Tου Κώστα Αθανασάκη, οικονομολόγου Υγείας, Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας
Οι άμεσες και έμμεσες οικονομικές επιπτώσεις των ρευματικών παθήσεων, και ιδιαιτέρως της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, αλλά και οι δυνατότητες παρέμβασης
Οι ρευματικές παθήσεις, μια κατηγορία νοσημάτων που συνοδεύονται από χρόνιες επιπτώσεις στη ζωή των πασχόντων, αποτελούν σήμερα ένα από τα μείζονα προβλήματα της δημόσιας υγείας, αλλά και της πολιτικής, του σχεδιασμού και των οικονομικών της Υγείας.
Η δημογραφική και επιδημιολογική μεταβολή των τελευταίων δεκαετιών, σε συνδυασμό με την επίδραση των ρευματικών παθήσεων –και κυρίως, μεταξύ αυτών, της ρευματοειδούς αρθρίτιδας– στην κλινική εικόνα του ασθενούς και στην ποιότητα της ζωής του, συνεπάγονται την ανάγκη για υψηλές απαιτήσεις στην πρόσβαση σε θεραπευτικά μέσα και, ως εκ τούτου, σε μια σημαντική επίπτωση στη δαπάνη υγείας.
Παράλληλα –και όχι αμελητέα–, η έναρξη της νόσου κατά την παραγωγική ηλικία επιδρά σημαντικά στη δυνατότητα των πασχόντων προς εργασία, επιφέροντας ένα σημαντικό κόστος σε κοινωνικούς όρους (έμμεσο κόστος) ως απώλεια παραγωγικότητας.
Με βάση ερευνητικά δεδομένα της τελευταίας δεκαετίας (Mantovani 2012, Gulacsi 2015), το μέσο άμεσο κόστος ανά ασθενή με ΡΑ στην Ευρώπη εκτιμάται μεταξύ 6.868 και 22.458 ευρώ ετησίως, εκ των οποίων ένα σημαντικό ποσοστό (περίπου 55%-Kobelt 2015) αφορά την απολεσθείσα κοινωνική παραγωγή συνεπεία της νόσου.
Σύμφωνα με τις διαθέσιμες μελέτες οικονομικής αξιολόγησης, το ανά ασθενή κόστος της ρευματοειδούς αρθρίτιδας εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από το κλινικό στάδιο της νόσου και αυξάνεται με τη σοβαρότητα των κλινικών εκφάνσεων και, ειδικότερα, με την αύξηση της λειτουργικής ανικανότητας του ασθενούς και την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων (ενδεικτικά: Lajas, Abasolo et al. 2003; Verstappen, Verkleij et al. 2004; Hallert, Husberg et al. 2006; Hulsemann, Ruof et al. 2006).
Λαμβάνοντας υπόψη τον σημαντικό (και αυξανόμενο) επιπολασμό της νόσου στους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς, η δαπάνη από τη ΡΑ για τα συστήματα υγείας, τους ασθενείς αλλά και την κοινωνία, εν γένει, καθίσταται δυσβάσταχτη, και η έγκαιρη παρέμβαση για την αναστολή της εξέλιξης της νόσου, την παροχή μιας καλύτερης μελλοντικής κλινικής πορείας, τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών και την περιστολή του κόστους απαραίτητη. Ειδικότερα, και δεδομένης της χρόνιας φύσης της νόσου αλλά και της ανάγκης για προοδευτική εντατικοποίηση της θεραπευτικής αγωγής, η έγκαιρη εκκίνηση της θεραπείας, μεταξύ άλλων: α) παρέχει στις διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές ένα «μεγαλύτερο πεδίο δράσης» από πλευράς χρόνου και παραμονής του ασθενούς στην εκάστοτε θεραπεία, β) επιτυγχάνει υψηλότερη κλινική αποτελεσματικότητα, βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα, σε όρους ελέγχου της προόδου της νόσου, γ) βελτιώνει τη συνολική ποιότητα ζωής των πασχόντων, σε όρους Ποιοτικών Ετών Ζωής (Quality Adjusted Life Years), δ) μειώνει τη μη ικανότητα προς εργασία, ε) μειώνει την απώλεια παραγωγικότητας (έμμεσο κόστος) για την κοινωνία.
Παρ’ όλα αυτά, το ζήτημα της έγκαιρης πρόσβασης των ασθενών σε κατάλληλη θεραπεία φαίνεται πως αποτελεί σήμερα ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της ολοκληρωμένης διαχείρισης της νόσου, καθώς, σε διεθνές επίπεδο, παρατηρούνται αφενός σημαντικές καθυστερήσεις στην αναγνώριση των συμπτωμάτων της νόσου και αφετέρου σημαντικές καθυστερήσεις στην έναρξη της κατάλληλης αγωγής.
Το φαινόμενο αυτό εδράζεται σε έναν σύνθετο αιτιολογικό μηχανισμό και οφείλεται, σε γενικές γραμμές, σε παράγοντες που αφορούν τον ίδιο τον ασθενή, αλλά και σε παράγοντες που αφορούν τη δομή, τον σχεδιασμό και την οργάνωση της παρεχόμενης φροντίδας υγείας.
