X. Φύτρος, ΕΛΕΤΕΑ: Αναγκαία μία ανεξάρτητη εποπτικής αρχή στην επαγγελματική ασφάλιση

Για τον θεσμό της επαγγελματικής ασφάλισης, τη νέα Κοινοτική Οδηγία, τα προβλήματα, την ανάπτυξη και την ανταποδοτικότητα των ΤΕΑ σε σύνταξη, υγεία και εφάπαξ μιλά στο iw ο κ. Χαράλαμπος Φύτρος, Β’ αντιπρόεδρος του ΔΣ της ΕΛΕΤΕΑ.

Ο κ. Φύτρος τονίζει πως οι περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες υιοθετούν λύσεις που περιλαμβάνουν πολυπυλωνικές προσεγγίσεις, δηλαδή πολυεπίπεδες διευθετήσεις από το κράτος, τις σχέσεις εργοδοτών-εργαζομένων και τις αγορές, οι οποίες θέτουν και εξυπηρετούν διαφορετικούς ασφαλιστικούς στόχους και επιδιώξεις.

Στον Σπύρο Κανιούρα

iw? Τι δυνατότητες προσφέρει η Ένωση στα μέλη της;

απ. Οι σκοποί της Ένωσής μας, με βάση το Καταστατικό μας, είναι:

α) Η προβολή και η ανάπτυξη του θεσμού της επαγγελματικής ασφάλισης ως δεύτερου πυλώνα ασφάλισης εντός του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας, καθώς και η ανάδειξη της σημασίας του μέσα από το πρίσμα των πλεονεκτημάτων που παρέχεται στα μέλη των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης βάσει του εκάστοτε ισχύοντος θεσμικού πλαισίου.
β) Η εξέλιξη και ο εκσυγχρονισμός του ρυθμιστικού, κανονιστικού, επενδυτικού και διοικητικού πλαισίου του θεσμού.
γ) Η διασφάλιση και κατοχύρωση της θέσης των ταμείων-μελών της σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
δ) Η προστασία, βελτίωση, προαγωγή και εγγύηση των ασφαλιστικών και οικονομικών δικαιωμάτων των ασφαλισμένων-μελών.
ε) Η προστασία, βελτίωση και προαγωγή των οργανωτικών, διοικητικών νομικών, οικονομικών και θεσμικών δομών των ταμείων-μελών της, καθώς και η εκπροσώπησή τους σε ευρωπαϊκούς θεσμούς και forum.
στ) Η δημιουργία, διατήρηση και ανάπτυξη δεσμών ενότητας, συνεργασίας και αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της.
ζ) Η συμβολή στη διαμόρφωση κοινής και ενιαίας στρατηγικής για την αντιμετώπιση των κοινών προβλημάτων και η εξεύρεση κοινά αποδεκτών λύσεων στα θέματα που αφορούν τα μέλη της.

iw? Πώς διαχωρίζονται στην Ελλάδα τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης;

απ. Τα ΤΕΑ που λειτουργούν στην Ελλάδα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας τους. Βάσει του ιδρυτικού νόμου 3029/2002 περί προαιρετικής επαγγελματικής ασφάλισης λειτουργούν 14 TEA, ενώ βάσει του Ν. 4052/2012 περί αυτοδίκαιης μετατροπής επικουρικών ταμείων δημοσίου χαρακτήρα σε ΝΠΙΔ ταμεία υποχρεωτικής ασφάλισης λειτουργούν τα υπόλοιπα 4 επαγγελματικά ταμεία.

iw? Πώς αποτιμάται η πορεία του θεσμού της επαγγελματικής ασφάλισης στην Ελλάδα τα τελευταία 17 χρόνια που εισήχθη σχετική νομοθεσία; Ποια είναι, αυτή τη στιγμή, τα συνολικά υπό διαχείριση κεφάλαια των ΤΕΑ;

