριοποιούνται αποκλειστικά σε έναν τομέα. Πρέπει όμως να σημειώσω ότι αν οι εταιρείες ζητήσουν από την ΕΠΕΙΑ την αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού σε τιμές λήξης, θα πρέπει παράλληλα να υποχρεωθούν στην κατάταξη των στοιχείων αυτών με βάση τα ΔΛΠ κάτι που σημαίνει ότι θα πρέπει να είναι σε θέση να αποδεχθούν ότι δεν θα είναι σε θέση να ρευστοποιήσουν αυτά τα στοιχεία στην περίπτωση θετικής πορείας των αγορών.
 iw? Η προοπτική διακράτησης των ομολόγων μέχρι τη λήψη τους, δεν συνιστά όμως μια τελείως διαφορετική προσέγγιση στην ίδια τη φύση της ασφαλιστικής δραστηριότητας, που είναι ουσιαστικά η διαχείριση των επενδύσεων;
E.K: Κατά ένα μέρος είναι αλήθεια αυτό. Εάν π.χ. δεις τον κλάδο περιουσίας, είναι σαφές ότι πρόκειται για δραστηριότητα βραχυπρόθεσμης προοπτικής. Εάν υποθέταμε ότι όλες οι απαιτήσεις θα έπρεπε να είχαν πληρωθεί εντός μιας χρονιάς, δεν θα υπήρχε λόγος για να κάνεις προβλέψεις. Ο λόγος για τον οποίο όμως υποχρεώνεσαι να κάνεις προβλέψεις είναι στην ουσία γιατί υπάρχουν τελικώς απαιτήσεις ακόμη και σε αυτό τον κλάδο, που είναι μπορεί να διαρκέσουν ακόμη και 10 χρόνια. Ουσιαστικά όμως όλη αυτή η συζήτηση για τις επενδύσεις αφορά κατά κύριο λόγο τον κλάδο ζωής. 
Εν κατακλείδι θέλω να πιστεύω ότι οι εταιρείες δεν θα επιλέξουν να «μπλοκάρουν» όλο το χαρτοφυλάκιο των ομολόγων τους μέχρι τη λήξη. Εάν έχεις μια κανονική δραστηριότητα, με ικανοποιητικά αποτελέσματα, αυτό που μπορείς να κάνεις είναι να δεσμεύσεις ένα μέρος του χαρτοφυλακίου σου. Εάν αντίθετα επιλέξεις τη συνολική δέσμευση, αυτό μάλλον είναι μια ένδειξη που πρέπει να προκαλέσει την παρέμβαση της ΕΠΕΙΑ, ζητώντας από τη συγκεκριμένη επιχείρηση να αυξήσει τα κεφάλαιά της.
 iw? Ένα αίτημα μερίδας εταιρειών του κλάδου είναι η αποτίμηση των ακινήτων σε ότι αφορά τον συνυπολογισμό τους στα τεχνικά αποθέματα. Προτείνεται η αύξηση του ποσοστού που λαμβάνεται υπόψη πάνω από την αντικειμενική αξία, από το σημερινό 30%, στο 40% ή ακόμα και στο 60%. Σας βρίσκει σύμφωνο αυτή η πρακτική;
E.K: Απολύτως όχι. Αν το ποσοστό που έχεις τοποθετήσει σε ακίνητα είναι σχετικά χαμηλό, δεν φαίνεται να δημιουργείται πρόβλημα. Εάν όμως είναι υψηλό, τότε μπορεί να υπάρξει πρόβλημα, γιατί οι τιμές των ακινήτων είναι πολύ ευμετάβλητες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι τιμές των ακινήτων στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία που έχασαν μέσα σε δύο χρόνια το 50% της αξίας τους. Προσωπικά έχω την αίσθηση ότι θα ζήσουμε κάτι ανάλογο και στην Ελλάδα, στην οποία οι τιμές των ακινήτων είναι εκτός πραγματικότητας.
Αν η παγκόσμια οικονομία ταρακουνηθεί περισσότερο, η τοπική αγορά δεν είναι σε θέση να αντέξει μια μεγάλη μεταβλητότητα στις τιμές των ακινήτων και για αυτό το λόγο η ασφαλιστική βιομηχανία, θα πρέπει να στηρίζεται σε παράγοντες λιγότερο ευμετάβλητους. Ένας δεύτερος βασικός λόγος που δεν θα πρέπει να εξαρτάσαι από τα ακίνητα, είναι το γεγονός ότι, το real estate είναι ουσιαστικά οι τιμές των εμπορικών ακινήτων, το επίπεδο των οποίων εξαρτάται από το επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας. Καταλήγουμε λοιπόν στο ότι, τα πράγματα σε ότι αφορά τα ομόλογα είναι αρκετά σαφή και γι’ αυτό η πρόταση για αλλαγή του τρόπου αποτίμησης με βρίσκει σύμφωνο. Αντίθετα τα πράγματα σε ότι αφορά τις τιμές των ακινήτων κάθε άλλο παρά σαφή είναι, οπότε οποιαδήποτε αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού τους για τα τεχνικά αποθέματα, με βρίσκει αντίθετο. 
 iw? Ποια είναι η γνώμη σας για τις μετοχές;
E.K: Σε αυτό δεν μπορεί να γίνει πραγματικά καμιά κουβέντα. Οι τιμές των μετοχών αποτιμώνται σε τιμές αγοράς και εκεί τελειώνει και το θέμα.
 iw? Πως αντιμετωπίζετε την προοπτική των εξαγορών στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία;
E.K: Οι εξαγορές στο παρελθόν χρηματοδοτούνταν από την υπερεπάρκεια κεφαλαίων, τα οποία πλέον έχουν μειωθεί ακριβώς εξαιτίας της κρίσης, η οποία εν τέλει περιορίζει τα περιθώρια για ανάληψη επιπλέον κινδύνων. Η αλήθεια είναι ότι οι τιμές έχουν πέσει πολύ χαμηλά, αλλά αυτό που ισχύει είναι ότι, δεν υπάρχει ούτε προσφορά ούτε ζήτηση υποψήφιων πωλητών. Το παράδειγμα της AIG είναι πολύ χαρακτηριστική περίπτωση κεφαλαιακής ενίσχυσης από το κράτος, το οποίο όταν υποχρεώθηκε να αποφασίσει να πουλήσει στοιχεία του ενεργητικού, συνειδητοποίησε ότι αυτά που είχε να λαμβάνειν ήταν εξαιρετικά λίγα. Είμαστε λοιπόν μπροστά στο φαινόμενο της διστακτικότητας των πωλητών από τη μία και της απροθυμίας των υποψήφιων πωλητών λόγω των περιορισμένων κεφαλαίων που διαθέτουν. Έτσι η διαδικασία είναι προς το παρόν μπλοκαρισμένη και οτιδήποτε μπορεί να εξεταστεί, θα είναι μόνον κατά περίπτωση.