Στο πλαίσιο αυτό, ο πρώτος κρίκος της αιτιολογικής αλυσίδας αφορά στην αναγνώριση των συμπτωμάτων από τον ίδιο τον ασθενή και την αναζήτηση της φροντίδας. Με βάση μελέτες “patient journey” (Barhamain 2017), οι οποίες αποσκοπούν στην αποτύπωση της πορείας των ασθενών στο σύστημα υγείας από την οπτική των ίδιων των χρηστών, τεκμηριώνεται ότι παράγοντες όπως το φύλο, η ηλικία, η εκπαίδευση και η γνώση του ασθενούς για το νόσημα αποτελούν παραμέτρους οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν την καθυστερημένη αναζήτηση θεραπείας, την καθυστερημένη διάγνωση και τη μη έγκαιρη εκκίνηση της κατάλληλης θεραπευτικής διαδικασίας –αλλά δεν είναι οι μόνοι.
Τα εμπόδια στην πρόσβαση σε κατάλληλες υπηρεσίες (γεωγραφικά ή εμπόδια κόστους), η επίγνωση του νοσήματος από τους γιατρούς πρώτης επαφής και η διαδικασία για την παραπομπή σε ανώτερο (ειδικό) επίπεδο φροντίδας, αποτελούν συστημικά χαρακτηριστικά, τα οποία επίσης μπορούν να παρεμβάλλονται στην ορθολογική και έγκαιρη διαχείριση των ασθενών με ρευματοειδή αρθρίτιδα.
Ενδεικτικά, αναφέρεται πως ακόμη και σε συστήματα υγείας τα οποία χαρακτηρίζονται από τεχνολογική επάρκεια και υψηλή κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας, όπως αυτό των ΗΠΑ, ένα σημαντικό ποσοστό των ασθενών (37%) δεν έχουν λάβει αγωγή με συμβατικά τροποποιητικά της νόσου φάρμακα ακόμη και ένα έτος μετά την οριστική διάγνωση της ΡΑ (Bonafede 2012), με καταγεγραμμένες προεκτάσεις ως προς την κλινική πορεία των ασθενών καθώς και το κόστος της νόσου (υψηλότερο μέσο κόστος σε ασθενείς με ύστερη εκκίνηση θεραπείας).
Το γεγονός αυτό καταδεικνύει πως η ορθή και έγκαιρη διαχείριση των ασθενών δεν αποτελεί μονοδιάστατα ένα πρόβλημα διαθεσιμότητας υγειονομικών πόρων, αλλά κυριότατα ένα ζήτημα γνώσεων, στάσεων και συμπεριφορών.
Υπό το πρίσμα των παραπάνω διαπιστώσεων, μια ολοκληρωμένη προσέγγιση του ζητήματος της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, πέραν των αμιγώς κλινικών αποφάσεων, οι οποίες οφείλουν να βασίζονται σε τεκμήρια κλινικής αποτελεσματικότητας και, δεδομένων των περιορισμών των πόρων, σε τεκμήρια οικονομικής αποδοτικότητας, οφείλει να περιλαμβάνει και μια σειρά δράσεων οι οποίες θα απευθύνονται τόσο στην πλευρά του γενικού κοινού (δυνητικών ασθενών) όσο και προς την πλευρά των επαγγελματιών υγείας.
Οι δράσεις απαιτείται να περιλαμβάνουν ενημερωτικές ή/και εκπαιδευτικές παρεμβάσεις στο γενικό κοινό αναφορικά με την αναγνώριση των συμπτωμάτων της νόσου, την ανάγκη αναζήτησης υγειονομικής φροντίδας στην περίπτωση εμφάνισης συμπτωμάτων καθώς και τον τόπο και το είδος της υπηρεσίας όπου θα μπορούσαν να απευθυνθούν.
Παράλληλα, ειδικές εκπαιδευτικές παρεμβάσεις προς τους επαγγελματίες υγείας και, ειδικότερα, προς τους γιατρούς πρώτης επαφής στο σύστημα υγείας είναι επίσης απαραίτητες για την ανάδειξη της σημασίας της διερεύνησης των άτυπων συμπτωμάτων, τα οποία μπορεί να προμηνύουν την εμφάνιση της νόσου, την ακρίβεια της διάγνωσης και τη διαχείριση των ασθενών οι οποίοι τελικά θα διαγνωστούν.
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα αποτελεί ένα νόσημα με σημαντικό φορτίο για τους ασθενείς και το σύστημα υγείας, αλλά και ένα νόσημα με σημαντικές ευκαιρίες παρέμβασης και επιρροής στην πορεία της κλινικής εξέλιξης, υπό την προϋπόθεση της έγκαιρης παρέμβασης.
Οι περιορισμοί των πόρων υγείας αλλά και η ανάγκη για βελτίωση της αποδοτικότητας της δαπάνης υγείας επιβάλλουν προσεγγίσεις οι οποίες θα λαμβάνουν υπόψη το σύνθετο πεδίο της διαχείρισης των χρόνιων νοσημάτων, το οποίο συντίθεται από κλινικές διαστάσεις αλλά και διαστάσεις της συμπεριφοράς, όπως αναγνωρίζεται, πλέον, διεθνώς μέσω των τεκμηρίων της βιβλιογραφίας.
Who’s Who
Ο Κώστας Αθανασάκης είναι οικονομολόγος Υγείας. Από το 2007 είναι ερευνητής στον τομέα Οικονομικών της Υγείας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, με κύριο αντικείμενο, διδακτικά και ερευνητικά, την Οικονομική Αξιολόγηση της τεχνολογίας υγείας και τη Φαρμακοοικονομία.
Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια, διδάσκει «Πολιτική Φαρμάκου και Αξιολόγηση της Τεχνολογίας Υγείας» στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Πέραν των παραπάνω, τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα επεκτείνονται, επίσης, στην τεκμηριωμένη πολιτική υγείας (Evidence-Based Health Policy).
Πηγή: virus.com.gr / Ph.B