απ. Η πορεία της επαγγελματικής ασφάλισης στην Ελλάδα σε σχέση με εκείνη άλλων ευρωπαϊκών χωρών είναι φτωχή. Βασικές αιτίες που οδήγησαν σε αυτήν την πορεία ήταν: α) τα υψηλά ποσοστά αναπλήρωσης των συντάξεων της κοινωνικής ασφάλισης, που δημιουργούσαν στους πολίτες την –εικονική όπως αποδείχθηκε– ασφάλεια ενός καλού συνταξιοδοτικού βίου, β) το αρχικά ασαφές νομοθετικό και φορολογικό πλαίσιο και γ) η αρχή της οικονομικής κρίσης που συμπίπτει χρονικά με αυτήν την πορεία.
Στο χρονικό αυτό διάστημα, τα υπό διαχείριση κεφάλαια των 18 εν λειτουργία επαγγελματικών ταμείων ανέρχονται σε 1,2 δισ. ευρώ.

iw? Τι μπορεί να προσφέρει η νέα Κοινοτική Οδηγία 2016/2341 στον θεσμό των ΤΕΑ;

απ. Η νέα Κοινοτική Οδηγία αποτελεί μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να ξανασκεφτούμε τον τρόπο οργάνωσης του δεύτερου πυλώνα ασφάλισης (επαγγελματική ασφάλιση) στη χώρα μας. Για παράδειγμα, μέσα από την Οδηγία γίνεται σαφές ότι ένα Ίδρυμα Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερα του ενός συνταξιοδοτικά σχήματα, όταν, μέχρι σήμερα, στο ελληνικό πλαίσιο του ιδρυτικού της επαγγελματικής ασφάλισης νόμου 3029/2002, ένα τέτοιο Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης ταυτίζεται εξ ορισμού με ένα και μοναδικό συνταξιοδοτικό σχήμα.

Παράλληλα, στο πλαίσιο των προδιαγραφών της Οδηγίας, αναβαθμίζεται η χρηστή και συνετή διακυβέρνηση τέτοιων ιδρυμάτων, όπως επίσης και το εύρος της πληροφόρησης που παρέχεται στα ασφαλισμένα μέλη τους.

iw? Ως επίσημη θεσμική αρχή των ΤΕΑ, ποια είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζετε; Τι προτείνετε προκειμένου να βελτιωθεί το ισχύον θεσμικό πλαίσιο;

απ. Δύο από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα ΤΕΑ στην Ελλάδα είναι τα δυσανάλογα κόστη και η εποπτική λειτουργία. Όσον αφορά το πρώτο, είναι σαφές ότι θα πρέπει να υπάρξουν παρεμβάσεις ώστε να εξορθολογιστούν τα κόστη των ολοένα βαρύτερων κανονιστικών απαιτήσεων, δεδομένου ότι πρόκειται για μη κερδοσκοπικά ιδρύματα, τα οποία στην πράξη δεν αναλαμβάνουν ουσιαστικούς αναλογιστικούς ή επενδυτικούς κινδύνους. Όσον αφορά την εποπτεία, δυστυχώς παραμένει μέχρι σήμερα κατακερματισμένη, με τις εποπτικές αρχές που εμπλέκονται να ασχολούνται με την επαγγελματική ασφάλιση στο πλαίσιο ήδη υφιστάμενων και εξίσου σημαντικών λοιπών αρμοδιοτήτων.

Το αποτέλεσμα είναι να παρατηρούνται καθυστερήσεις και αρρυθμίες, ενώ παράλληλα διαπιστώνεται μια τάση να ερμηνεύονται τα επαγγελματικά ταμεία είτε με όρους κρατικών ταμείων κοινωνικής ασφάλισης είτε με όρους κερδοσκοπικών, ιδιωτικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, νοθεύοντας με αυτόν τον τρόπο την ιδιαίτερη προσωπικότητά τους.

