Σύμφωνα με πρόσφατη παγκόσμια έρευνα της LHH, παρά το γεγονός ότι οι εταιρείες αντιμετωπίζουν πρωτοφανείς προκλήσεις στην εύρεση εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού, μόνο οι μισοί από τους εργοδότες σε όλο τον κόσμο εφαρμόζουν μακροχρόνιες στρατηγικές ανάπτυξης ταλέντων για το εργατικό δυναμικό τους. Η έρευνα της LHH πραγματοποιήθηκε σε ένα δείγμα 2.100 στελεχών Ανθρώπινου Δυναμικού στον Καναδά, τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και την Αυστραλία.
Σύμφωνα με την έρευνα, λιγότερες από τις μισές εταιρείες (47,2 %) εστιάζουν την προσοχή τους στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων των εργαζομένων τους για να τους προετοιμάσουν για τις θέσεις εργασίας που θα ανοίξουν στον οργανισμό μελλοντικά, κάτι που είναι απαραίτητο για να μπορέσουν οι εργαζόμενοι να παραμείνουν απασχολήσιμοι και παραγωγικοί. Ειδικά, στην περίπτωση κατάργησης θέσεων λόγω της εξέλιξης του κόσμου της εργασίας και της επικράτησης της τεχνολογίας, οι εργαζόμενοι είναι απαραίτητο να επανεκπαιδεύονται και να αποκτούν δεξιότητες χρήσιμες σε άλλους τομείς για να μπορέσουν να ανακατευθυνθούν σε νέους ρόλους εντός των οργανισμών.
Παράλληλα, σχεδόν το 40% (38,6%) των υπευθύνων λήψης αποφάσεων για θέματα Ανθρώπινου Δυναμικού (HR) σε εταιρείες που δεν έχουν προγράμματα επαναπροσδιορισμού δεξιοτήτων, δηλώνουν ότι απλώς δεν τα έχουν εξετάσει (38,6%). Επιπλέον, μόνο το 33,5% όλων των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι η εταιρεία τους είναι σε θέση να διαχειριστεί και να υλοποιήσει αποτελεσματικά προγράμματα επαναπροσδιορισμού και αναβάθμισης δεξιοτήτων.
«Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ προέβλεψε ότι 85 εκατομμύρια άνθρωποι θα μπορούσαν να εκτοπιστούν από τις τρέχουσες θέσεις εργασίας λόγω των εξέλιξης της Τεχνητής Νοημοσύνης», δηλώνει η Κατερίνα Βουρλογιάννη, Talent Development Director, LHH. «Ταυτόχρονα όμως, το 85% όλων των θέσεων εργασίας που θα υπάρχουν το 2030 δεν έχουν επινοηθεί ακόμη. Ο εντοπισμός των απαραίτητων δεξιοτήτων για το μέλλον και η επένδυση σε στρατηγικές επαναπροσδιορισμού και αναβάθμισής τους είναι οι πιο αποτελεσματικοί τρόποι κάλυψης των μελλοντικών αναγκών των οργανισμών σε ταλέντα και μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία ενός ανθεκτικού εργατικού δυναμικού.»
Εκτός από την πανδημία COVID-19, την κλιματική αλλαγή και τις αυξανόμενες απαιτήσεις για διαφορετικότητα στον χώρο της εργασίας, οι εταιρείες πρέπει ακόμη να αντιμετωπίσουν τον σημαντικό αντίκτυπο της τεχνητής νοημοσύνης και της μηχανικής μάθησης. Στο παρελθόν, οι εταιρείες μπορούσαν να απομακρύνουν άτομα με ξεπερασμένες δεξιότητες και στη συνέχεια να τα αντικαταστήσουν με άλλους εργαζομένους που διέθεταν τα κατάλληλα ταλέντα για να καλύψουν τις ανάγκες του οργανισμού.
Με την παγκόσμια έλλειψη που παρατηρείται σε στελέχη με τις αναγκαίες δεξιότητες για τη σημερινή και μελλοντική αγορά εργασίας, αυτό δεν είναι πλέον αποτελεσματικό. Οι εταιρείες θα πρέπει να επανεξετάσουν τη στρατηγική και το πλάνο ανάπτυξης του Ανθρώπινου Δυναμικού τους για να εξασφαλίσουν πως θα έχουν στο εγγύς αλλά και στο απώτερο μέλλον πρόσβαση στα ταλέντα που θα τις βοηθήσουν να παραμείνουν βιώσιμες.