Το χαμηλό επίπεδο στο οποίο διαμορφώνονται διεθνώς τα επιτόκια λειτουργεί ευνοϊκά για νέες μειώσεις στα αντασφάλιστρα, εξασφαλίζοντας στις ασφαλιστικές εταιρείες χαμηλότερο κόστος κάλυψης των κινδύνων που αναλαμβάνουν για λογαριασμό των πελατών τους και κυρίως του ρίσκου που παίρνουν με τις συμβάσεις ασφάλισης των μεγάλων εμπορικών και βιομηχανικών κινδύνων.
Οι πρώτες ενδείξεις περί των διαπραγματεύσεων που θα επακολουθήσουν σχετικά με τις ανανεώσεις των αντασφαλιστικών συμβάσεων για τη χρήση του 2017, φανερώνουν ότι στις προθέσεις των αντασφαλιστών θα είναι να μειώσουν εκ νέου τα τιμολόγιά τους, υποβοηθούμενοι και από το γεγονός ότι φέτος δεν υπήρξαν πολλές μεγάλες ζημιές στην Ελλάδα οι οποίες να τους έπληξαν κεφαλαιακά.
«Υπάρχει διαθέσιμο κεφάλαιο να υποστηρίξει την ασφαλιστική δραστηριότητα και άρα μηδενίζεται κάθε πιθανότητα αύξησης των αντασφαλίστρων» τονίζει υψηλόβαθμος παράγοντας της αγοράς, προσθέτοντας ότι το διεθνές κεφάλαιο θα θελήσει να επενδύσει για έναν ακόμη χρόνο στις ασφάλειες , έχοντας διαπιστώσει ότι οι επενδυτικοί τίτλοι με την κλαδική έννοια του όρου, όπως τα κρατικά ομόλογα, διατίθενται ακόμη και με αρνητικά επιτόκια.
Βέβαια, διευκρινίζουν ότι το πρόβλημα με την Ελλάδα είναι ότι, το τεχνικό περιθώριο συρρικνώνεται παρά τη μείωση των αντασφαλίστρων, διότι πολλές ασφαλιστικές εταιρείες μειώνουν τα τιμολόγιά τους.
«Εδώ και χρόνια έχουμε πάψει να υποστηρίζουμε τους εαυτούς μας. Είναι σαν να πυροβολούμε τα πόδια μας με τις συνεχείς μειώσεις ασφαλίστρων, που πλέον έχουν ξεπεράσει κάθε λογική» αναφέρουν χαρακτηριστικά για να προσθέσουν ότι «φέτος, η αγορά έχει μια τελευταία ευκαιρία να λειτουργήσει με αυτοσυγκράτηση στον κατήφορο που ακολουθεί τιμολογώντας τα προϊόντα της. Βρισκόμαστε σε οριακά χαμηλά εθνικά επίπεδα και κάποια στιγμή θα πρέπει, αν όχι να αυξήσουμε τα ασφάλιστρά μας, τουλάχιστον να τα σταθεροποιήσουμε».