Ένας εύρωστος δεύτερος πυλώνας απαιτεί την ύπαρξη μιας ενιαίας και ανεξάρτητης εποπτικής αρχής, η οποία θα ανταποκρίνεται στις ιδιαιτερότητες της επαγγελματικής ασφάλισης και θα αποτελεί τον θεματοφύλακα της τεχνογνωσίας που συσσωρεύεται από τη λειτουργία των ΤΕΑ στην Ελλάδα.

iw? Τι εμποδίζει την περαιτέρω ανάπτυξη των ΤΕΑ στην Ελλάδα;

απ. Το μη ευέλικτο πλαίσιο ίδρυσης και λειτουργίας τους. Ταυτόχρονα, η ασάφεια που επικρατεί για το πώς είναι δυνατό να εφαρμοστεί η επαγγελματική ασφάλιση σε μια κρατικοκεντρική οικονομία όπως η ελληνική, σε μια οικονομία δηλαδή όπου ο μόνος ισχυρός θεσμός έναντι του ιστορικά τεκμηριωμένου κρατισμού φαίνεται να είναι η αφανής εργασία, και όχι η σχέση εργοδότη/εργαζομένου, το κατεξοχήν δηλαδή αντικείμενο της επαγγελματικής ασφάλισης.

Γι’ αυτό παρατηρούμε πολλοί διακεκριμένοι αναλυτές του συνταξιοδοτικού συστήματος να υποστηρίζουν ότι ο μόνος τρόπος ανάπτυξης της επαγγελματικής ασφάλισης είναι να καταστεί υποχρεωτική από το κράτος, υποκαθιστώντας, για παράδειγμα, συνολικά ή εν μέρει, την επικουρική ασφάλιση.

Παρότι αναμφίβολα σημαντική, μια τέτοια προσέγγιση, πρακτικά, απλώς εισάγει την αρχή της κεφαλαιοποίησης (αρχή που προσιδιάζει στην επαγγελματική αλλά και στην ιδιωτική ασφάλιση) στον πρώτο πυλώνα –με τον ίδιο τρόπο που, για παράδειγμα, εισήχθη η έννοια του διανεμητικού συστήματος προκαθορισμένων εισφορών με νοητή κεφαλαιοποίηση στον ΕΤΕΑΕΠ με βάση τον Ν. 4387/2016.
Πρόκειται, με άλλα λόγια, για την υιοθέτηση και εργαλειοποίηση της κεφαλαιοποιητικής αρχής του δεύτερου και τρίτου πυλώνα από τον πρώτο –μια τέτοια όμως προσέγγιση δεν σημαίνει ότι εγκαινιάζει αυτόματα το ζητούμενο, έναν δηλαδή ανεξάρτητο, δεύτερο πυλώνα ασφάλισης εντός ενός ευρύτερου πολυπυλωνικού συνταξιοδοτικού συστήματος, όπου ο κάθε πυλώνας θα αναλαμβάνει τις δικές του διακριτές στοχεύσεις και ρόλους.

iw? Ο δεύτερος πυλώνας ασφάλισης μπορεί να οδηγήσει σε ένα βιώσιμο συνταξιοδοτικό σύστημα; Αν ναι, πώς;

απ. Ο δεύτερος πυλώνας δεν μπορεί να οδηγήσει από μόνος του σε κανένα βιώσιμο συνταξιοδοτικό σύστημα. Όπως έχει άλλωστε αποδειχθεί ιστορικά, κανένας πυλώνας από μόνος του δεν μπορεί να αποτελέσει τη μοναδική απάντηση προς ένα βιώσιμο συνταξιοδοτικό σύστημα.
Τούτο συμβαίνει διότι το συνταξιοδοτικό σύστημα είναι μια ιδιαιτέρως περίπλοκη υπόθεση, δεδομένων των ευαίσθητων αλληλεπιδράσεών του με την πορεία της οικονομίας της χώρας, τις δημογραφικές και τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς επίσης και των διαχρονικών μεταβολών του τι θεωρούνται ευρύτερα βέλτιστες ή μη πρακτικές.

