Τον θεμέλιο λίθο μιας μεγαλειώδους τεχνολογικής επανάστασης που εγκαθιδρύεται το 2016 –και αναμένεται να κορυφωθεί στα επόμενα χρόνια– στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης περιγράφει πρόσφατη έρευνα του Health Research Institute της PricewaterhouseCoopers, επισημαίνοντας πως για πρώτη φορά εκατομμύρια καταναλωτές θα αποκτήσουν πρόσβαση σε υπηρεσίες e-health.
Μολονότι το 2016 αποτελεί χρονιά εκλογών και η τιμολόγηση φαρμάκου αποτελεί βασικό ζήτημα της προεκλογικής εκστρατείας, η έρευνα που πραγματοποιήθηκε το φθινόπωρο του 2015 σε 1.000 ενηλίκους στις ΗΠΑ αποκαλύπτει μια σειρά σοβαρών ζητημάτων καινοτομίας. Η συμβουλευτική μέσω video, οι εφαρμογές (apps) για την υγεία και η χρήση των smartphones ως διαγνωστικών εργαλείων αποτελούν μερικές από τις εκ βάθρων αλλαγές που αναμένεται να καταγραφούν και σταδιακά να εξαπλωθούν σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ταυτόχρονα, οι αλλαγές αποτελούν πρόκληση για τους κλινικούς γιατρούς, καθώς στα καθήκοντά τους ενσωματώνονται μια σειρά παραμέτρων που αφορούν ψηφιακές αναλύσεις δεδομένων στα σχέδια θεραπείας τους, διεξαγωγή ηλεκτρονικών επισκέψεων σε ασθενείς, ακόμη και ειδοποιήσεις μέσω απομακρυσμένων συσκευών που αφορούν την παρακολούθηση ασθενών ακόμη και μετά το εξιτήριό τους. Ο χάρτης της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης έχει αλλάξει ριζικά τα τελευταία χρόνια, με τη χρήση των εφαρμογών μέσω smartphones που αφορούν την υγεία να έχει διπλασιαστεί την τελευταία διετία (από 16% σε 32%).
Οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις στρέφονται στην ανάπτυξη νέων επιχειρηματικών μοντέλων, τα οποία αλληλεπιδρούν με τον ασθενή και τον γιατρό σε ολόκληρο τον κύκλο ζωής του προϊόντος. Στόχος των μοντέλων αυτών είναι να αλλάξουν προς το καλύτερο τις παρεχόμενες υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης σε όποιο βαθμό είναι αυτό εφικτό.
Νέα έκθεση της Deloitte, στην οποία αναλύονται τα χαρακτηριστικά και οι τάσεις του τομέα της υγείας για το 2016, επισημαίνεται ότι η καθαρή παρούσα αξία (NPV) της παραγωγής της φαρμακευτικής βιομηχανίας σημείωσε άνοδο της τάξεως του 46% την περίοδο 2013-2014, σε ένα εκτιμώμενο σύνολο 418,5 δισ. δολ. ως πιθανών μελλοντικών εσόδων.
Ωστόσο, οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη εκτιμάται ότι θα αυξηθούν μόλις κατά 2,4% από το 2013 ώς το 2020, φθάνοντας τα 162 δισ. δολ. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι ο κλάδος θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις για την ανάπτυξη καινοτόμων λύσεων που θα συμβάλουν στον περιορισμό του κόστους της Υγείας. Για τον λόγο αυτό, τονίζουν ότι εν καιρώ θα γίνουν πιο διακριτά τα οφέλη των νέων αυτών επιχειρηματικών μοντέλων.
Η συγκέντρωση των ιατρικών δεδομένων των ασθενών, τα λογισμικά ανάλυσης μεγάλου όγκου πληροφοριών, η αξιοποίηση της τεχνολογίας των smartphones στην Υγεία καθώς και οι ψηφιακές λύσεις που ενισχύουν το έργο των επαγγελματιών υγείας δημιουργούν ζήτηση για νέες υπηρεσίες στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης.
Τα νέα επιχειρηματικά μοντέλα προσανατολίζονται έτσι στη βελτίωση των αποτελεσμάτων για τους ασθενείς, με τη μείωση των πιθανοτήτων ιατρικού σφάλματος, καθώς και στην ανακάλυψη και διάθεση εξατομικευμένων θεραπειών, στην επιρροή της συμπεριφοράς των ασθενών για την υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής και στην καλύτερη διαχείριση της δημόσιας υγείας.
