Ασφαλισμένοι παραπονούνται για μονομερείς ενέργειες σε ασφαλιστήρια συμβόλαια

Φαινόμενα μονομερών ενεργειών από ασφαλιστικές εταιρείες σε συμβάσεις ασφαλιστήριων συμβολαίων καταγγέλθηκαν το έτος 2018 στον Συνήγορο του Καταναλωτή, για τα οποία η ανεξάρτητη Αρχή κλήθηκε να μεσολαβήσει.

Ο ΣτΚ στην έκθεση για τα πεπραγμένα του το 2018 παραθέτει δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις μονομερών ενεργειών.

Ειδικότερα:

Καταναλώτρια προσέφυγε στην Αρχή κατά ασφαλιστικής εταιρείας, επειδή η τελευταία προχώρησε μονομερώς σε καταγγελία του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής που τηρούσε επί 18 χρόνια, λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής των ασφαλίστρων.

Η εταιρεία ισχυρίστηκε ότι απέστειλε στην ασφαλισμένη υπενθύμιση υποχρέωσης καταβολής ασφαλίστρων μέσω συνεργαζόμενης εταιρείας ταχυμεταφορών και ότι με την άπρακτη παρέλευση της τασσόμενης σε αυτήν προθεσμίας, προέβη σε ακύρωση του συμβολαίου.

Ωστόσο, κατά τη φερόμενη ημερομηνία παράδοσης της επιστολής στην ασφαλισμένη, η τελευταία απουσίαζε αποδεδειγμένα στο εξωτερικό, ενώ, στο πλαίσιο επικοινωνίας της Αρχής με την εταιρεία ταχυμεταφορών, δεν διαπιστώθηκε η ταυτότητα του προσώπου, στο οποίο επιδόθηκε η εν λόγω επιστολή, ούτε εάν αυτό το πρόσωπο είχε εξουσιοδότηση να την παραλάβει ή εάν, εν κατακλείδι, η επιστολή κατέληξε εις γνώση της ασφαλισμένης, ώστε οι περιεχόμενες σε αυτήν δηλώσεις να παράγουν τη σκοπούμενη νομική ενέργεια, δηλαδή την ακύρωση της ασφαλιστικής σύμβασης.

Η δήλωση της καταγγελίας για τη λύση της σύμβασης ασφάλισης θεωρείται συντελεσθείσα όχι απλώς από την αποτύπωσή της στον εξωτερικό κόσμο, αλλά από την παραλαβή της. Για να παραγάγει τα αποτελέσματά της, είναι αναγκαία η περιέλευσή της στον νόμιμο παραλήπτη, ενώ απαιτείται να περιέχεται σε έγγραφο και, μάλιστα, συστημένο ή επί αποδείξει. Σε περίπτωση, δε, συστημένης επιστολής, δεν αρκεί η εγχείρηση από τον ταχυδρόμο της γραπτής ειδοποίησης στον παραλήπτη ή η ρίψη του ειδοποιητηρίου ή της επιστολής στο γραμματοκιβώτιό του, αλλά απαιτείται η παραλαβή της επιστολής αυτοπροσώπως, οπότε έτσι εξασφαλίζεται η δυνατότητα γνώσης του περιεχομένου της.

Δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε η αυτοπρόσωπη παραλαβή της επίμαχης ειδοποίησης από την καταναλώτρια, η αποστολή της επιστολής από την εταιρεία και η τυχόν παραλαβή της από τρίτο πρόσωπο ή η τυχόν ρίψη αυτής στο γραμματοκιβώτιο του παραλήπτη δεν αποτελεί, κατά τα προεκτεθέντα, έγκυρη κοινοποίηση στην ασφαλισμένη γραπτής δήλωσης καταγγελίας της μεταξύ τους ασφαλιστικής σύμβασης.

Επιπροσθέτως, η Αρχή εκτίμησε ότι η ακύρωση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου αποτελεί ένα δυσανάλογα επαχθές για την ασφαλισμένη μέτρο, σε σχέση με τα ασφάλιστρα που ανελλιπώς έχει καταβάλει στην ασφαλιστική εταιρεία επί 18 συναπτά έτη, σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι δεν διαπιστώθηκε η πραγματοποίηση προηγούμενης τηλεφωνικής ή άλλης επικοινωνίας από υπάλληλο της εταιρείας, προκειμένου να της υπενθυμίσει την οφειλή της, αλλά ούτε και από την ασφαλίστριά της, στην οποία η εταιρεία είχε αναθέσει τη διαχείριση του συμβολαίου της, προκείμενου να την ενημερώσει σχετικά με την επικείμενη ακύρωσή του.