Για τον λόγο αυτό, οι περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες υιοθετούν λύσεις που περιλαμβάνουν πολυπυλωνικές προσεγγίσεις, δηλαδή πολυεπίπεδες διευθετήσεις από το κράτος, τις σχέσεις εργοδοτών-εργαζομένων και τις αγορές, οι οποίες θέτουν και εξυπηρετούν διαφορετικούς ασφαλιστικούς στόχους και επιδιώξεις.

Τέτοιου τύπου διαφοροποιήσεις επιτρέπουν τη ρύθμιση των δεσμών και την αποσυμπίεση των συγκρούσεων μεταξύ π.χ. οικονομίας και ασφαλιστικού, δεδομένου του ότι η έννοια της βιωσιμότητας ενός συνταξιοδοτικού συστήματος στο πλαίσιο μιας χρεωκοπημένης οικονομίας δεν αποτελεί παρά απλή αντίφαση. Πρόκειται για ένα πικρό μάθημα που όλοι γευτήκαμε –κι εξακολουθούμε να γευόμαστε– κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης κρίσης στην Ελλάδα.

iw? Τι μπορεί πραγματικά να προσφέρει η επαγγελματική ασφάλιση σε μια κοινωνία όπου το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας είναι στρεβλό και εξαιρετικά μη ανταποδοτικό;

απ. Κανένα σύστημα δεν είναι από μόνο του στρεβλό, ούτε και η μη ανταποδοτικότητα αποτελεί αναγκαίως συνταγή αποτυχίας. Όλα κρίνονται στο πλαίσιο εντός του οποίου καλούνται να λειτουργήσουν. Το κρίσιμο επομένως ερώτημα είναι ποιο πλαίσιο λειτουργίας θέλουμε να προσδώσουμε στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας μας.

Για παράδειγμα, επιζητούμε ένα ασφαλιστικό που ηγεμονεί και απορροφά πόρους από την παραγωγικότητα της εργασίας ή μήπως ένα ασφαλιστικό που υπηρετεί τις ανάγκες των εργαζομένων (παραγωγικές και οικογενειακές) και παράλληλα ενθαρρύνει, αντί να δεσμεύει, την ανάπτυξη της οικονομίας;

Αν επιθυμούμε το δεύτερο, τότε θα χρειαστεί να συντονίσουμε τον βηματισμό του συνταξιοδοτικού μας συστήματος με τον αντίστοιχο μιας οικονομίας που αναπτύσσεται. Η ανάπτυξη όμως, όπως ορθά παρατηρεί ο Αρίστος Δοξιάδης, είναι μια διαδικασία διαφοροποίησης, όχι εξειδίκευσης. Μια διαδικασία δηλαδή που επιτρέπει την εκδίπλωση και συσσώρευση ολοένα και περισσότερων δεξιοτήτων που δημιουργούν διαφοροποιήσεις και καινοτόμους συνδυασμούς, και λιγότερο εμμονικές εξειδικεύσεις σε συγκεκριμένους τομείς στους οποίους υποτίθεται ότι υφίσταται ένα συγκριτικό πλεονέκτημα που προσιδιάζει στην ελληνική φύση –λες και όλοι οι Έλληνες είναι από φυσικού τους αγρότες, ναυτικοί ή πάροχοι τουριστικών καταλυμάτων.

Η επαγγελματική ασφάλιση διαθέτει πλήθος χαρακτηριστικών που δύνανται να ενθαρρύνουν μια τέτοιου τύπου διαφοροποιημένη οικονομία: για παράδειγμα, ευελιξία εισφορών, δυνατότητες έγκαιρου και μακροχρόνιου προγραμματισμού, αποσύνδεση ηλικίας με λήψη συνταξιοδοτικής παροχής και συσχέτισή της με τις ιδιαίτερες επιχειρηματικές ή οικογενειακές ανάγκες του εργαζομένου κ.λπ. Παρέχει, δηλαδή, αποταμιευτικές δυνατότητες που στηρίζουν την ποικιλομορφία και τις ιδιαίτερες ανάγκες της εργασίας και της οικογένειας, από τη βαριά βιομηχανία, το «εικονικό» γραφείο, τις πολλές υπερωρίες, μέχρι και τη μερική απασχόληση στο σπίτι.