Είναι πολλές οι εταιρείες του κλάδου σε διάφορες χώρες που φαίνεται ότι αναπτύσσουν το business model τους. Η έκθεση αναφέρεται σε ορισμένες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η Σιγκαπούρη, η Κίνα και η Αυστραλία, που επιδιώκουν να αποτελέσουν το κέντρο καινοτομίας στον χώρο της βιοτεχνολογίας.
Η Αυστραλία άλλαξε τη φορολόγηση για τις νεοφυείς επιχειρήσεις (startups), ώστε να προσελκύσει το ενδιαφέρον και τις δραστηριότητες για νέες ανακαλύψεις. Η Σιγκαπούρη, από την άλλη, επενδύει μεγάλα ποσά σε ένα cluster βιοτεχνολογίας, ενώ ορισμένες φαρμακευτικές εταιρείες στη Νοτιοανατολική Ασία διαμορφώνουν το προϊοντικό χαρτοφυλάκιό τους, προκειμένου να ανταποκριθούν στις ανάγκες των επαγγελματιών υγείας, παρέχοντας ογκολογικά φάρμακα σε νοσοκομεία με υψηλά ποσοστά ιατρικού τουρισμού καθώς και εμβόλια σε επαρχιακές κλινικές.
Εξαγορές-συγχωνεύσεις
Ωστόσο, στις 10 σημαντικότερες αλλαγές, δηλαδή αυτές με τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στη βιομηχανία της υγειονομικής περίθαλψης για το 2016, σύμφωνα με την έρευνα του Health Research Institute της PricewaterhouseCoopers, περιλαμβάνεται και το πεδίο των συγχωνεύσεων, καθώς την παρελθούσα χρονιά (2015) καταγράφηκαν αξιόλογες συνενώσεις δυνάμεων.
Στο πλαίσιο αυτό συνηγορεί και έρευνα της Ernst & Young, επισημαίνοντας πως το πρόσφατο κύμα συγχωνεύσεων και εξαγορών (Σ&Ε) αναμένεται να συνεχιστεί και φέτος, καθώς το 59% των διεθνών επιχειρήσεων σχεδιάζουν εξαγορές μέσα στους επόμενους 12 μήνες. Μάλιστα, η 13η έκδοση του Global Capital Confidence Barometer κατέγραψε τα υψηλότερα επίπεδα διάθεσης για εξαγορές στη διάρκεια της εξαετούς ιστορίας της, διαπιστώνοντας ότι η αγορά έχει ενισχυθεί από τις ιστορικά υψηλές αξίες συμφωνιών το 2015 και προβλέπει περαιτέρω ανάπτυξη το 2016.
Με τη συνολική αξία των συμφωνιών διεθνώς να έχει αυξηθεί έως και 35% έναντι του 2014 και μεγάλες συμφωνίες (Megadeals) συνολικής αξίας άνω των 10 δισ. δολ. να έχουν ήδη ανακοινωθεί το 2015, η περαιτέρω ενίσχυση της αγοράς Σ&Ε, σύμφωνα με τους αναλυτές, πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Τέσσερα στα πέντε στελέχη (83%) αναμένουν ενίσχυση της δραστηριότητας. Η θετική αυτή ψυχολογία ενισχύεται και από τον μεγάλο αριθμό συμφωνιών που βρίσκονται σε στάδιο προετοιμασίας, καθώς το 55% των επιχειρήσεων αναφέρουν ότι εξετάζουν τρεις ή περισσότερες συμφωνίες. Άλλωστε, το σημερινό περιβάλλον ενισχύει τη διάθεση για Σ&Ε. Τα στελέχη των επιχειρήσεων εμφανίζονται πιο βέβαια από κάθε άλλη φορά τα τελευταία έξι χρόνια για την ποιότητα και τον αριθμό των ευκαιριών για συμφωνίες αλλά και για το ενδεχόμενο ολοκλήρωσης συμφωνιών.
Παρά όμως την αυξημένη διάθεση για εξαγορές, οι ανησυχίες για μια ενδεχόμενη υπερθέρμανση της αγοράς μετριάζονται από τους αυστηρούς όρους των συμφωνιών. Τα στελέχη επιδεικνύουν σύνεση στην προσέγγιση των Σ&Ε, υιοθετώντας μια μακροπρόθεσμη θεώρηση και αξιολογώντας τις συμφωνίες πιο προσεκτικά από ποτέ, κάνοντας πίσω όποτε είναι απαραίτητο. Αυτό αντανακλάται στο γεγονός ότι σχεδόν τα τρία τέταρτα (73%) των ερωτηθέντων έχουν αποσυρθεί από συμφωνίες στη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, επειδή δεν εναρμονίζονταν πλήρως με τη στρατηγική τους.
