Η πρόσφατη αύξηση των ασφαλισμένων οχημάτων για φυσικές καταστροφές στο 39% του συνόλου, λίγους μόλις μήνες μετά την υποχρεωτική εφαρμογή του μέτρου την 1η Ιουνίου 2025, αποτελεί ένα ενθαρρυντικό αλλά και αποκαλυπτικό στοιχείο για τη σχέση των Ελλήνων με την ασφάλιση. Για πρώτη φορά, το κράτος επέβαλε με νόμο την υποχρεωτική κάλυψη έναντι δασικών πυρκαγιών και πλημμυρών – δύο κινδύνων που δεν αποτελούν πια απλές «εξαιρέσεις», αλλά μόνιμες πραγματικότητες σε μια χώρα που δοκιμάζεται διαρκώς από την κλιματική κρίση.
Ωστόσο, πίσω από τα ποσοστά κρύβεται μια βαθύτερη συζήτηση: Πόσο έτοιμη είναι η ελληνική κοινωνία να αντιμετωπίσει συλλογικά τις συνέπειες των φυσικών φαινομένων; Και πόσο συνειδητά προσεγγίζουμε την έννοια της πρόληψης;
Η έρευνα της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος (ΕΑΕΕ), που κάλυψε το 99% της αγοράς, δείχνει ότι η ασφαλιστική συνείδηση αρχίζει να αλλάζει, έστω και υπό πίεση. Οι πολίτες, βλέποντας τις καταστροφές να αγγίζουν ολοένα και πιο κοντά την καθημερινότητά τους –από τις πυρκαγιές της Ρόδου και της Πάρνηθας έως τις πλημμύρες στη Θεσσαλία– συνειδητοποιούν πως η ασφάλιση δεν είναι πολυτέλεια, αλλά εργαλείο επιβίωσης και οικονομικής σταθερότητας.
Παρά ταύτα, η πρόοδος αυτή δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Η κάλυψη για σεισμό, που παραμένει προαιρετική, αποκαλύπτει την αντίφαση: ενώ η Ελλάδα είναι από τις πιο σεισμογενείς χώρες της Ευρώπης, η πλειονότητα των ιδιοκτητών επιλέγει να μην ασφαλίζει τα οχήματα ή τις κατοικίες τους έναντι του κινδύνου αυτού. Πρόκειται για μια ένδειξη ότι η αλλαγή κουλτούρας απαιτεί περισσότερο από νομικές ρυθμίσεις· χρειάζεται ενημέρωση, διαφάνεια και κυρίως εμπιστοσύνη στις ασφαλιστικές και στους θεσμούς.
Η υποχρεωτική ασφάλιση για πυρκαγιά και πλημμύρα είναι ένα πρώτο, αναγκαίο βήμα. Δεν είναι όμως πανάκεια. Η Πολιτεία οφείλει να το συνοδεύσει με πολιτικές πρόληψης – από τη διαχείριση των δασών και την αντιπλημμυρική προστασία, έως τον καλύτερο συντονισμό σε περιπτώσεις κρίσεων. Γιατί καμία ασφάλιση, όσο πλήρης κι αν είναι, δεν μπορεί να αναπληρώσει την απουσία πρόληψης και σχεδίου.
Στο τέλος της ημέρας, το ερώτημα δεν είναι αν θα πλημμυρίσει ξανά η Θεσσαλία ή αν θα καεί ξανά ένα νησί. Το ερώτημα είναι αν θα είμαστε προετοιμασμένοι – όχι μόνο να αποζημιώσουμε τις ζημιές, αλλά να μειώσουμε τις συνέπειές τους. Και αυτό προϋποθέτει κάτι πολύ πιο βαθύ από μια ασφαλιστική υποχρέωση: προϋποθέτει ωριμότητα.













