του Νίκου Βαγιάννη, Ταμίας του ΣΕΜΑ
Με την έλευση του 2025, συμπληρώνουμε ήδη το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από ραγδαίες αλλαγές και εξελίξεις με πρωτόγνωρη ταχύτητα. Στο ξεκίνημα κάθε έτους, θέτουμε στόχους, προσδοκίες και οράματα, ενώ εξετάζουμε σχέδια υλοποίησης και αντιμετωπίζουμε ανησυχίες για τις προκλήσεις που θα φέρει κάθε νέα χρονιά, η οποία είναι αισθητά διαφορετική από την προηγούμενη.
Μέσω μιας προσεγμένης προσέγγισης διαχείρισης ρίσκου, πρέπει να καθοδηγήσουμε τις επιλογές μας λαμβάνοντας υπόψη δύο παράλληλες πραγματικότητες: την Ελλάδα και τον κόσμο, με τις ιδιαιτερότητες και τις αλληλεξαρτήσεις τους. Είναι επιπόλαιο να εστιάζουμε αποκλειστικά στις τοπικές συνθήκες, αγνοώντας τις παγκόσμιες τάσεις, και το αντίστροφο.
Οι κίνδυνοι που καλούμαστε να διαχειριστούμε, είτε βραχυπρόθεσμα είτε μέσω μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής, εντοπίζονται στα παρακάτω πεδία και απαιτούν την προσοχή μας για μια σταθερή και βιώσιμη πορεία.
Δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα και την Ευρώπη και συστήματα υγείας
Μία από τις βασικότερες παραμέτρους κινδύνου που επηρεάζουν την Ελλάδα και τις δυτικές οικονομίες εντοπίζεται στο δημογραφικό πρόβλημα και τη γήρανση του πληθυσμού, με σοβαρές επιπτώσεις στη διατήρηση της ποιότητας ζωής, της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο πληθυσμός της Ευρώπης αναμένεται να μειωθεί από το 6% στο 4% του παγκόσμιου πληθυσμού μέχρι το 2050.
Το 2020, ο μέσος όρος γεννήσεων ήταν 1,5 παιδιά ανά γυναίκα, σε σύγκριση με το 2,1 που απαιτείται για τη διατήρηση του πληθυσμού, ενώ ο πληθυσμός άνω των 65 ετών προβλέπεται να αυξηθεί στο 30% μέχρι το 2050 από το 20% που είναι σήμερα.
Στην Ελλάδα, η κατάσταση είναι ακόμη πιο ανησυχητική. Σύμφωνα με την απογραφή του 2021, το 44,17% του πληθυσμού είναι άνω των 50 ετών και το 29,44% άνω των 60 ετών, γεγονός που υποδεικνύει έναν άμεσο και σοβαρό κίνδυνο για το μέλλον της χώρας. Επιπλέον, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ καταδεικνύουν ότι το επίπεδο φτώχειας παραμένει υψηλό, με το 26,1% του πληθυσμού να ζει κάτω από το όριο της φτώχειας το 2023.
Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι για τις δαπάνες του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ), που έχουν αυξηθεί κατά 74,4% για την περίοδο 2019-2025, καθώς και για τα συνταξιοδοτικά ταμεία, των οποίων οι δαπάνες αναμένεται να υπερβούν τα 33 δισ. ευρώ το 2024. Παρά τη σημαντική αύξηση της ζήτησης για ιδιωτική ασφάλιση υγείας, με αύξηση 8,5% στις ασθένειες και 8,8% στις ασφαλίσεις ζωής το 2023, αυτή η αύξηση δεν φαίνεται να αποτελεί αποτελεσματική λύση στη διαμορφούμενη κατάσταση.
Ειδικότερα, οι δαπάνες για τις Υπηρεσίες Υγείας αυξήθηκαν κατά 3,4% σε ετήσια βάση (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ 10/2024), ενώ τα ασφάλιστρα υγείας παρουσίασαν αύξηση 14%. Επιπλέον, η ΕΑΕΕ ανακοίνωσε αύξηση δαπανών κατά 16,35% και αντίστοιχη αύξηση ασφαλίστρων κατά 9,53% συγκριτικά με το 2022. Ωστόσο, ανησυχία προκαλεί ο ρυθμός των ακυρώσεων, που πλησιάζει το 6%. Οι αυξανόμενες δαπάνες και τα ασφάλιστρα, σε συνδυασμό με τη γήρανση του πληθυσμού και τη μείωση του εισοδήματος, αποτελούν σημαντικά ζητήματα που οι ασφαλιστικές εταιρείες πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά για τη διαχείριση των χαρτοφυλακίων τους στο άμεσο μέλλον.
Χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΑΙ) στη δημιουργία ενός νέου κόσμου
Μία επιπλέον πρόκληση για το 2025 και τα επόμενα χρόνια είναι η μετάβαση στις λειτουργίες μας ως άτομα και επιχειρηματικές οντότητες με τη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης (AI). Η παγκόσμια αγορά AI εκτιμάται σήμερα στα 196 δισ. δολ. και αναμένεται να αυξηθεί σε πάνω από 2,6 τρισ. δολ. στα επόμενα έξι χρόνια, δηλαδή κάθε έτος αναμένεται αύξηση άνω του 120%. Οι χρήστες της τεχνολογίας ξεπερνούν τα 180 εκατομμύρια, με τις μηνιαίες επισκέψεις στο ChatGPT να υπερβαίνουν τα 600 εκατομμύρια.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της PwC, η τεχνολογία AI αναμένεται να δημιουργήσει εισοδήματα αξίας 15,7 τρισ. δολ. μέχρι το 2030, ενισχύοντας τα κρατικά εισοδήματα κατά 26%. Μέχρι το τέλος του 2025, επιπλέον 97 εκατομμύρια άνθρωποι θα χρειαστούν για να καλύψουν τα κενά της αγοράς. Σε πρόσφατη έρευνα, το 83% των επιχειρήσεων έχουν θέσει ως προτεραιότητα τη χρήση του AI στη στρατηγική τους, καθώς αναμένεται να ενισχύσει την παραγωγικότητα κατά 40% μέχρι το 2035.
Ωστόσο, οι προκλήσεις που συνοδεύουν τη νέα πραγματικότητα του AI περιλαμβάνουν τη δυνητική αντικατάσταση του ανθρώπινου δυναμικού από την αυτοματοποίηση, ιδιαίτερα σε τομείς όπως το χονδρεμπόριο, το λιανεμπόριο (44%), η βιομηχανία (46,4%), οι μεταφορές και η αποθήκευση (56,4%). Αυτές οι αλλαγές μπορεί να έχουν σημαντικές δευτερογενείς επιπτώσεις στην κατανάλωση και την οικονομία. Εργαζόμενοι σε απλές χειρωνακτικές εργασίες αναμένεται να δουν μείωση του εισοδήματός τους έως και 70%.
Επιπλέον σημαντικοί κίνδυνοι περιλαμβάνουν την έλλειψη διαφάνειας, που μπορεί να επηρεάσει τη σωστή χρησιμοποίηση των πληροφοριών, και ζητήματα ιδιωτικότητας λόγω της συλλογής και πιθανής εκμετάλλευσης προσωπικών δεδομένων. Επίσης, υπάρχει η πρόκληση της μεροληψίας, καθώς η πλειονότητα των ερευνητών και δημιουργών AI είναι άνδρες από ανεπτυγμένες χώρες. Σε αναφορά της η UNESCO επισημαίνει ότι μόνο 100 από τις 7.000 διαλέκτους έχουν χρησιμοποιηθεί για την εκπαίδευση των κορυφαίων chatbots.
Ένας ακόμα κίνδυνος είναι οι πιθανές χρηματοοικονομικές κρίσεις από τη χρήση AI.
Λανθασμένες εφαρμογές, υπολογιστικοί κανόνες με υπερευαισθησία και η έλλειψη ολοκληρωμένων δεδομένων μπορεί να οδηγήσουν σε λάθη, προκαλώντας πανικό και λανθασμένες στρατηγικές στην αγορά, όπως π.χ. η μαζική πώληση μετοχών ή η λήψη αποφάσεων παροχής πιστώσεων σε επιχειρήσεις ή άτομα από τον ευρύτερο χρηματοοικονομικό τομέα.
Ψηφιακός κόσμος και κυβερνοασφάλεια
Η κυβερνοασφάλεια έχει αναδειχθεί ως μία από τις κορυφαίες προκλήσεις για τις επιχειρήσεις τα τελευταία χρόνια, λόγω της αυξανόμενης ψηφιοποίησης της παγκόσμιας οικονομίας. Η αγορά της κυβερνοασφάλειας αποτιμάται σήμερα στα 16,4 δισ. δολ. και αναμένεται να ξεπεράσει τα 88,8 δισ. δολ. έως το 2032.
Σε πρόσφατο συνέδριο της FERMA στη Μαδρίτη, εκπρόσωπος της Lloyd’s ανέφερε ότι ο αναθεωρημένος κίνδυνος παγκοσμίως εκτιμάται σε περίπου 8,8 τρισ. ευρώ και μπορεί να ανέλθει σε 40 τρισ. ευρώ έως το τέλος του 2030. Είναι εντυπωσιακό ότι το 99% των δηλωμένων ζημιών ετησίως αφορούν μικρές επιχειρήσεις, με έσοδα που δεν ξεπερνούν τα 25 εκατ. ευρώ, και ο μέσος όρος ζημίας διαμορφώνεται περίπου στα 352,000 δολάρια.
Σύμφωνα με την πρόβλεψη, αυτή η τάση θα συνεχιστεί, καθώς οι μικρές επιχειρήσεις συχνά δεν επενδύουν αποτελεσματικά στη διασφάλιση των ψηφιακών τους συστημάτων.
Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι τέτοιες εταιρείες έχουν κατά 50% περισσότερες πιθανότητες να υποστούν κυβερνοεπιθέσεις από ό,τι μεγαλύτερες, ενώ το κόστος των κυβερνοεπιθέσεων παγκοσμίως εκτιμάται ότι ξεπέρασε τα 6 τρισ. δολ. ετησίως το 2022, καθιστώντας τη στρατηγική επένδυση στην κυβερνοασφάλεια απαραίτητη για την επιχειρησιακή επιβίωση και βιωσιμότητα.
Κλιματική αλλαγή: Επιπτώσεις σε ανθρώπους και αγορά
Κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει ότι η ψηφιοποίηση και ο αυτοματισμός έχουν προσφέρει σημαντικά εργαλεία για ανάπτυξη και βελτίωση της πληροφόρησης και της ανάπτυξης εφαρμογών διαχείρισης ρίσκου. Αλλά δεν μπορούμε να παραβλέπουμε τις επιπτώσεις της οικονομικής ανάπτυξης που βασίστηκε στον άνθρακα τα τελευταία 200 χρόνια. Αυτή η προσέγγιση είχε ως αποτέλεσμα την αλλαγή του κλίματος, με άμεσες αρνητικές συνέπειες, πλέον, για την ανθρωπότητα και τις αγορές.
Σήμερα, οι κίνδυνοι από διακοπές εργασιών είτε λόγω φυσικών καταστροφών (Νat Cat) είτε λόγω κυβερνοεπιθέσεων (cyber attacks) είναι ο δεύτερος πιο σημαντικός κίνδυνος στην παγκόσμια αγορά, σύμφωνα με το Allianz Barometer 2024. Για την αγορά των φυσικών καταστροφών η Munich Re εκτιμά τις ζημιές έως τα μέσα του 2024 στα 120 δισ. δολ., με μόλις 62 δισ. δολ. ασφαλισμένα.
Έως το τέλος του 2024 αναμένεται ότι οι ασφαλισμένες απαιτήσεις για αποζημιώσεις θα ξεπεράσουν τα 100 δισ. δολ. Παράλληλα, ο οίκος Moody’s αποτιμά τις οικονομικές επιπτώσεις από φυσικά φαινόμενα στα 291 δισ. δολ., με μόνο 117 δισ. δολ. ασφαλισμένα, ενώ τα υπόλοιπα 174 δισ. δολ. παραμένουν ανασφάλιστα.
Σημειώνεται ότι το 2023 ήταν το θερμότερο έτος στην ιστορία, με αύξηση της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά 1,48°C σε σύγκριση με το 1900. Το καλοκαίρι στην Ευρώπη ήταν το θερμότερο που έχει καταγραφεί, με θερμοκρασία 1,54°C υψηλότερη από τον μέσο όρο της περιόδου 1991-2000, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος. Οι θερμοκρασίες στη Μεσόγειο Θάλασσα ξεπέρασαν τους 28°C τον Αύγουστο, καταρρίπτοντας κάθε προηγούμενο ρεκόρ.
Παρά τις προσπάθειες για μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων, η κατανάλωση συνέχισε να αυξάνεται κατά 8,9%, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις στην COP29. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις πρωτοβουλίες για μια ουδέτερη οικονομία από ορυκτά καύσιμα μέχρι το 2050.
Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος, οι καταστροφές από κλιματικά φαινόμενα μεταξύ του 1980 και του 2023 ανήλθαν στα 738 δισ. δολ. (τιμές 2023). Είναι ενδεικτικό ότι την περίοδο 1980-1989 οι ζημίες ήταν 8,5 δισ. ευρώ, το διάστημα 1990-1999 14,0 δισ. ευρώ, το διάστημα 2000-2009 15,8 δισ. ευρώ, το διάστημα 2010-2019 17,8 δισ. ευρώ και 44,5 δισ. ευρώ την περίοδο 2020-2023. Μια αύξηση 53% από το 2009 στο 2023 με ετήσια μεταβολή 2,9%.
Η ασφάλιση κάλυψε λιγότερο από το 20% αυτών των ζημιών, με την ασφαλιστική κάλυψη να κυμαίνεται σημαντικά μεταξύ των χωρών. Για παράδειγμα, στη Ρουμανία, τη Σλοβενία, την Κύπρο και τη Βουλγαρία η κάλυψη δεν υπερβαίνει το 2%, ενώ στη Δανία, στο Λουξεμβούργο, στο Βέλγιο, στην Ολλανδία και στη Γαλλία ξεπερνά το 35%. Στην Ελλάδα, η ασφαλιστική κάλυψη βρίσκεται κάτω του 5%.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου στο περιοδικό Broker’s Time #78 εδώ
Για περισσότερες πληροφορίες: https://brokerstime.gr/