νόμος, ψηφία, γράμματα, νομοθεσία, δικαιοσύνη

Υπεξαίρεση, πλαστογραφία και αναβολή δίκης λόγω εκκρεμοδικίας

Αναβολή Ποινικής Δίκης λόγω εκκρεμοδικίας στα Πολιτικά ή Διοικητικά Δικαστήρια

Η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης κατά το άρθρο 61 του ΚΠΔ, λόγω εκκρεμούς δίκης στο πολιτικό δικαστήριο, ή κατ’ αναλογία στο διοικητικό δικαστήριο, που έχει σχέση με την ποινική δίκη, πρέπει να είναι περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, παρά το ότι η παραδοχή ή η απόρριψη τέτοιας αιτήσεως έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου.

Διαφορετικά ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως.

Το αίτημα της αναβολής πρέπει να υποβληθεί κατά τρόπο ορισμένο, δηλαδή να προσδιορίζεται το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η πολιτική δίκη, το εισαγωγικό δικόγραφο στης δίκης αυτής, οι διάδικοι που μετέχουν σ’ αυτήν, το ζήτημα το οποίο εκκρεμεί και πρόκειται να κριθεί εκεί και η σχέση του ζητήματος αυτού προς την κατηγορία που εκκρεμεί στο ποινικό δικαστήριο.

Εν προκειμένω με την κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση κρίθηκε ότι το υποβληθέν αίτημα ήταν αόριστο, αφού δεν αναφέρονται τα ανωτέρω στοιχεία. Επομένως, το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει στο αίτημα αυτό, πολύ δε περισσότερο να αιτιολογήσει ειδικώς και εμπεριστατωμένως την απόρριψή του. Επομένως, κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 Δ ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως.

Υπεξαίρεση – Πλαστογραφία σε σχέση αληθούς πραγματικής συρροής

Υπαίτιος υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος (στη περίπτωση που το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ), καθίσταται και ο διαχειριστής ξένης περιουσίας, ο οποίος ενεργεί όχι απλώς υλικές αλλά και νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, δηλαδή για λογαριασμό του, την οποία εξουσία μπορεί να έλκει είτε από το νόμο, είτε από σύμβαση χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται και από τη δημιουργία απλώς μιας πραγματικής καταστάσεως.

Τα εγκλήματα της υπεξαίρεσης και της πλαστογραφίας είναι αυτοτελή και διαφέρουν μεταξύ τους λόγω της διαφορετικότητας του πληττόμενου με καθένα από αυτά εννόμου αγαθού. Ενόψει τούτου αλλά και γιατί το καθένα από αυτά δεν αποτελεί μέσο τελέσεως ή αναγκαία συνέπεια του άλλου τελούν μεταξύ τους σε σχέση αληθούς πραγματικής συρροής και όταν ακόμη η πλαστογραφία διαπράττεται προς συγκάλυψη της υπεξαιρέσεως.

Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο.

Η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, δεν αποτελούν λόγο αναιρέσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Οι αρνητικοί της κατηγορίας ισχυρισμοί καθώς και αυτοί που αποτελούν απλά υπερασπιστικά επιχειρήματα, δεν είναι αυτοτελείς και επομένως το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει σ’ αυτούς και μάλιστα αιτιολογημένα.

Ιστορικό

Εν προκειμένω, ότι ο κατηγορούμενος, ο κατηγορούμενος, οικονομολόγος, ανέλαβε δυνάμει συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου την οικονομική διαχείριση της πολιτικώς εναγούσης ανωνύμου εταιρείας, θυγατρικής εταιρείας της εταιρείας του ευρύτερου δημόσιου τομέα με την επωνυμίαν “… Α.Ε.” Εκμεταλλευόμενος τις τεχνικές δυνατότητες τις οποίες του παρείχε το ηλεκτρονικό σύστημα συναλλαγών, έχων την ευχέρεια, λόγω της ιδιότητός του να δίδει εντολές πληρωμής μέσω WEB με διαθέσιμα κεφάλαια του τηρουμένου τραπεζικού λογαριασμού της πολιτικώς εναγούσης σε τραπεζική εταιρεία, αφαίρεσε χωρίς την συναίνεση της συνολικό ποσόν 792.708,61 € με κατάθεση σε προσωπικό του τραπεζικό λογαριασμό αλλά και τρίτων, το οποίο ενσωμάτωσε εις την περιουσία του και ιδιοποιήθηκε παρανόμως, αρνούμενος εις την απόδοση παρά την γενόμενη προς τούτο όχληση, ότε τυχαίως και κατά την απουσίαν του ανεκαλύφθη από τον διευθύνοντα σύμβουλον της πολιτικώς εναγούσης ανωνύμου εταιρείας το έλλειμμα εις τον προδιαληφθέντα λογαριασμόν της και αμέσως εκλήθη εις το διοικητικό συμβούλιον της παθούσης και εδέχθη ότι υπεξήρεσε το ποσόν των 752.000€ “για να καλύψει δικά του δάνεια”

Ηθική Βλάβη πολιτικώς ενάγοντος

Ο παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία πρέπει, κατά το άρθρο 84 του ΚΠΔ, να περιέχει, με ποινή το απαράδεκτο, συνοπτική έκθεση της υποθέσεως, για την οποία παρίσταται κάποιος ως πολιτικώς ενάγων, και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα της παραστάσεως, δηλαδή, αν ζητείται αποζημίωση για υλική ζημία ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Η δήλωση ότι παρίσταται κάποιος ως πολιτικώς ενάγων “για χρηματική ικανοποίηση” αρκεί και είναι ορισμένη. Για το νομότυπο της παραστάσεως δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνεται ο ιδιαίτερος τρόπος προκλήσεως της ηθικής βλάβης. Το επιτρεπτό της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από το περιεχόμενο της απαιτήσεως που περιέχει η δήλωσή του και από το κατηγορητήριο που διαλαμβάνει την άδικη πράξη, ενώ η ουσιαστική βασιμότητα της αξιώσεως από την αποδεικτική διαδικασία. Η δήλωση δε παραστάσεως πολιτικής αγωγής, όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν είναι αναγκαίο να περιέχει όλα τα ανωτέρω στοιχεία, αφού κρίνεται στο πλαίσιο, το οποίο διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό.

Προβολή αιτήματος μείωσης ποινής λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων

Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχ. α’ και δ’ , ήτοι το ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (84 παρ. 2 α’ ΠΚ) και ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια (84 παρ. 2 δ’ ΠΚ).

Για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου δεν αρκεί ούτε το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση της πράξεως, ούτε η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά, με τη δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό, αλλ’ απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά.

Εξάλλου, για να συντρέξει η ελαφρυντική περίσταση της ειλικρινούς μετάνοιας του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. δ’ ΠΚ, πρέπει η μεταμέλεια του υπαιτίου όχι μόνο να είναι ειλικρινής αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλαδή να συνδυάζεται με συγκεκριμένα περιστατικά , τα οποία δείχνουν ότι αυτός μεταμελήθηκε και για το λόγο αυτό επιζήτησε, ειλικρινά και όχι προσχηματικά, να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του.

Όταν συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά, το δικαστήριο, όμως, κατά την επιμέτρησή της, λαμβάνει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 85 του ΠΚ.

Διαβάστε περισσότερα εδώ

Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου – Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «Ο Σόλων»

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*