του Κυριάκου Μερελή*
Ο κλάδος ασφάλισης υγείας είναι ένας από τους σημαντικότερους κλάδους της ιδιωτικής ασφάλισης, ο οποίος, ιδιαίτερα μετά την πανδημία του κορωνοϊού, παρουσιάζει συνεχώς αυξητικές τάσεις. Η κατάρρευση του ΕΣΥ μετά την πανδημική κρίση, την οποία κλήθηκε να αντιμετωπίσει εξολοκλήρου μόνο του, χωρίς την ουσιαστική συμβολή του ιδιωτικού τομέα υγείας, είχε ως αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι πολίτες να στρέφονται στην ιδιωτική ασφάλιση και σε ιδιωτικές δομές υγείας.
Οι τελευταίες, εκμεταλλευόμενες τη δεδομένη συγκυρία και προκειμένου να αυξήσουν τα κέρδη τους, προβαίνουν σε αυξήσεις των χρεώσεών τους τόσο απέναντι στους ιδιώτες ασθενείς τους όσο και προς τις ασφαλιστικές εταιρείες. Ως συνέπεια των παραπάνω πρακτικών των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων, οι ασφαλιστικές εταιρείες είναι αναγκασμένες να προβαίνουν σε αυξήσεις των ασφαλίστρων, ώστε να διατηρήσουν τη βιωσιμότητά τους. Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι πώς οι ανατιμήσεις αυτές επηρεάζουν την ανάπτυξη της αγοράς και ποιες είναι οι αντιδράσεις των εμπλεκόμενων μερών.
Το 2023, ο κλάδος υγείας έκλεισε με αύξηση 28%. Η αύξηση αυτή συνδέεται, πέρα από την αναγκαιότητα, και με την αβεβαιότητα που επικρατεί για την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας από το δημόσιο σύστημα υγείας, αναγκάζοντας όλο και περισσότερους πολίτες να αναζητήσουν ποιοτικές υπηρεσίες υγειονομικής φροντίδας μέσω της ιδιωτικής ασφάλισης.
Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ότι υπάρχουν πολύ μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης του κλάδου υγείας, καθώς ο Έλληνας πληρώνει διπλάσια ποσά από την τσέπη του για την υγεία του σε σχέση με τον μέσο Ευρωπαίο.
Συγκεκριμένα, από τα 16,7 δισεκατομμύρια που δαπανήθηκαν το 2021 για την υγεία στη χώρα μας, μόνο τα 700 εκατομμύρια πληρώθηκαν από την ιδιωτική ασφάλιση, ενώ τα 5,5 δισεκατομμύρια πληρώθηκαν ιδιωτικά, από τις τσέπες των Ελλήνων.
Η γενικότερη θετική εικόνα του εν λόγω κλάδου επισκιάζεται από τις τσουχτερές αυξήσεις στα ασφάλιστρα, οι οποίες αγγίζουν το 14% σε σχέση με πέρυσι και υπερβαίνουν κατά πολύ τον πληθωρισμό. Το φαινόμενο αυτό δυσκολεύει τις ασφαλιστικές εταιρείες να διατηρήσουν τα ασφάλιστρα σε λογικά επίπεδα.
Επιπλέον, η αύξηση των ασφαλίστρων οδηγεί σε αδιέξοδο τους ασφαλισμένους, οι οποίοι καλούνται να πληρώσουν υψηλότερα ασφάλιστρα για τις ίδιες καλύψεις, ενώ τα εισοδήματά τους παραμένουν τα ίδια ή και μικρότερα σε σχέση με το παρελθόν. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε δυσκολίες στην ανανέωση των ασφαλιστηρίων συμβολαίων υγείας, ακόμα και στην ακύρωσή τους, σε ποσοστό που ξεπερνά το 12%.
