Ο εμβολιασμός για τoν κορωνοϊό αποτελεί τη μοναδική αποτελεσματική και εφαρμόσιμη σε μεγάλη έκταση προληπτική διαδικασία για τον έλεγχο της πανδημίας COVID-19. Τα πρώτα εμβόλια που αδειοδοτήθηκαν είναι τα mRNA εμβόλια της Pfizer (BNT162b2) και της Moderna (m1273) που σύμφωνα με τις διεθνείς μελέτες, αλλά και μετά τον εμβολιασμό του παγκόσμιου πληθυσμού, έχουν αποδειχθεί ασφαλή και αποτελεσματικά.
Α. Οι ασθενείς με μεταμόσχευση συμπαγών οργάνων και οι αιμοκαθαιρόμενοι έχουν αυξημένο κίνδυνο για όλες τις σοβαρές επιπλοκές που σχετίζονται με τον κορωνοϊό, ενώ διατρέχουν περίπου 3,5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να καταλήξουν μετά από νόσο COVID-19 συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό. Για το λόγο αυτό, στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, συμπεριλήφθηκαν στις πρώτες ομάδες προτεραιότητας μεταξύ των ευπαθών πληθυσμών για εμβολιασμό έναντι της COVID-19. Τα αρχικά αποτελέσματα μελετών δείχνουν μειωμένη ανοσοαπάντηση σε άτομα με μεταμόσχευση συμπαγών οργάνων στις 2-4 εβδομάδες μετά την ολοκλήρωση του εμβολιασμού και με τα δύο διαθέσιμα mRNA εμβόλια, ενώ τα δεδομένα για τους αιμοκαθαιρόμενους είναι πιο ενθαρρυντικά.
Η Κλινική Νεφρολογίας και Μεταμόσχευσης του Λαϊκού Νοσοκομείου σε συνεργασία με το Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο (ΩΚΚ) σε μελέτη που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2021 (Αmerican Journal of Transplantation), δείχνει ποσοστά αντισωματικής απάντησης σε μεταμοσχευμένους νεφρού και καρδιάς 58% συγκριτικά με 100% στην ομάδα ελέγχου επαγγελματιών υγείας, 2-3 εβδομάδες μετά από εμβολιασμό με το mRNA εμβόλιο BNT162b2 (Pfizer/BionTech).
Μετά την αρχική δημοσίευση, η ίδια ομάδα έχει προχωρήσει σε μελέτη τόσο της χυμικής όσο και της κυτταρικής ανοσίας.
Προς το παρόν έχει ολοκληρωθεί η μέτρηση της χυμικής ανοσίας σε σύνολο 530 μεταμοσχευμένων συμπαγών οργάνων και 310 αιμοκαθαιρόμενων 3-4 εβδομάδες μετά τη 2η δόση των δύο διαθέσιμων mRNAεμβολίων, καθώς και ο προσδιορισμός της κυτταρικής ανοσίας με τη μέθοδο Quantiferon (IFN-γ release assay) σε σύνολο 200 μεταμοσχευμένων και 75 αιμοκαθαιρόμενων. Νέος κύκλος προσδιορισμού των αντισωμάτων και της κυτταρικής ανοσίας διενεργείται 6 εβδομάδες μετά τον αρχικό προσδιορισμό στους μεταμοσχευμένους και μετά 6 μήνες στους αιμοκαθαιρόμενους. Στόχος είναι η πλήρης μελέτη της ανοσοαπάντησης σε μεγάλο αριθμό ασθενών των ειδικών αυτών ομάδων πληθυσμού, καθώς και σύγκριση της αποτελεσματικότητας των δύο mRNA εμβολίων. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων θα οδηγήσει σε βελτιστοποίηση της καθιερωμένης εμβολιαστικής πρακτικής.