iw? Τι προσφέρουν τα ΤΕΑ στους ασφαλισμένους; Ποιος είναι ο «χάρτης» των εισφορών από τους εργαζομένους και ποια η ανταποδοτικότητα σε σύνταξη, εφάπαξ και υγεία;

απ. Αυτό που συνήθως επιχειρηματολογείται υπέρ των ΤΕΑ, ακόμα και από τους πλέον ειδικούς των συντάξεων, είναι η δυνατότητά τους να αυξήσουν το μέγεθος της συνταξιοδοτικής προσόδου, συμπληρώνοντας την ήδη μειωμένη (και «λαβωμένη» από την κρίση) συνταξιοδοτική παροχή της κρατικής ασφάλισης του πρώτου πυλώνα.

Πρόκειται όμως για μια περιορισμένη οπτική. Η ποιότητα της συνταξιοδοτικής προσόδου δεν μπορεί ν’ αποφασίζεται αποκλειστικά από το μέγεθός της –αντίθετα, είναι συνάρτηση και άλλων παραγόντων, όπως η πιθανότητα εγγενούς διαφοροποίησης των ποικίλων μερών που την αθροίζουν.

Για παράδειγμα, είναι άλλο πράγμα να εισπράττει ένα συνταξιούχος Χ ευρώ συνταξιοδοτική παροχή από μία μόνο πηγή (π.χ. το κράτος ή μία ασφαλιστική εταιρεία) και διαφορετικό να εισπράττει συνολικά το ίδιο ποσό σύνταξης το οποίο όμως προέρχεται κατά ένα μέρος από το κράτος και κατά ένα δεύτερο από την επαγγελματική ασφάλιση (κι, ενδεχομένως, κατά ένα τρίτο από μια ιδιωτική ασφάλιση).

Ως εκ τούτου, τα ΤΕΑ προσφέρουν όχι απλώς μια δυνατότητα συμπλήρωσης της κρατικής συνταξιοδοτικής παροχής, αλλά ταυτόχρονα μια δυνατότητα διασποράς, καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο το σύνολο της συνταξιοδοτικής παροχής περισσότερο διαφοροποιημένο, άρα περισσότερο ανθεκτικό και βιώσιμο έναντι των συνολικών κινδύνων όπως προέρχονται από τον κάθε πυλώνα.

Έχοντας κατά νου μια τέτοια οπτική διαχείρισης κινδύνων της συνταξιοδοτικής παροχής, το κρίσιμο δεν είναι να προσδιοριστεί σε ποσοτικούς όρους το εύρος των εισφορών της επαγγελματικής ασφάλισης και της ενδεχόμενης ανταποδοτικότητας σε σύνταξη, εφάπαξ και υγεία –αυτά, άλλωστε, διαφοροποιούνται και επηρεάζονται στο ισχύον σήμερα πλαίσιο από τις ιδιαιτερότητες του κάθε ΤΕΑ. Αντίθετα, αυτό που θεωρούμε κρισιμότερο είναι η κατάλληλη οριοθέτηση της λειτουργικότητας του κάθε πυλώνα ώστε να απομονώνεται το ιδιαίτερο προφίλ κινδύνων ανά πυλώνα και να εμποδίζεται η διαπυλωνική εξάπλωση ή επικάλυψή τους.

Με άλλα λόγια, να κατοχυρώνεται η ανεξαρτησία τους, απαραίτητη συνθήκη ώστε να αποκλείεται η μεταξύ τους ανταγωνιστική και «κανιβαλιστική» σχέση και να ενθαρρύνεται η συμπληρωματικότητά τους.

Κι ενώ μια τέτοια οριοθέτηση είναι πιο εύκολη για τον πρώτο (κρατική) και τρίτο (ιδιωτική) πυλώνα, δεν είναι καθόλου προφανής για τον δεύτερο (επαγγελματική ασφάλιση).

Αναδημοσίευση από το περιοδικό Insurance World