Η συνεχιζόμενη σύγκλιση των κλάδων της οικονομίας αναμένεται να επιταχύνει τον ρυθμό των συμφωνιών Σ&Ε. Σχεδόν οι μισές από τις σχεδιαζόμενες επενδύσεις (48%) είναι διακλαδικές, με τις επιχειρήσεις να επιδιώκουν να αναπτύξουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, καθώς οι νέες τεχνολογίες επηρεάζουν τα πάντα, από την παραγωγή ώς τις υπηρεσίες.
Οι διασυνοριακές εξαγορές αναμένεται να κυριαρχήσουν στην αγορά Σ&Ε, με το 70% των ερωτηθέντων να εξετάζουν μη εγχώριες συμφωνίες. Σχεδόν το ένα τρίτο (29%) των ερωτηθέντων σχεδιάζουν να επικεντρωθούν σε διασυνοριακές συμφωνίες κοντά στη βάση της επιχείρησης, ενώ το 41% επιδιώκουν συμφωνίες ακόμη πιο μακριά.
Σε σύγκριση με το προηγούμενο εξάμηνο, ένα μεγαλύτερο ποσοστό ερωτηθέντων (40% έναντι 35%) σχεδιάζουν σήμερα να διοχετεύσουν τουλάχιστον το 10% των διαθέσιμων προς επένδυση κεφαλαίων στις αναδυόμενες αγορές. Ωστόσο, η πλειοψηφία των κεφαλαίων θα επενδυθεί στις αναπτυγμένες αγορές. Σημαντική αύξηση παρατηρείται πάντως ως προς το ποσοστό των στελεχών που σκοπεύουν να προχωρήσουν σε εξαγορές στην ευρωζώνη (26%).
Προκλήσεις
Παρά τη σημαντική μεταβλητότητα των αγορών στο διάστημα κατά το οποίο διεξήχθη η έρευνα, οι επιχειρήσεις παραμένουν αισιόδοξες για την ολοκλήρωση συμφωνιών σε αυτό το μακροοικονομικό περιβάλλον. Η οικονομική εμπιστοσύνη παραμένει σταθερά ισχυρή, στα επίπεδα του προηγουμένου εξαμήνου, με το 83% των στελεχών να εμφανίζονται αισιόδοξα για την παγκόσμια οικονομία.
Οι επιχειρήσεις παραμένουν βέβαια σε εγρήγορση σε σχέση με ενδεχόμενες προκλήσεις, λαμβάνοντας υπόψη το ενδεχόμενο οικονομικών αντιξοοτήτων. Το ένα τρίτο (29%) των ερωτηθέντων αναφέρουν την αυξημένη παγκόσμια και περιφερειακή πολιτική αστάθεια ως τον μεγαλύτερο επιχειρηματικό κίνδυνο. Το ένα τέταρτο (24%) των ερωτηθέντων αναφέρουν την αβεβαιότητα που συνδέεται με την αστάθεια στις ισοτιμίες των νομισμάτων και τις τιμές των βασικών εμπορευμάτων. Είναι αξιοσημείωτο πως το 24% των στελεχών αναφέρουν την οικονομική και πολιτική κατάσταση στην ευρωζώνη ως σημαντική απειλή, ποσοστό μεγαλύτερο από εκείνο όσων αναφέρουν την επιβράδυνση της ανάπτυξης στις αναδυόμενες αγορές (18%).
Η Υγεία το 2015
Σταδιακά σημεία βελτίωσης παρουσίασε το 2015 η κατάσταση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στην Ευρώπη, παρά την ανησυχία για υφεσιακά μέτρα, λόγω της οικονομικής κρίσης, της γήρανσης του πληθυσμού και των προσφυγικών ροών.
Στην Ελλάδα, ωστόσο, η Υγεία καταγράφει σταδιακή πτώση τα τελευταία χρόνια, καταφέρνοντας να σταθεροποιηθεί στις τελευταίες θέσεις της σχετικής λίστας, σύμφωνα με τα στοιχεία της ετήσιας μελέτης Euro Health Consumer Index (EHCI). O EHCI αναλύει την εθνική παροχή υγείας βάσει 48 δεικτών, όπως δικαιώματα των ασθενών και πληροφόρηση, πρόσβαση στη θεραπεία, θεραπευτικά αποτελέσματα, εύρος και έκταση των υπηρεσιών, πρόληψη και χρήση φαρμακευτικών προϊόντων.
