Άρθρο του κ. Νίκου Δελένδα Γενικού Διευθυντή Πωλήσεων και Εκπαίδευσης της Eurolife ERΒ Ασφαλιστικής
Πρόκειται για προϊόντα τα οποία προσφέρουν στους κατόχους τους ασφάλεια ως προς την επιστροφή του κεφαλαίου τους, σε συνδυασμό με μια ελάχιστη εγγυημένη απόδοση και, πολύ συχνά, συμμετοχή σε τυχόν υπεραπόδοση.
Για την επίτευξη των παραπάνω, οι ασφαλιστικές εταιρείες υιοθετούν ανάλογες επενδυτικές πολιτικές, οι οποίες εξασφαλίζουν, κατά κύριο λόγο, την ακεραιότητα του κεφαλαίου και της εγγυημένης απόδοσης για την οποία έχει δεσμευθεί η ασφαλιστική εταιρεία, πάντα σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο της Φερεγγυότητας ΙΙ, το οποίο δίνει μεγάλη βαρύτητα στην ποιότητα των επενδύσεων.
Όπως προβλέπει η Φερεγγυότητα ΙΙ, η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο στις αρχές του 2016, οι ασφαλιστικές εταιρείες υποχρεούνται να τηρούν συγκεκριμένα κριτήρια στην επιλογή επενδύσεων καθώς και αυστηρούς περιορισμούς στην ανάληψη επενδυτικών κινδύνων.
Με αυτό το δεδομένο, οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν επιλέξει ως πρακτική με τους μικρότερους δυνατούς κινδύνους τη διασπορά των επενδύσεών τους. Παράλληλα, κατά κανόνα, αποφεύγουν την υπερβολική έκθεση σε περιουσιακά στοιχεία ενεργητικού υψηλού κινδύνου. Αυτοί οι στόχοι είναι συνεπείς με τον κύριο επενδυτικό σκοπό των συγκεκριμένων προγραμμάτων, που είναι ουσιαστικά η εγγύηση του κεφαλαίου.
Τα εν λόγω προγράμματα απευθύνονται σε μια κατηγορία καταναλωτικού κοινού που, με βάση τα σημερινά δεδομένα, δεν επιθυμεί να αγοράσει ασφαλιστικά προϊόντα δημιουργίας κεφαλαίου με ρίσκο απώλειας των χρημάτων του. Επιλέγει, δηλαδή, μια ασφαλή επένδυση, ακόμη και με μικρότερη απόδοση, αρκεί αυτή να είναι εγγυημένη.
Τα συγκεκριμένα προγράμματα προσφέρουν συχνά, εκτός από την εγγύηση κεφαλαίου, και δυνατότητες ευέλικτων λύσεων, ώστε ο καταναλωτής να αντιμετωπίσει πιθανές έκτακτες καταστάσεις. Τέτοιες λύσεις είναι συνήθως η δυνατότητα αύξησης ή μείωσης των συμφωνημένων δόσεων, καθώς και η δυνατότητα έκτακτων καταβολών, αν η οικονομική κατάσταση του καταναλωτή το επιτρέπει, ώστε να εξυπηρετείται η επενδυτική του επιλογή. Επίσης, προσφέρουν επιλογές διάρκειας της επένδυσης αλλά και του ποσού το οποίο ο πελάτης καταβάλλει. Πρόκειται για ευελιξίες και επιλογές απολύτως αναγκαίες, ειδικά σήμερα, που ο μακροπρόθεσμος προγραμματισμός του μέσου Έλληνα είναι δυσκολότερος από ποτέ, και πολύ συχνά αυτή η ανασφάλεια γίνεται αιτία αναβολής ή και ματαίωσης της αποταμίευσης.
Από την άλλη πλευρά, τα προγράμματα unit linked απευθύνονται σε ένα διαφορετικό προφίλ καταναλωτή, με μεγαλύτερη εξοικείωση σε επενδυτικά εργαλεία και συνήθως με «όρεξη» (appetite) για ανάληψη ρίσκου, με «τίμημα» την προοπτική υψηλότερων αποδόσεων.
Το ερώτημα όμως είναι αν, ειδικά σε καθεστώς capital controls, μπορεί να «ταιριάξει» η ανάγκη των εταιρειών για προγράμματα τα οποία οδηγούν σε χαμηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις, όπου το ρίσκο έχει αναλάβει εξ ολοκλήρου ο πελάτης, με την ανάγκη του τελευταίου για όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σιγουριά και ασφάλεια.
Και αυτό το ερώτημα καλούνται καταρχάς να επιλύσουν οι ασφαλιστικές εταιρείες με τις επιλογές που προσφέρουν, έχοντας κατά νου να υποστηρίξουν την κατάλληλη επενδυτική πολιτική αλλά και να παρέχουν στον υποψήφιο πελάτη την προσφορότερη για αυτόν επιλογή.
Αναδημοσίευση από το Broker’s Time / ΣΕΜΑ