Η απουσία δε κρατικού ελέγχου ευνοεί την ανεξέλεγκτη τιμολογιακή πολιτική των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων έναντι των ασφαλιστικών εταιρειών, με χρεώσεις που υπερβαίνουν κατά πολύ τον πληθωρισμό και δυσκολεύουν τις ασφαλιστικές εταιρείες να διατηρήσουν τα ασφάλιστρα σε λογικά επίπεδα. Αυτό επηρεάζει άμεσα τους ασφαλισμένους, οι οποίοι βλέπουν τις αυξήσεις να μετακυλίονται στα ασφάλιστρά τους.
Ενδεικτικό της κατάστασης είναι το γεγονός ότι η διαφοροποίηση των τιμών των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων μεταξύ ασφαλισμένων με ιδιωτική ασφάλιση και χωρίς αυτήν ανέρχεται έως και σε 50%, καθιστώντας αυτήν την κατάσταση ακόμη πιο προβληματική, δημιουργώντας παράλληλα εύλογα ερωτήματα.
Η κυριαρχία ολιγοπωλιακών σχημάτων στον χώρο των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων δυσχεραίνει τη θέση των ασφαλιστικών εταιρειών στις διαπραγματεύσεις, οι οποίες αναγκάζονται να αποδέχονται τις αυξήσεις.
Παράλληλα, η επιβολή ΦΠΑ 24% στις υπηρεσίες υγείας βαραίνει ασφυκτικά το κόστος των ασφαλίστρων, καθιστώντας τα ασύγκριτα υψηλότερα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Για να αντιμετωπιστούν αυτές οι προκλήσεις, οι ασφαλιστικές εταιρείες πρέπει να λάβουν υπόψη τις ανάγκες και τις δυσκολίες των ασφαλισμένων τους. Οι ανατιμήσεις σε υπηρεσίες και αγαθά είναι πάντα δυσάρεστες για τον καταναλωτή. Ειδικά, όταν εμφανίζονται σχεδόν εκβιαστικές, καθώς:
-γίνονται χωρίς τη συναίνεση των ασφαλισμένων,
-είναι μεγάλες και επαναλαμβάνονται κάθε έτος,
-τα εισοδήματα του ασφαλισμένου είναι οριακά και δεν υπάρχει δυνατότητα ανάλογης αύξησης,
-ο χώρος της ιδιωτικής ασφάλισης είναι ολιγοπωλιακός και εξ αυτού, ειδικά οι ασφαλισμένοι μεγαλύτερης ηλικίας, δεν έχουν εναλλακτικές επιλογές και δύσκολα θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν κάλυψη από άλλη ασφαλιστική εταιρεία.
Σε κάθε περίπτωση, τα όποια προβλήματα των ασφαλιστικών εταιρειών δεν μπορούν να μετακυλίονται στους ασφαλισμένους, με αιφνιδιαστικές και μονομερείς αλλαγές των ασφαλιστηρίων συμβολαίων.
Επομένως, είναι σημαντικό να εξεταστούν εναλλακτικές λύσεις, όπως η διαπραγμάτευση με τα ιδιωτικά νοσοκομεία για πιο συμφέρουσες τιμές, η αναζήτηση συνεργασίας με τα δημόσια νοσοκομεία και η μείωση της φορολογίας στις υπηρεσίες υγείας.
Επίσης, είναι σημαντικό να διατηρηθεί η διαφάνεια, η ειλικρίνεια και η επικοινωνία με τους ασφαλισμένους. Οι ασφαλιστικές εταιρείες πρέπει να εξηγήσουν στους ασφαλισμένους τους τούς λόγους πίσω από τις αυξήσεις στα ασφάλιστρα και να προσφέρουν λύσεις που να τους βοηθούν να διατηρήσουν την κάλυψη υγείας.
*Ο Κυριάκος Μερελής είναι ασφαλιστικός και χρηματοοικονομικός σύμβουλος, αντιπρόεδρος του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC HELLAS) και υπεύθυνος Συμβουλευτικής Υποστήριξης Επιχειρήσεων του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης (ΕΕΘ).
Aπό το περιοδικό Insurance World