Ο Συνήγορος του Καταναλωτή απηύθυνε έγγραφη Σύσταση για την επαναφορά του συμβολαίου σε ισχύ, την οποία η εταιρεία έκανε αποδεκτή.

Σε άλλη περίπτωση, ο Συνήγορος του Καταναλωτή απηύθυνε έγγραφη Σύσταση σε ασφαλιστική εταιρεία, λόγω της μονομερούς και χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του αντισυμβαλλόμενου ασφαλισμένου αφαίρεσης της συμπληρωματικής κάλυψης της Ημερήσιας Αποζημίωσης για Πρόσκαιρη Ανικανότητα από το ετησίως ανανεούμενο ατομικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο υγείας του.

Σύμφωνα με τη σχετική αναφορά, ο ασφαλισμένος πληροφορήθηκε την αφαίρεση της ανωτέρω κάλυψης, όταν, ύστερα από ατύχημα που είχε, υπέβαλε σχετικό αίτημα αναγγελίας και διεκδίκησε, ανεπιτυχώς, την προβλεπόμενη από το ανωτέρω προσάρτημα αποζημίωση. Στο επίμαχο ασφαλιστήριο συμβόλαιο είχε συμφωνηθεί παρέκκλιση σχετικά με το δικαίωμα της εταιρείας για τροποποίηση των όρων του. Ειδικότερα, είχε συμφωνηθεί ότι η εταιρεία δεν δικαιούται να αλλάξει τους όρους του συμβολαίου, χωρίς προηγουμένως να δώσει στον ασφαλισμένο το δικαίωμα να συνεχίσει την ασφάλισή του με τους ίδιους όρους που ίσχυαν πριν από την τροποποίηση.

Στο πλαίσιο αυτό, ο Συνήγορος του Καταναλωτή διατύπωσε την άποψη ότι τυχόν αφαίρεση της επίμαχης κάλυψης θα νοείτο είτε με τη σύναψη νέας ασφαλιστικής σύμβασης, αφού θα είχε προηγηθεί υποβολή νέας αίτησης ασφάλισης εκ μέρους του ασφαλισμένου στη βάση όλων των αναγκαίων πληροφοριών που θα του είχε παράσχει η εταιρεία, είτε με την έκδοση πρόσθετης πράξης, κατόπιν κοινής συμφωνίας των αντισυμβαλλομένων μερών, προϋποθέσεις, όμως, που δεν συνέτρεξαν εν προκειμένω.

Η εταιρεία επικαλέστηκε τη δυνατότητα μονομερούς τροποποίησης του συμβολαίου που της επιφυλάσσει όρος που, ως ειδικότερος, θεωρείται ότι κατισχύει της παρέκκλισης. Ωστόσο, ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός από την Αρχή, λόγω του ότι η παρέκκλιση δεν συνιστά ειδικό όρο του συμβολαίου, αλλά ειδικότερη εξατομικευμένη συμφωνία, διάφορη των ειδικών όρων του συμβολαίου, που κατισχύει του συνόλου των όρων αυτού, τόσο των γενικών όσο και των ειδικών.

Επομένως, η παρέκκλιση του συμβολαίου συνιστά ουσιώδες, κρίσιμο στοιχείο της σύμβασης, στο οποίο στηρίχτηκε η σύναψή της. Ο Συνήγορος του Καταναλωτή έκρινε ότι η αφαίρεση της επίμαχης κάλυψης από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο έγινε κατά παράβαση των όσων προβλέπονται στην ασφαλιστική σύμβαση, καθώς η εταιρεία προέβη σε τροποποίηση των όρων μονομερώς, ήτοι χωρίς να δώσει το δικαίωμα στον ασφαλισμένο να συνεχίσει την ασφάλισή του με τους ίδιους όρους που ίσχυαν πριν από την αλλαγή.