Β. Προτεραιότητα στον εμβολιασμό είχαν επίσης οι επαγγελματίες υγείας (ΕΥ) και αυτό έδωσε την ευκαιρία να γίνει μεγάλη κλινική μελέτη στο Λαϊκό Νοσοκομείο και στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο που συμπεριέλαβε περισσότερους από 870 επαγγελματίες υγείας που εμβολιάσθηκαν με το εμβόλιο της Pfizer. Τα κύρια ερωτήματα αυτής της μελέτης ήταν α) η παραγωγή αντισωμάτων στις διάφορες κατηγορίες ΕΥ, β) ο χρόνος διατήρησης τους και γ) η σύγκριση της αντισωματικής απάντησης μετά από εμβολιασμό ΕΥ σε σχέση με τη φυσική λοίμωξη. Η ομάδα της φυσικής λοίμωξης αποτελούνταν από 180 ασθενείς COVID-19 που νοσηλεύτηκαν στα Νοσοκομεία Σωτηρία, Αττικό και Ευαγγελισμός. Τα αντισώματα μετρήθηκαν στην περίοδο που εμφανίζεται η μέγιστη παραγωγή τους, 1-2 εβδομάδες μετά τη 2η δόση του εμβολιασμού και στους πρώτους 2 μήνες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων στη φυσική λοίμωξη.
Τα πρώτα αποτελέσματα με τίτλο “Comparative Immunogenicity οf BNT162b2 mRNA Vaccine With Natural COVID-19 Infection” αναρτήθηκαν στο MedRxiv (https://www.medrxiv.org/content/10.1101/2021.06.15.21258669v1).
Παρατηρήθηκαν υψηλότερες συγκεντρώσεις αντισωμάτων μετά τον εμβολιασμό σε γυναίκες, άτομα μικρότερης ηλικίας, άτομα που παρουσίασαν ανεπιθύμητες ενέργειες μετά τον εμβολιασμό και εκείνα με ιστορικό προηγούμενης COVID-19. Ενδεικτικά, ΕΥ που ανέφεραν πυρετό μετά τη 2η δόση, είχαν 2.3 φορές υψηλότερα αντισώματα, ενώ σε αυτούς με προηγηθείσα λοίμωξη ήταν 1.9 φορές υψηλότερα. Αντίθετα, η παραγωγή αντισωμάτων δεν συσχετίσθηκε με την ύπαρξη παραγόντων κινδύνου για σοβαρή COVID-19 και το δείκτη μάζας σώματος (ΒΜΙ).
Στα άτομα με φυσική λοίμωξη, παρουσιάστηκαν υψηλότερες συγκεντρώσεις αντισωμάτων στις βαρύτερες περιπτώσεις COVID-19 και μικρότερες σε ασυμπτωματικούς ασθενείς. Οι συγκεντρώσεις μετά από εμβολιασμό, υπερέβαιναν κατά πολύ τις συγκεντρώσεις μετά από φυσική λοίμωξη. Σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν μέχρι και 19 φορές υψηλότερες από τη φυσική λοίμωξη.
Η συγκέντρωση των αντισωμάτων ελέγχθηκε επίσης 4 μήνες μετά τον εμβολιασμό, όπου παρατηρήθηκε μείωση κατά 85% σε σχέση με τη συγκέντρωση 1-2 εβδομάδες μετά τη 2η δόση. Στο 16% παρατηρήθηκαν χαμηλές συγκεντρώσεις που χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης ή/και 3η δόση εμβολιασμού. Στο πλαίσιο αυτής της διερεύνησης, έχει ενεργοποιηθεί πρωτόκολλο μελέτης ατόμων με μειωμένη ανταπόκριση σε εμβολιασμό σε συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ).
Παρά τη μείωση του επιπέδου των αντισωμάτων τον 4ο μήνα από τον εμβολιασμό, το τείχος προστασίας των ΕΥ απέναντι στην COVID-19 παραμένει υψηλό, ενώ η διαχρονική παρακολούθηση θα δώσει αντικειμενικά δεδομένα για την αναγκαιότητα και το χρόνο αναμνηστικού εμβολιασμού(3ης δόσης).