της Λαλέλας Χρυσανθοπούλου
Οι συνθήκες της αγοράς ευνοούν τις συγχωνεύσεις και εξαγορές στον αντασφαλιστικό κλάδο και η κινητικότητα αναμένεται να συνεχιστεί, αναφέρει σε έκθεσή της η S&P. O διεθνής οίκος αξιολόγησης προσθέτει ωστόσο ότι μπορεί να υπάρξει επιβράδυνση στον ρυθμό σύναψης νέων deals εξαιτίας των υψηλών αποτιμήσεων, αλλά και των κινδύνων που εγκυμονούν οι εν λόγω συμφωνίες.
Οι χρόνιες προκλήσεις που ταλανίζουν τον αντασφαλιστικό κλάδο (πλεονάζουσα παραγωγική δυναμικότητα, ιστορικά χαμηλά επιτόκια , εντεινόμενος ανταγωνισμός από τα εναλλακτικά κεφάλαια κλπ.) έχουν αναδείξει τις εξαγορές και συγχωνεύσεις ως “αξιόλογη επιλογή” προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των αντασφαλιστικών εταιρειών, παρατηρεί η S&P.
‘Οι παρατεταμένες πιέσεις στην τιμολόγηση -ιδίως στον τομέα αντασφαλίσεων περιουσίας και ατυχημάτων-, το ότι οι ασφαλισμένες ζημίες από φυσικές καταστροφές παραμένουν κάτω από τον ιστορικό μέσο όρο επί μακρόν, τα περιορισμένα περιθώρια οργανικής ανάπτυξης και ο οξύς ανταγωνισμός αποτέλεσαν τους καταλύτες για τα πρόσφατα deals…Επιπροσθέτως, η πληθώρα κεφαλαίων χαμηλού κόστους έδωσε περαιτέρω ώθηση στους όγκους συναλλαγών, με τα κεφάλαια του αντασφαλιστικού κλάδου να ανέρχονται στο ύψος-ρεκόρ των 605 δισ. δολαρίων ( τέλος Μαρτίου 2017). Από αυτά, τα 86 δισ. δολ. αφορούν εναλλακτικά κεφάλαια, ποσό που επίσης αποτελεί ιστορικό υψηλό”, υπογραμμίζεται στην έκθεση.
Σύμφωνα πάντα με την S&P, το ύψος των deals που ανακοινώθηκαν την περίοδο Ιανουαρίου 2016-Ιουνίου 2017 ανήλθε σε 22 δισ. δολάρια. “Η αναζήτηση της ανάπτυξης πρέπει να διέπεται από ορθά χρηματοοικονομικά κριτήρια”, τονίζεται μεταξύ άλλων. Και τούτο διότι σε κάθε deal εξαγορών και συγχωνεύσεων ελλοχεύει ο κίνδυνος καταβολής υπερβολικά υψηλού τιμήματος, με δεδομένο ότι οι αποτιμήσεις στον αντασφαλιστικό κλάδο παραμένουν υψηλές. Επίσης, όπως συμβαίνει σε κάθε συγχώνευση, υπάρχουν πάντα οι κίνδυνοι που συνδέονται με την συνένωση των εκάστοτε εταιρειών.