Μελέτη για την Φερεγγυότητα ΙΙ στο Οικονομικό Δελτίο της ΤτΕ

Κυκλοφόρησε σύμφωνα με σημερινή ενημέρωση από το Γραφείο Τύπου της ΤτΕ το 44ο τεύχος (Δεκέμβριος 2016) του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος. Μεταξύ των μελετών που δημοσιεύονται στο Οικονομικό Δελτίο,  η μελέτη του Ιωάννη Χατζηβασίλογλου  με θέμα “Εισαγωγή στη Φερεγγυότητα ΙΙ των (αντ)ασφαλιστικών επιχειρήσεων”

Η μελέτη προσφέρει μια, κατά το δυνατόν μη τεχνική, επισκόπηση του εποπτικού πλαισίου της Φερεγγυότητας ΙΙ (Solvency ΙΙ), δηλαδή των νέων απαιτήσεων φερεγγυότητας, τις οποίες από την 1η Ιανουαρίου 2016 οφείλουν να πληρούν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η Φερεγγυότητα II έχει σχεδιαστεί ώστε να είναι ένα σύγχρονο, καινοτόμο και φιλελεύθερο καθεστώς προληπτικής εποπτείας. Ο κύριος στόχος της είναι η ενίσχυση της προστασίας των ασφαλισμένων. Επιπλέον στόχοι της είναι η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η δημιουργία δίκαιων και σταθερών αγορών, καθώς και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση της αγοράς ιδιωτικής ασφάλισης.

Πρόκειται για ενιαίο και κοινό ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο εποπτείας, στο οποίο τους βασικούς ρόλους κατέχουν αφενός η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (European Insurance and Occupational Pensions Authority – EIOPA) και αφετέρου η Τράπεζα της Ελλάδος και οι αντίστοιχες αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές στα άλλα κράτη-μέλη. Συνεπώς, η κατάσταση φερεγγυότητας των (αντ)ασφαλιστικών επιχειρήσεων σε όλες τις χώρες της ΕΕ είναι πλέον άμεσα συγκρίσιμη. Η λειτουργία των ευρωπαϊκών ομίλων απλοποιείται σημαντικά, καθώς αντιμετωπίζουν πλέον ένα κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο, ανεξάρτητα από τη χώρα όπου δραστηριοποιούνται, με αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους λειτουργίας τους και τη δυνατότητα εκμετάλλευσης οικονομιών κλίμακας σε διακρατικό επίπεδο.

Η Φερεγγυότητα II εδράζεται σε ένα σύστημα τριών πυλώνων, που αποτελείται από (i) τις ποσοτικές απαιτήσεις, (ii) τις ποιοτικές απαιτήσεις, οι οποίες σχετίζονται κυρίως με τις απαιτήσεις διακυβέρνησης και εποπτείας, και (iii) την εποπτική αναφορά και τη δημοσιοποίηση πληροφοριών. Επιπλέον, εισάγει μια νέα θεώρηση της ασφαλιστικής επιχείρησης ως χρηματοοικονομικού οργανισμού που σκοπό έχει, μέσω της μεγιστοποίησης του κέρδους των μετόχων του, να προσφέρει προστασία στους ασφαλισμένους. Οι δε ασφαλιστικές συμβάσεις θεωρούνται ως χρηματοοικονομικά εργαλεία. Η νέα αυτή οπτική είναι καθοριστική για τον τρόπο με τον οποίο μια (αντ)ασφαλιστική επιχείρηση αποτιμά και διαχειρίζεται τους κινδύνους της, καθώς η αποτίμηση γίνεται πλέον με μεθόδους συνεπείς με τις αγορές (market consistent valuations), ενώ ως κριτήριο για τη φερεγγυότητα μιας επιχείρησης καθορίζεται το μέγεθος του συνολικού (αθροιστικού) κινδύνου που αυτή αναλαμβάνει.

Εν κατακλείδι, τόσο οι ίδιες οι (αντ)ασφαλιστικές επιχειρήσεις όσο και οι εποπτικές αρχές διαθέτουν πλέον πιο αξιόπιστα εργαλεία για να επιμετρούν και να παρακολουθούν τη φερεγγυότητα των (αντ)ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ούτως ώστε οι όποιες αποφάσεις να λαμβάνονται σε καίριο χρόνο. Επιπρόσθετα, μέσω της πρόβλεψης για δημοσιοποίηση από τις ίδιες τις επιχειρήσεις αναλυτικών στοιχείων για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική τους κατάσταση ενισχύεται η διαφάνεια τόσο προς τους ασφαλισμένους όσο και προς τυχόν μελλοντικούς επενδυτές που θα θελήσουν να αναλάβουν το χαρτοφυλάκιο ασφαλίσεών τους.

Το τεύχος του Οικονομικού Δελτίου είναι διαθέσιμο εδώ.