Γράφει η Λόπη Ρωμανά Συγγραφέας-Μέλος ΕΕΑΕ
Τρίτη δώδεκα και μισή, η μέρα πηγαίνει τρέχοντας. Ο καφές κρυώνει μέσα στην κούπα με τα πορτοκαλί χρυσάνθεμα. Τηλέφωνα, emails, πληρωμές μέσω ίντερνετ, εκδόσεις συμβολαίων και ανανεώσεων από τα portals των ασφαλιστικών εταιριών, πελάτες που επανάκαμψαν διψασμένοι για συζήτηση, έπειτα από μια διετία εγκλεισμού. Το πληκτρολόγιο την ακολουθεί ασθμαίνοντας με τον στακάτο λόγο του. Η Στέλλα επιστρέφει γοργά στην θέση της από τον εκτυπωτή με τις σελίδες ανά χείρας, υπό τη μουσική υπόκρουση μιας άχρωμης μελωδίας που ακούγεται διακριτικά, όταν το τηλέφωνο χτυπάει για πολλοστή φορά. Την στιγμή που το σηκώνει και προφέρει αυτόματα την πρώτη λέξη, η γραμμή κλείνει και μαζί της τα φώτα, το ραδιόφωνο, η οθόνη των εξωτερικών καμερών, ενώ το επόμενο δευτερόλεπτο το ups ξεκινάει τον συριστικό, προειδοποιητικό του ήχο που σε ωθεί επιτακτικά να το κλείσεις το συντομότερο.
Δεν είναι η πρώτη φορά φυσικά που συμβαίνει διακοπή ρεύματος. Αποφασίζουν να περιμένουν λίγο, το πιθανότερο είναι να επανέλθει σύντομα. Η Στέλλα όπως και οι υπόλοιποι καταπιάνονται να κάνουν το κινητό τους τηλέφωνο hot spot, ώστε να ολοκληρώσουν τις εργασίες που έκαναν μέσω διαδικτύου, όμως τα portals των εταιριών είναι εκτός λειτουργίας. Αναστατωμένη καλεί από το κινητό στις βλάβες αλλά η τηλεφωνική γραμμή έχει πέσει και αυτή. Περνούν ακόμα είκοσι λεπτά και τα πάντα είναι σβηστά. Τελευταία ενημέρωση, γενικό μπλακ άουτ, άγνωστος ο χρόνος αποκατάστασης. Οι ιστοσελίδες η μία μετά την άλλη βγαίνουν εκτός λειτουργίας.
Το μυαλό της γεμίζει από όλα αυτά που πρέπει να κάνει και δεν μπορεί, το άγχος την κατακλύζει. Αρχίζει να τα γράφει στο χαρτί, να τα βάλει σε μια σειρά, να ορίσει προτεραιότητες, να κάνει μια προετοιμασία, όμως το γκριζωπό, χειμωνιάτικο φως που μπαίνει από τα παράθυρα δεν επαρκεί και τα μάτια της γρήγορα κουράζονται, οι σημειώσεις συρρικνώνονται σε παύλες που ακολουθεί μια λέξη, στο τέλος τα παράτα. Πίνει μια γουλιά από τον κρύο καφέ και κλείνει για λίγο τα βλέφαρα της. Η σκέψη της προχωράει προς τα πίσω. Θυμάται τις συζητήσεις για τον τρόπο λειτουργίας των ασφαλειών πριν η τεχνολογία εισβάλει τόσο αποφασιστικά και αμετάκλητα σε κάθε πτυχή τους.
Η συμπλήρωση των προτάσεων ασφάλισης γινότανε χειρόγραφα σε τρία αντίτυπα διαφορετικού χρώματος με φύλλα μπλε καρμπόν ανάμεσα τους, που δεν σου άφηναν περιθώρια λάθους. Προστάσεις ασφάλισής, πρόσθετες πράξεις, δηλώσεις ζημίας και πάσης φύσεως έγγραφα παραδίδονταν στην εταιρία χέρι με χέρι, με την υπογραφή του δελτίου παραλαβής ή στέλνονταν ταχυδρομικά με τον κίνδυνο πάντα να χαθούν. Έπρεπε να περιμένεις αρκετές ημέρες ή και εβδομάδες κάποιες φορές για την έκδοση του συμβολαίου και η παραλαβή του γινόταν από εσένα, από το τμήμα διεκπεραίωσής της ασφαλιστικής εταιρίας και στην συνέχεια έπρεπε να το πας εσύ στον πελάτη ή να έρθει από το γραφείο σου ο ίδιος για να το πάρει και να πληρώσει σε μετρητά και μόνο.
Οι δια ζώσης επαφές με το προσωπικό των ασφαλιστικών εταιριών ήταν αν όχι σε καθημερινή, σίγουρα σε εβδομαδιαία βάση. Όλοι γνωρίζονταν με όλους. Για να βρεις το ιστορικό του πελάτη χρειαζόταν να ανατρέξεις στους φακέλους που γέμιζαν την βιβλιοθήκη και την αποθήκη σου, το ίδιο και για την οικονομική του καρτέλα. Λίστες σε ριγέ χαρτιά που για να διαβαστούν τα ξεδίπλωνες σαν φαρδιά γιρλάντα. Κάθε σπιθαμή του τηλεφωνικού καταλόγου, πάνω, κάτω, διαγωνίως ήταν σημειωμένη. Χρόνος, χαρτιά, γραφή, σχέσεις, ρυθμός πρώτη έως τρίτη ταχύτητα, το πολύ.
Τι ήταν αυτό; Μια περιδιάβαση σε αλλότριες, αφηγηματικές αναμνήσεις. Επιστρέφει. Ανοίγει τα μάτια και κοιτάει το γραφείο και τους συναδέλφους της με ενδιαφέρον. Περίεργος τόπος η εργασία χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, ελαφροπάτητος, διεσταλμένος. Εκεί βρίσκεις αυτά που έχεις προσπεράσει από βιασύνη. Χαμογελάει με το πλατύ της μέτωπο προτεταμένο. Σπρώχνει την καρέκλα προς τα πίσω και με το εύθυμο ύφος της κάνει και τα τρία κεφάλια να γυρίσουν προς αυτήν «Όταν ήμουν μικρή, είχα ένα κόκκινο ποδήλατο με μεγάλες ρόδες, είχε και ένα καλάθι μπροστά που έβαζα το νερό και το πορτοφολάκι μου, δώρο της γιαγιάς Ελένης. Τα καλοκαίρια όργωνα όλη την Ερέτρια μ’ αυτό. Το κόκκινο είναι το αγαπημένο μου χρώμα. Το δικό σας ποιο είναι;» Είχε έρθει η ώρα να γνωριστούν.
Από το περιοδικό ΔΙΑΣΦΑΛΙΖΩ