του Ιωάννη Βοτσαρίδη, Διευθύνοντος Συμβούλου ‘Interlife Aσφαλιστική’
Το νούμερο σοκάρει: 470.000 νέοι Έλληνες επιστήμονες, εξειδικευμένοι εργαζόμενοι, εγκατέλειψαν τη χώρα την τελευταία 7ετία για να αναζητήσουν δουλειά στο εξωτερικό –στην πλειοψηφία τους στη Β. Ευρώπη. Πρόσφατα καταγράφεται κι ένα άλλο μεγάλο κύμα μετανάστευσης, αυτό των ναυτικών, κυρίως αξιωματικών που στρέφονται σε πλοία με ξένη σημαία. Τα ζωντανότερα κύτταρα της Ελληνικής Οικονομίας μεταφέρουν Ασφαλιστικά Δικαιώματα και Αποταμιεύσεις εκτός Ελλάδος, ασφαλίζονται για Σύνταξη και Υγεία σε ξένες Ασφαλιστικές Εταιρίες, ξορκίζοντας τις εξωφρενικές εισφορές και τις πενιχρές παροχές του Ελληνικού Ασφαλιστικού Συστήματος.
Οι άνθρωποι αυτοί δεν πρόκειται να επιστρέψουν. Θα πληρώνουν φόρους, θα αποταμιεύουν και θα επενδύουν τις επόμενες δεκαετίες σε άλλες χώρες. Και στη χώρα μας το μόνο μέγεθος που θα αυξάνεται θα είναι ο αριθμός των συνταξιούχων.
Ας δούμε όμως τι συμβαίνει με τις νέες Επενδύσεις: Έγινε το 2016 έστω και μια νέα μεγάλη επένδυση στη χώρα; Αντίθετα, ματαιώθηκε η επένδυση των Αζέρων στη ΔΕΣΦΑ και έφυγαν τρέχοντας οι Άραβες επενδυτές από το Ιόνιο, απειλώντας μάλιστα με διεθνείς κυρώσεις. Παράλληλα, αυξάνονται και πληθύνονται οι νέες ελληνικές επιχειρήσεις στη Βουλγαρία: Το 2015 ιδρύθηκαν 2.050 νέες επιχειρήσεις στη γειτονική χώρα, ενώ μόνον τους δύο πρώτους μήνες του 2016 άνοιξαν 581 ακόμη, κυρίως προερχόμενες από τη Βορ. Ελλάδα. Μόνον στο Μπλαγκόεβγκραντ λειτουργούν σήμερα 5.000 ελληνικές επιχειρήσεις με κίνητρο τη χαμηλή φορολογία (10% έναντι 29%) και τη παράκαμψη των capital controls.
Αν συνοψίσουμε τα επενδυτικά «κίνητρα» της Κυβέρνησης για ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, το μόνο που βλέπουμε είναι η επερχόμενη επιβάρυνση 65% – 70% των ελεύθερων επαγγελματιών με φόρους και εισφορές στο καθαρό τους εισόδημα. Εξ’ ου και τα εκατοντάδες μπλοκάκια που κατατίθενται καθημερινά στις εφορίες, προοιωνίζοντας τη μαύρη οικονομία που μοιραία θα διογκωθεί.
Κακά τα ψέματα. Ούτε η κάθετη μείωση των μισθών και των ημερομισθίων έφερε την πολυπόθητη ανάκαμψη στη χώρα, όπως βεβαιώνουν οι εμπνευστές της –οι δανειστές- ούτε τα εξευτελιστικά τιμήματα στα οποία διατίθεται προς πώληση η κρατική περιουσία προσέλκυσαν αγοραστές. Οι ιδιωτικοποιήσεις βουλιάζουν, όχι γιατί δεν θεωρούνται ευκαιρίες, αλλά γιατί αυτό που θα έχει να αντιμετωπίσει κάθε επίδοξος επενδυτής θα είναι οι ατελείωτες γραφειοκρατικές διαδικασίες, οι παγίδες και τα προσκόμματα, οι υπαναχωρήσεις και οι ιδεολογικές αγκυλώσεις από τα ίδια τα Υπουργεία.
Και εάν –και όταν- μια ιδιωτικοποίηση ολοκληρωθεί, η υπέρογκη φορολόγηση και οι παράλογες ασφαλιστικές εισφορές, έρχονται να δώσουν το τελειωτικό χτύπημα στον κάθε ανύποπτο ξένο επενδυτή.
Έτσι, επανερχόμαστε στο αρχικό ερώτημα: Τι κίνητρα δίνουμε στους Έλληνες επιστήμονες για να μείνουν στη χώρα, στους Έλληνες μικροεπιχειρηματίες να μην φύγουν στη Βουλγαρία, στους ελεύθερους επαγγελματίες να μην κλείνουν τα μπλοκάκια, στους ξένους επενδυτές να τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους στην Ελλάδα; Ποιο θετικό οικονομικό περιβάλλον μπορεί να αναπτυχθεί σε μια χώρα, όταν δι’ επισήμων χειλέων διατυπώνεται η καινοφανής άποψη ότι η υψηλή φορολογία δεν είναι αντικίνητρο για επενδύσεις; Και ποια επενδυτική ψυχολογία να καλλιεργηθεί μέσα από ιδεοληπτικές εμμονές ότι το «επιχειρείν» πρέπει να «τιμωρείται» όταν παράγει κέρδη, και όταν ο επιχειρηματίας δαιμονοποιείται περίπου ως ταξικός εχθρός;