Οκτώ χώρες –όλες δυτικοευρωπαϊκές– πέτυχαν σκορ πάνω από 800 βαθμούς (στους 1.000). Πρωταθλήτρια μεταξύ των 35 κρατών που εξετάζει η μελέτη συνεχίζει να είναι η Ολλανδία, η μόνη χώρα που εξασφαλίζει περισσότερους από 900 πόντους. Ακολουθούν η Ελβετία, η Νορβηγία, η Φινλανδία και το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, η Γερμανία και η Ισλανδία.
Η Ελλάδα βρέθηκε και το 2015 στην 28η θέση με 577 βαθμούς, ενώ την ακολουθούν η Λετονία, η Σερβία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Αλβανία, η Πολωνία και το Μαυροβούνιο. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως τα Σκόπια βρίσκονται στη 18ηθέση της κατάταξης.
Δαπάνες
Η Ελλάδα κατέγραψε μια δραματική μείωση στις κατά κεφαλήν δαπάνες υγείας, κατά 28% μεταξύ των ετών 2009 και 2011, με μια αύξηση όμως κατά 1% το 2012.
«Πρόκειται για έναν απολύτως μοναδικό αριθμό για την Ευρώπη» τονίζουν οι συγγραφείς της μελέτης, προσθέτοντας πως μεταξύ των χωρών «που αναγνωρισμένα επλήγησαν από την οικονομική κρίση, όπως η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία κ.λπ., κανένα άλλο κράτος δεν έχει καταγράψει μεγαλύτερη πτώση στις δαπάνες υγείας, πέραν μιας προσωρινής αναστολής της τάξεως του <10%».
Βέβαια, οι συντάκτες διατηρούν τις επιφυλάξεις τους για τα στοιχεία που διαθέτει η χώρα μας. «Υπάρχει, πιθανώς, ρίσκο η μείωση 28% να είναι τόσο ακριβής όσο τα στοιχεία του προϋπολογισμού που έβαλαν την Ελλάδα στο ευρώ» αναφέρουν χαρακτηριστικά. Όπως τονίζουν, η χώρα μας έχει σημαντικά αλλάξει την παραδοσιακή της συνήθεια να υιοθετεί, νωρίς και με προθυμία, νέα φαρμακευτικά προϊόντα και έχει καταστεί πιο αυστηρή. Παρόλα αυτά, μέχρι και το 2012 είχε την 3η μεγαλύτερη κατά κεφαλήν κατανάλωση φαρμακευτικών προϊόντων στην Ευρώπη σε αξίες.
Φάρμακα-γιατροί
Το φαινόμενο αυτό εξηγείται εν μέρει από την απροθυμία αποδοχής των γενόσημων προϊόντων. «Φαίνεται πως φαρμακοποιοί (και γιατροί;) δεν ενδιαφέρονται να επικοινωνήσουν στους ασθενείς ότι τα γενόσημα είναι ισότιμα των πρωτότυπων φαρμάκων. Αυτό που άλλαξε στην Ελλάδα είναι η ετοιμότητα στην υιοθέτηση νέων φαρμάκων» σημειώνεται στη μελέτη. Επιμέρους δείκτης της ανάλυσης, αυτός που αφορά τα νέα φάρμακα για την αρθρίτιδα, αποδεικνύει ότι η Ελλάδα σε ορισμένες περιπτώσεις έχει δραστικά αλλάξει την προηγούμενη γενναιόδωρη αντιμετώπισή της στην εισαγωγή καινοτόμων, ακριβών φαρμάκων. Επίσης, η Ελλάδα παραμένει πρώτη στην Ευρώπη με μεγάλη διαφορά στον αριθμό γιατρών ανά κάτοικο, ενώ έχει και τον υψηλότερο αριθμό φαρμακοποιών κατά κεφαλήν. Ωστόσο, η εικόνα της ελληνικής υγειονομικής περίθαλψης δεν δείχνει κανένα είδος υγιούς ανταγωνισμού για την παροχή υψηλού επιπέδου υπηρεσιών υγείας.
Καταλήγοντας, η έκθεση αναφέρει ότι «φαίνεται σχεδόν υπερφυσικό η Ελλάδα να μπορέσει να κρατήσει τον τεράστιο αριθμό γιατρών και φαρμακοποιών (έκθεση από το 2013 δίνει περισσότερους από 6 γιατρούς ανά 1.000 κατοίκους), εκτός αν υποστούν πολύ σημαντική μείωση του εισοδήματος».